Εκδήλωση και συζήτηση με θέμα «Ιατρικός πανικός και κατασταλτική πολιτική του κράτους… τι άφησε πίσω της η περίοδος του κόβιντ;» πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 11 Απριλίου στην ΕΣΗΕΑ από τις εκδόσεις «Αλήστου μνήμης» και «Ισνάφι», με αφορμή τη συμπλήρωση πέντε χρόνων από την κήρυξη της «πανδημικής» εκτάκτου ανάγκης (και δύο από το «σφύριγμα» της λήξης της). Μίλησαν οι: Σαμικού Έρη και Τεντόμας Λάζαρος, συγγραφείς του βιβλίου «Πήραμε τις ζωές μας πίσω; Μια ανθρωπολογική μελέτη για τον (μετα)πανδημικό λόγο στην Ελλάδα» (εκδόσεις Αλήστου μνήμης), Σέργης Νίκος συγγραφέας του βιβλίου, «Ο πολιτικός ανθρωπισμός σε κίνδυνο. Η διαχείριση μιας επιδημίας» (εκδόσεις Ισνάφι), Τερζάκης Φώτης συγγραφέας του βιβλίου «Ιατρική / Πολιτική. Μια ανθρωπολογική-φιλοσοφική ματιά στις αντιμαχόμενες θεραπευτικές προσεγγίσεις στον σύγχρονο κόσμο» (εκδόσεις Αλήστου μνήμης). Συντόνισε ο Γιώργος Ηλιόπουλος (ΕΔΙΠ, Τμήμα Φιλοσοφίας ΕΚΠΑ) και προβλήθηκε ένα απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ που ετοιμάζουν η Νέλλη Ψαρρού και ο Ιωάννης Λαζάρου, «Δεν θέλω να ξέρω» που αφορά την περίοδο του κόβιντ. Δημοσιεύουμε την παρουσίαση του Φώτη Τερζάκη στην εκδήλωση-συζήτηση.
του Φώτη Τερζάκη
Κάποιοι φίλοι, όταν τους έστειλα πρόσκληση για τη σημερινή εκδήλωση, μου λένε, μα καλά, τί ασχολείστε τώρα και πίσω-πίσω με αυτά τα πράγματα, είναι άλλα που μας απασχολούνε σήμερα… Πράγματι· αλλά εάν δεν καταλάβουμε τί συνδέει τα σημερινά με τα προηγούμενα δεν θα καταλάβουμε ούτε τα σημερινά.
Σήμερα, εκείνο που μοιάζει να απασχολεί τον περισσότερο κόσμο είναι το σιδηροδρομικό έγκλημα των Τεμπών. Και πολύ καλά κάνει που τον απασχολεί, και πολύ καλά κάνει που κατεβαίνει μαζικά στους δρόμους· αλλά δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι δεν τον απασχόλησε το ίδιο, ούτε κατέβηκε στους δρόμους για το πολύ μαζικότερο έγκλημα της εξωτερικής πολιτικής τής κυβέρνησής του, που είχε όχι 57 αλλά χιλιάδες νεκρούς στην Παλαιστίνη και στην Ουκρανία, των οποίων το αίμα έχει αυτή η κυβέρνηση στα χέρια της, μια κυβέρνηση που αγκαλιάζεται ανενδοίαστα με τους δημίους και τους διευκολύνει στο φονικό έργο τους. Μέχρι να έρθει στο φως, λέω, αν έρθει στο φως, ο κρίκος που συνδέει το έγκλημα των Τεμπών με την εξωτερική της πολιτική…
Ένα πράγμα τουλάχιστον φαίνεται να έχει καταλάβει ο κόσμος σήμερα, με αφορμή την υπόθεση των Τεμπών: το καταστατικό ζύμωμα της δημόσιας εξουσίας με το ψέμα, την παραπλάνηση και την εξαπάτηση, το αδιαπέραστο τείχος τής συνενοχής ανάμεσα στην κυβέρνηση, τα μέσα ενημέρωσης, το δικαστικό σύστημα και την επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη. Και σας ρωτώ: είναι η πρώτη φορά που τα βλέπουμε και τα ζούμε όλ’ αυτά; Και είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε μια μεθοδευμένη εκστρατεία διασυρμού, συκοφάντησης, ηθικής και πολιτικής εξόντωσης όσων τόλμησαν να αντισταθούν στο δημόσιο αφήγημα; Αφήγημα που έκανε δυνατή μια πολιτική η οποία άφησε πίσω της εκατοντάδες αναίτια νεκρούς, και χιλιάδες σακατεμένους σωματικά ή ψυχικά – αφήνοντας κατά μέρος τις ανυπολόγιστες άλλες, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες… Γι’ αυτό και η εφιαλτική τριετία 2020-23 είναι εξακολουθητικά παρούσα κι επίκαιρη.
Είναι όμως και άλλα που μας απασχολούν σήμερα. Σ’ έναν κόσμο που κλυδωνίζεται, όλοι νιώθουμε τη σκιά μιας καθολικής απειλής, απειλής που έχει δύο διαστάσεις. Υπάρχει βεβαίως η απειλή τού ολικού πολέμου —η «κάθετη» απειλή, για να την πω έτσι— που φαίνεται όλο και λιγότερο πιθανό ν’ αποσειστεί όσο εκείνοι που νιώθουν να χάνουν την παγκόσμια ηγεμονία μοιάζουν κυριευμένοι από το σύνδρομο του Σαμψών, διατεθειμένοι να παρασύρουν ολόκληρη την ανθρωπότητα και τη γη στην άβυσσο μαζί τους. Δίπλα μας μαίνονται άγριοι πόλεμοι χωρίς κανόνες και γινόμαστε μάρτυρες φρικαλεοτήτων που δεν είχαμε δει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο δράστης είναι κοινός: ένας υπερεθνικός άξονας, εκείνων των δυνάμεων που χάρη στο αποικιοκρατικό τους παρελθόν βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή τής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στην Ευρώπη συνδαυλίζουν μια πολεμική παράκρουση εναντίον μιας ανύπαρκτης απειλής, στη Μέση Ανατολή και ιδίως στην Παλαιστίνη στηρίζουν ειδεχθείς γενοκτονίες και υπερασπίζονται το δικαίωμα του θύτη στην αρπαγή και στον φόνο κουρελιάζοντας κάθε πρόσχημα «διεθνούς νομιμότητας», της οποίας οι ίδιοι μέχρι χθες είχαν την αξίωση να προβάλλουν ως μονοπωλιακοί τοποτηρητές. Και στο ίδιο το εσωτερικό τους επιβάλλουν μορφές δικτατορίας στην πληροφόρηση και στον λόγο, πογκρόμ διώξεων και εξόντωσης των «αντιφρονούντων» που κανένα «αυταρχικό καθεστώς» δεν έχει να ζηλέψει.
Σε αυτό το επίπεδο, η θεσιληψία είναι ευκολότερη. Ο εχθρός έχει όνομα και ταυτότητα. Όποιος έχει συνειδητοποιήσει ότι «ισχυρή Δύση» και ειρήνη αλληλοαποκλείονται, ότι ο μιλιταρισμός, η σύνθλιψη των κοινωνικών δαπανών και η στρατιωτικοποίηση των κοινωνιών και των οικονομιών είναι η άλλη όψη τής βαθιάς και ανακυκλούμενης οικονομικής κρίσης που έφερε η τελευταία μετάλλαξη του καπιταλισμού (ένα φαινόμενο που επαναλαμβάνει, σε οξύτερη μορφή, τα συμβάντα τής δεκαετίας τού ’30 στον εικοστό αιώνα), δεν έχει πολλές επιλογές – και η απροθυμία των απειλούμενων να συνάψουν συμμαχίες μπορεί, όπως και τότε, ν’ αποβεί μοιραία.
Η δεύτερη διάσταση της απειλής –η «οριζόντια»– είναι δυσκολότερα αντιμετωπίσιμη διότι δεν επιτρέπει την εύκολη χάραξη στρατοπέδων. Είναι επίσης συνέχεια των ολοκληρωτισμών τής δεκαετίας τού 1930, των οποίων οι τεχνικές χειραγώγησης έχουν διαχυθεί και εκλεπτυνθεί σε όλον τον δυτικό κόσμο, αρχικά, και σύντομα στους γεωπολιτικούς ανταγωνιστές του. Αυτή η απειλή είναι αλληλένδετη με τις θηριώδεις τεχνολογικές εξελίξεις και τις αδιανόητες δυνατότητες χειραγώγησης και καταστολής που ανοίγουν – πειρασμός στον οποίον καμία οργανωμένη εξουσία στον σημερινό κόσμο δεν αντιστέκεται. Οι «επιστημονικοί» μηχανισμοί προπαγάνδας τού Γ΄ Ράιχ έγιναν πρότυπο για όλα τα μεταπολεμικά κράτη και τους επιχειρηματικούς κολοσσούς, και οι σύγχρονες ψηφιακές τεχνολογίες, ο κυβερνοχώρος και η ρομποτική τούς έχουν δώσει ακατανίκητη εμβέλεια. Η υγειονομική πειθάρχηση, ιατρικοποιημένες μορφές ελέγχου τού κοινωνικού σώματος, παράλληλα με τις δυνατότητες άμεσης παρέμβασης στη ζωή και το περιβάλλον μέσω της βιοτεχνολογίας και της γεωμηχανικής αποτελούν ευγενές πεδίο άμιλλας όλων των ανταγωνιζόμενων δυνάμεων στο γεωπολιτικό και στο οικονομικό πεδίο, πράγμα που μετατρέπει ολόκληρο τον πλανήτη σε μια γιγάντια φυλακή χωρίς έξοδο, όσο ποτέ άλλοτε στο παρελθόν. Εδώ, οι αντιστάσεις είναι πολύ πιο δύσκολες, πιο αδύναμες και διάσπαρτες, και η ενορχηστρωμένη παραπλάνηση τσακίζει στο λίκνο της κάθε δυνατότητα συστράτευσης των ίδιων των θυμάτων. Ο τεμαχισμός των στρατοπέδων ανά θεματικούς τομείς δεν έχει ασφαλώς ακυρώσει το κοινωνικό περιεχόμενο των δεικτών Δεξιά και Αριστερά, έχει όμως επιφέρει θανάσιμη σύγχυση αναφορικά με το ποια είναι σε κάθε περίπτωση η «αριστερή» και ποια η «δεξιά» θέση. Εδώ, επίσης, η τριετία 2020-23 είναι θλιβερά διδακτική.
Όσοι εδώ και χρόνια μιλούσαμε για ολοκληρωτική μετάλλαξη των κοινωνιών τής Δύσης λοιδορηθήκαμε ως υπερβολικοί και τερατολόγοι. Με ποιον τρόπο θα εξηγήσουν αυτά που συμβαίνουν, ας πούμε, στην Ευρώπη σήμερα; Πολεμική οικονομία σημαίνει πόλεμος, αλλά ο πόλεμος αυτός είναι πρωτίστως πόλεμος των κυβερνωσών ελίτ ενάντια στους ίδιους τούς λαούς τους. Και για να ευοδωθούν οι σχεδιασμοί του πρέπει πρωτίστως να τσακιστεί κάθε πιθανότητα λαϊκής αντίστασης. Το κατεξοχήν εργαλείο γι’ αυτόν τον σκοπό, δοκιμασμένο από τους παλιούς καλούς ολοκληρωτισμούς —και πάντα αποτελεσματικό— είναι η διακυβέρνηση μέσω του τρόμου. Η παραγωγή και η διασπορά τού τρόμου παγώνει τη σκέψη και όλες τις κριτικές λειτουργίες, διαχέει τον φόβο και την καχυποψία μεταξύ των ανθρώπων, άρα και την αδυναμία κοινής δράσης, διχάζει τις αντιδράσεις ανάμεσα στους υποτελείς και καταστέλλει στη ρίζα της κάθε πιθανότητα ανάληψης πρωτοβουλιών. Είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να δημιουργείς υποκείμενα παθητικά και παραιτημένα, εξαρτημένα από «πατρικές» φιγούρες ηγετών, σε διαρκή κατάσταση ανηλικότητας και αναζήτησης «προστασίας». Η τεχνική αυτή εκλεπτύνεται διαρκώς από τα χρόνια τού ναζισμού, και μία από τις πλέον χαρακτηριστικές της μορφές πλέον είναι η παραγωγή υγειονομικών τρόμων.
Τη πειραματική άσκηση αυτού του εργαλείου ζήσαμε, σε πρωτοφανή έκταση και ένταση την τριετία 2020-23: ένα επιτυχημένο πείραμα μαζικής καταστολής που άφησε πίσω ένα ανυπολόγιστο τοπίο καταστροφής για έναν τεράστιο αριθμό ανθρώπων. Και μέρος της επιτυχίας του ήταν ότι, πολύ δυστυχώς, μπόρεσε να κάνει πειθήνιο εξάρτημά του το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τής «αριστεράς», την οποία είδαμε να πρωτοστατεί όχι μόνο στην εφαρμογή των μέτρων καταστολής αλλά και στη ρατσιστική εκστρατεία εξόντωσης όσων αρνήθηκαν τη συμμόρφωση στις εντολές των πολιτικοεπιστημονικών ιερατείων. Είναι ίσως το μεγαλύτερο τραύμα που μας κληροδότησε το πείραμα της υγειονομικής καταστολής, και δεν πρόκειται να κλείσει.
Μια ανάλογη στρατηγική άλλωστε, που τίθεται σε όλο και πιο συστηματική εφαρμογή σήμερα, είναι ο περιβαλλοντικός τρόμος. Στο όνομα της λεγόμενης «κλιματικής κρίσης», που λειτουργεί σαν υπνωτικό σλόγκαν αχρηστεύοντας κάθε δυνατότητα συλλογισμού, επιβάλλονται όλο και πιο αδιανόητες απαγορεύσεις, περιορισμοί στις μορφές κοινωνικότητας, στη μετακίνηση και στον τρόπο ζωής μιας μεγάλης μερίδας ανθρώπων και τελειοποιούνται μορφές ελέγχου των ιδιωτικών πτυχών τής ζωής τους. Να μιλάμε για «κλιματική κρίση» είναι ένας εύσχημος τρόπος να συγκαλύπτουμε το πραγματικό πρόβλημα της προϊούσας οικολογικής καταστροφής, για την οποία είναι υπεύθυνοι οι ίδιοι εκείνοι που κρούουν το καμπανάκι τού κινδύνου και την οποία μεγεθύνουν οι ίδιες οι πρακτικές που προτείνουν ως λύση στο πρόβλημα. Γνωρίζει κανείς, για παράδειγμα, ποιο είναι το οικολογικό αποτύπωμα των προωθούμενων «καθαρών» τεχνολογιών – από τα ηλιακά πάνελ και τις ανεμογεννήτριες, τον όλεθρο της άγριας ζωής και της τελευταίας απάτητης φύσης, μέχρι τα ηλεκτροκίνητα μέσα μεταφοράς, που οι αναγκαίες ποσότητες σπάνιων μετάλλων για τη λειτουργία τους μετατρέπουν σε καθαρτήριο γιγαντιαίες εκτάσεις στο Κονγκό, στη Χιλή ή στην Κίνα κι εξαντλούν σε βαθμό μη αντιστρεπτό τον υδροφόρο ορίζοντα; Και πώς επιδρά στο παγκόσμιο βιοσύστημα η λεγόμενη μηχανική τού κλίματος, που γνωρίζει ραγδαία ανάπτυξη ήδη από τον καιρό τού πολέμου στο Βιετνάμ – για στρατιωτικούς λόγους πρωτίστως, όπως συμβαίνει με όλες τις τεχνολογικές καινοτομίες, που όμως εν συνεχεία υποβάλλονται επικερδώς σε πολιτική χρήση; Τον ρόλο που παίζουν στην υποτιθέμενη «αλλαγή τού κλίματος» η τρομακτική αποψίλωση των δασών του πλανήτη και η προϊούσα εξάλειψη άγριων ειδών στη βωμό τής ακατάσχετης εμπορευματικής αξιοποίησης; Ή η αλόγιστη χρήση όπλων μαζικής καταστροφής (πυρηνικών κάθε είδους δυναμικότητας, χημικών και άλλων) στον χορό των πολεμικών συγκρούσεων που η ασταμάτητη παραγωγή τους είναι όρος διαιώνισης του στρατιωτικοβιομηχανικού πλέγματος των χωρών τού παγκόσμιου διευθυντηρίου;
Δεν φτάνει μόνο να βλέπουμε την εξαπάτηση, ούτε απλώς να καταγγέλλουμε το «σύστημα» που ενορχηστρώνει τέτοιες πρακτικές· πρέπει επίσης να μπορούμε να καταλάβουμε τις αιτίες τους. Υπάρχει εδώ ασφαλώς ένα κίνητρο αναζήτησης νέων πηγών κερδοφορίας, ενόψει της δομικής κρίσης τού παγκόσμιου καπιταλισμού και του βρόχου που έχει γίνει για τον ίδιον η χρηματοπιστωτική φυγή προς τα εμπρός. Ολοφάνερα, η ασίγαστη προπαγάνδα τής «κλιματικής αλλαγής», όπως και η ανακυκλούμενη προφητεία περί επερχόμενων «πανδημιών», όπως και η επινόηση ανήκουστων πολεμικών απειλών, παράλληλα με τη συστηματική καλλιέργεια της αυταπάτης πως τα προβλήματα που μαστίζουν την ανθρωπότητα έχουν «τεχνικές» λύσεις, είναι το δόλωμα για την ανάπτυξη ενός νέου, τεραστίως κερδοφόρου τομέα – όσο ακριβώς και η προώθηση προϊόντων γενετικής τεχνολογίας στον βιοϊατρικό τομέα (όπως τα DNA και RNA εμβόλια, αλλά όχι μόνον). Όμως το εταιρικό κέρδος είναι μόνο η μία πλευρά τού ζητήματος. Το έμφραγμα του παγκόσμιου καπιταλισμού (αισθητό κυρίως στο δυτικό του κέντρο) οφείλεται όχι μόνο στην πτωτική τάση τού ποσοστού κέρδους που είναι η παράπλευρη συνέπεια της γενικευμένης αυτοματοποίησης, αλλά και στην περίσσεια ανθρώπων που για τον ίδιον λόγο είναι πλέον άχρηστοι στην παραγωγή. Ο μεγάλος του πονοκέφαλος είναι πώς θα ουδετεροποιήσει (αν δεν μπορεί να εξαλείψει ευθέως) αυτό το άχρηστο και δυνητικά επαναστατικό ανθρώπινο πλεόνασμα: η διαρκής εμφύσηση τρόμου, και η συνακόλουθη λήψη όλο και πιο κατασταλτικών μέτρων για την υποτιθεμένη «προστασία» του, είναι η στρατηγική που πρωτίστως υπηρετεί αυτόν τον σκοπό. Ακριβώς, μια στρατηγική αντιεξέγερσης, που μια επαναστατική λαϊκή κινητοποίηση οφείλει να πλήξει μετωπικά.
Σας ευχαριστώ.