Τι ανέδειξε και τι επιβεβαίωσε το ταξίδι της πολυμελούς αντιπροσωπείας

Του  Βαγγέλη Χωραφά

Η πρόσφατη επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα, έδωσε μια νέα ευκαιρία για την αναζωπύρωση της συζήτησης περί νεο-οθωμανισμού. Πρόκειται για τη βασική συνιστώσα των αντιλήψεων που εκπορεύονται από έναν ευρύ χώρο ιδεολογικοπολιτικών διαδικασιών –ο οποίος θα συνεχίσει να διευρύνεται όσο βαθαίνει η οικονομική κρίση στην Ελλάδα– που περιλαμβάνει πατριωτικές, πατριδοκάπηλες και εθνικιστικές συνιστώσες. Από τους περισσότερους ο νεο-οθωμανισμός θεωρείται μια στρατηγική της Τουρκίας, η οποία έχει την έγκριση των ΗΠΑ και της Δύσης και έχει στόχο να υποτάξει την Ελλάδα και να την ενσωματώσει σε μια νέα οθωμανική αυτοκρατορία του 21ου αιώνα. Με τα δεδομένα αυτά, ο ελληνοτουρκικός διάλογος θεωρείται –μαζί με τη δομική καχυποψία για τις προθέσεις του Γιώργου Παπανδρέου– το όχημα υλοποίησης αυτής της στρατηγικής.

Μέσα στο πλαίσιο αυτό, αντιμετωπίστηκε και η επίσκεψη Ερντογάν που, αν και δεν απέδωσε καρπούς στα θέματα που άπτονται των ελληνοτουρκικών διαφορών, θεωρείται ότι άνοιξε την πόρτα για μελλοντικές υποχωρήσεις και συμβιβασμούς στα προβλήματα του Αιγαίου. Στην πραγματικότητα, η επίσκεψη αυτή επιβεβαίωσε τις διαφορές στρατηγικής των δύο χωρών, με την Ελλάδα να επαναδιατυπώνει μια στρατηγική με βάση το Διεθνές Δίκαιο και την Τουρκία –ως ισχυρότερη δύναμη– να προκρίνει μια στρατηγική –για θέματα που θέτει η ίδια, για συνθήκες που τις ερμηνεύει με βάση τα συμφέροντά της, για πολλαπλές αναθεωρήσεις κ.λπ.– διμερούς διαλόγου και συνεννόησης με βάση τα αμοιβαία συμφέροντα. Το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας αναμένεται να παίξει καθοριστικό ρόλο και για την επίλυση προβλημάτων υψηλής πολιτικής. Πρόκειται για ένα όργανο που προκύπτει από τη λογική της στρατηγικής «Shared Vision and Structured Dialogue» μεταξύ ΗΠΑ-Τουρκίας, που εκκίνησε το 2009 και, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει και την εξομάλυνση των σχέσεων με την Ελλάδα. Αυτό το «κοινό όραμα» και το «δομημένο διάλογο» αναζητούν οι κυβερνήσεις δύο χωρών άνισου μεγέθους και ισχύος, με την ψευδαίσθηση από την πλευρά της Ελλάδας ότι μπορεί να υπάρξει μια win-win situation.

Δυστυχώς για την Ελλάδα, η στρατηγική διμερούς διαλόγου, που προωθεί η Τουρκία, είναι περισσότερο αποδεκτή από την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ –ως κοινοτήτων στις οποίες ο διάλογος αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό– παρά μια αρτηριοσκληρωτική στρατηγική βασισμένη στο Διεθνές Δίκαιο. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι η Δύση έχει αποφασίσει να παραδώσει την Ελλάδα στην Τουρκία.

 

Η υιοθέτηση της πολιτικής του «στρατηγικού βάθους»

Η αναθεώρηση της στρατηγικής της Τουρκίας συμπίπτει με την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία. Πρόκειται για την περίοδο που ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός αποτελούσε βασική προτεραιότητα της τουρκικής πολιτικής. Η αδυναμία, όμως, της Τουρκίας να ανταποκριθεί στις κοινοτικές επιταγές, στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική, έδωσαν ώθηση στην «εναλλακτική» προσέγγιση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, της λεγόμενης πολιτικής του «στρατηγικού βάθους» ή του επονομαζόμενου νεο-οθωμανισμού.

Η ουσία αυτής της προσέγγισης βασίζεται στις παραδοσιακές γεωπολιτικές αντιλήψεις αξιοποίησης της γεωγραφικής θέσης της χώρας. Πρόκειται για την ίδια, κατά βάση, αντίληψη των αρχών της δεκαετίας του ’90, όταν η Τουρκία επιχείρησε να προβάλει τη γεωστρατηγική θέση της ανάμεσα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, τον Καύκασο-Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή ως καταλύτη για την ανανέωση της στρατηγικής αξίας της στο μετα-ψυχροπολεμικό διεθνές περιβάλλον και την αναζήτηση ενός ρόλου περιφερειακής δύναμης.

Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο περιόδων είναι ότι τότε η Τουρκία εμφανιζόταν ως ένα «κράτος-πρότυπο», που συνδύαζε τρεις διαστάσεις: πρώτον, την πρόσδεσή του στη Δύση· δεύτερον, τον κοσμικό δημοκρατικό χαρακτήρα μιας μουσουλμανικής χώρας· και, τρίτον, τις «τουρκογενείς» εθνοτικές σχέσεις. Αντίθετα, σύμφωνα με την αντίληψη του «στρατηγικού βάθους», η Τουρκία οφείλει να προσεγγίσει τον άμεσο γεωγραφικό της χώρο, «χειραφετημένη» από «δυτικές εξαρτήσεις», και να λειτουργήσει ως «γέφυρα» σε διαφορετικούς «γεωπολιτισμικούς» πόλους, ήτοι της Δύσης, της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας.

Η επιδίωξη μιας «αποστασιοποίησης» της Άγκυρας από δυτικές τοποθετήσεις έχει συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν, όπως και η προσπάθεια ανάπτυξης σχέσεων με κράτη της περιοχής, πάντα με οριακά αποτελέσματα. Η προσέγγιση του «στρατηγικού βάθους» αποσκοπεί να δημιουργήσει μονιμότερα ερείσματα της Τουρκίας στις περιφερειακές σχέσεις της, θεωρώντας τη γεωγραφική θέση της ένα σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα. Η κριτική που ασκείται στο εσωτερικό κατά του «δυτικού εγκλωβισμού» της χώρας, ως πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής συνοδεύεται εξίσου με την απόρριψη της «περιχαράκωσης», που προέρχεται από «φοβικά σύνδρομα ασφάλειας», με επίκεντρο τις αποσχιστικές τάσεις, που εστιάζονται κυρίως στο κουρδικό πρόβλημα.

 

Η προσπάθεια ανάδειξης της Τουρκίας σε περιφερειακή δύναμη

Στην αντίληψη της ανάσχεσης απειλών και κινδύνων ασφάλειας και της θεωρούμενης εξαιτίας τους «περιχαράκωσης», η προσέγγιση του «στρατηγικού βάθους» αντιτείνει την αυτοπεποίθηση μιας ισχυρής στρατιωτικά Τουρκίας, σε σύγκριση κυρίως με το στρατιωτικό δυναμικό των γειτονικών κρατών και την έμφαση στην «πολιτική μηδενικών προβλημάτων» με τις γειτονικές χώρες – κυρίως αυτή που ασκείται απέναντι στην Ελλάδα. Η διπλωματική ενεργοποίηση για αναθέρμανση και προσέγγιση με τα γειτονικά κράτη ως βασικής παραμέτρου της προσέγγισης του «στρατηγικού βάθους» συνιστά, επίσης, έναν εγκλωβισμό της Τουρκίας στις περιφερειακές σχέσεις, τις οποίες η Άγκυρα θεωρεί ότι μπορεί να τις διαχειριστεί με τρόπο που να αναβαθμίζει ευρύτερα τη διεθνή θέση της. Όμως, η γειτονική χώρα βρίσκεται σε γεωγραφική θέση που περιβάλλεται από αστάθεια και συγκρούσεις και που συνιστούν κορυφαίες διεθνείς διενέξεις (αραβοϊσραηλινές σχέσεις, παλαιστινιακό, μεταπολεμικό Ιράκ, σχέσεις ΗΠΑ-Ιράν κ.ά.). Το όριο της «πολιτικής μηδενικών προβλημάτων» με τις γειτονικές χώρες βρίσκεται, αφενός, στην ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων, αφετέρου, δε, αφορά την εκδήλωση μιας πολιτικής «επιτήδειου ουδέτερου» σε σχέση με τις μεγάλης κλίμακας συγκρούσεις. Αυτό, κυρίως, επιτυγχάνεται με την «αποστασιοποίηση» από τις επιλογές των ΗΠΑ, που δεν συμβαδίζουν με τις διπλωματικές επιδιώξεις της Άγκυρας. Σε κορυφαίες διεθνείς διενέξεις, όπως το Μεσανατολικό, η τουρκική διαμεσολάβηση εμφανίζεται να έχει οριακή χρησιμότητα. Πρόκειται για το μετέωρο στάτους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής με πολλές απρόβλεπτες παραμέτρους και μία μόνο σταθερά υψηλού ρίσκου: τη μη δεδομένη για τη Δύση τοποθέτηση και εμπλοκή της Άγκυρας στις περιφερειακές εξελίξεις.

Η προοπτική επιτυχούς ανάδειξης του περιφερειακού ρόλου της Τουρκίας βασίζεται σε δύο κρίσιμες εξωτερικές προϋποθέσεις:

Πρώτον, ότι οι διεθνείς εξελίξεις θα συντείνουν προς μια ρευστότητα των διεθνών ισορροπιών και σε ένα πολυκεντρικό διεθνές ζήτημα, στο οποίο οι περιφερειακές δυνάμεις θα αποκτήσουν ειδικό βάρος στις εξελίξεις. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στην πρόσφατη πρωτοβουλία Τουρκίας και Βραζιλίας για τη συμφωνία της Τεχεράνης, που αφορά την επίλυση του πυρηνικού προβλήματος του Ιράν. Δύο «περιφερειακές δυνάμεις», μη μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αναλαμβάνουν μια διεθνή πρωτοβουλία, ασχέτως του αν αυτή εγκρίνεται –και τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι δεν είναι πλήρως αποδεκτή– από τις χώρες της Δύσης και τη Ρωσία.

Δεύτερον, ο ρόλος της Τουρκίας θα καταστεί απαραίτητος στην προώθηση των επιδιώξεων των ΗΠΑ και της Δύσης στην περιοχή είτε λόγω της στρατιωτικής ισχύος της και της εντατικής ενεργοποίησής της στις υποθέσεις της περιοχής είτε επειδή τυχόν εσωτερική αστάθειά της θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην περιοχή. Κεντρικό στοιχείο στη θεώρηση του «στρατηγικού βάθους» είναι η διαμόρφωση μιας διεθνούς θέσης της Τουρκίας με χαρακτηριστικά «κράτους-άξονα», ικανού να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στην περιοχή του. Η έννοια του «κράτους-άξονα» εστιάζεται κυρίως στη σημασία που το ίδιο μπορεί να διαδραματίσει ως οικονομικός παράγοντας στην περιοχή. Το περιφερειακό «άνοιγμα», που επιχειρεί η Τουρκία, βασίζεται στην ανισομερή ανάπτυξη της περιοχής –όπως επίσης και στην αδυναμία της Ελλάδας να παίξει ιδιαίτερο οικονομικό ρόλο στα Βαλκάνια, παρά μόνο σε περιορισμένους τομείς– και στα συγκριτικά πλεονεκτήματα που προσφέρει ο αναπτυξιακός δυναμισμός και το μέγεθος της τουρκικής οικονομίας, τουλάχιστον σε περιόδους που οι οικονομικές κρίσεις δεν φέρνουν στο προσκήνιο τις δομικές

διευρύνοντας το χάσμα με την αντίστοιχη της Ελλάδας, καθιστά ανέφικτες τις οποιεσδήποτε εκκλήσεις περί ισόρροπης μείωσης των εξοπλισμών– την καθιστά υποψήφια για το ρόλο της «περιφερειακής δύναμης» είτε αυτή χρησιμοποιείται για στρατιωτικές επεμβάσεις και πολιτικοστρατιωτικές πιέσεις είτε για ειρηνευτικές επιχειρήσεις.

Ωστόσο, η ανάδειξη σε περιφερειακή δύναμη ενός κράτους απαιτεί την ανοχή ή ενθάρρυνση της παγκόσμιας υπερδύναμης, που έχει ενδιαφέρον για την περιοχή, κάτι το οποίο δεν είναι δεδομένο από την πλευρά των ΗΠΑ –παρά τις ρητορείες Ομπάμα–, γιατί θεωρείται ότι η Τουρκία διέρχεται μεταβατική φάση τόσο στους εσωτερικούς συσχετισμούς όσο και στον εξωτερικό προσανατολισμό της. Η μεταστροφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής από τον «ευρωπαϊσμό» προς το «χαλαρό ευρωπαϊσμό» σε συνδυασμό με έναν ήπιο ευρωασιατισμό δεν φαίνεται να εντυπωσιάζει ιδιαίτερα την Ουάσινγκτον. Πολύ περισσότερο, ένας νεο-οθωμανισμός, ερμηνευόμενος ως στρατηγική επιρροή στην πρώην οθωμανική γεωπολιτική σφαίρα, καθώς και οι τελευταίες προσεγγίσεις του Αχμέτ Νταβούτογλου περί «ρυθμικής διπλωματίας» –στην ουσία υποστηρίζεται ότι η Τουρκία δεν πρέπει να θεωρείται περιφερειακή δύναμη, αλλά μια κεντρική χώρα που μετατρέπεται σε παγκόσμια δύναμη– ενισχύουν τις επιφυλάξεις των ΗΠΑ και της Ρωσίας για τις προθέσεις και τη μελλοντική εξέλιξη της Τουρκίας. Η προσέγγιση του «στρατηγικού βάθους» έχει αναθερμάνει τις διμερείς σχέσεις της Τουρκίας σε ευαίσθητους γεωπολιτικούς χώρους. Παρά την «αποστασιοποίηση» από διάφορες επιλογές των ΗΠΑ, ο δυτικός προσανατολισμός της χώρας δεν έχει ουσιαστικά αμφισβητηθεί και, στο βαθμό που δεν έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με κομβικές αμερικανικές επιλογές, η Άγκυρα διατηρεί μια διευρυμένη ευελιξία στις περιφερειακές σχέσεις της, αλλά μέχρι εκεί.

 

Για μια στρατηγική μείωσης των εντάσεων

Επίκεντρο μιας μακροχρόνια βιώσιμης πολιτικής στρατηγικής είναι η καθοριστική μεταβολή, με βάση πάντα το Διεθνές Δίκαιο, των διμερών όρων πάνω στους οποίους η Τουρκία βασίζει την πολιτική στρατηγική πρόκλησης εντάσεων στο Αιγαίο. Η ενδυνάμωση της ελληνικής παρέμβασης σε κάθε διεθνές δικαιακό θεσμικό περιβάλλον πρέπει να συνοδεύεται με πρακτική στήριξής της σε επιχειρησιακό επίπεδο, καθώς και με κατάλληλη, ευέλικτη και στοχευμένη διαχείριση των εντάσεων, που να επιβάλλει στην άλλη πλευρά την αποκλιμάκωση των εντάσεων. Η πρόκληση εντάσεων δεν πρόκειται να σταματήσει, αν οι εσωτερικές πολιτικές δυνάμεις στην Τουρκία, που τις συντηρούν, δεν μεταβάλουν πολιτική. Μια τέτοια στρατηγική ξεπερνά τον περιορισμένο ορίζοντα του «κοινού οράματος» και του «δομημένου διαλόγου».

Οι προκλήσεις της Τουρκίας μπορεί, όμως, να καταστούν ατελέσφορες και αναχρονιστικές, εφόσον δεν μεταβάλλουν το στάτους κβο στο Αιγαίο προς όφελος των τουρκικών διεκδικήσεων. Ωστόσο, καμιά εποικοδομητική πολιτική στρατηγική δεν μπορεί να έχει προοπτική, αν δεν εδράζεται σε μια ευρύτερη θεώρηση της Τουρκίας και σε εκείνες τις εσωτερικές και διεθνείς διαστάσεις που αναιρούν την τουρκική αναθεωρητική πολιτική και την εντάσσουν σε ένα περιβάλλον σταθερότητας, αμοιβαίας ασφάλειας και εξισορρόπησης θεμιτών συμφερόντων.

*Ο Β. Χωραφάς είναι εκδότης του μηνιαίου πολιτικού περιοδικού Monthly Review.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!