Η «κανονικότητα» έχει μπει για τα καλά στο λεξιλόγιο της πολιτικής συζήτησης και αντιπαράθεσης. Με θετική και αρνητική σηματοδότηση. Το κυβερνητικό κόμμα διαφημίζει ότι με την πολιτική του, έβαλε τη χώρα στην κανονικότητα. Το δεύτερο κόμμα από την άλλη, κατηγορεί τους σημερινούς κυβερνώντες ότι επαναφέρουν μια «δεξιά κανονικότητα» παλινορθώνοντας το παλιό κατεστημένο. Τι ισχύει τελικά;

Συχνά, η προσοχή όλων στρέφεται στο πεδίο της οικονομίας, παραβλέποντας όλους τους άλλους παράγοντες. Ακόμα όμως κι εκεί, ποια είναι η πραγματικότητα που διαμορφώνεται; Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, μετά από 10 χρόνια κρίσης, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι 22% μικρότερο από τα επίπεδα του 2009. Το νούμερο είναι τεράστιο. Χώρες που έχουν περάσει από πόλεμο, έχουν υποστεί παραπλήσιες απώλειες, με τη διαφορά ότι ακολουθούν εντυπωσιακά ποσοστά ανάπτυξης και ρυθμοί ταχείας ανοικοδόμησης. Στην περίπτωσή μας, μετράμε ήδη μερικά χρόνια «ανάκαμψης», αλλά οι δείκτες είναι τόσο ισχνοί που η διαφορά με την προηγούμενη δεκαετία παραμένει σε επίπεδα που δεν συναντούνται σε καμιά άλλη χώρα του πλανήτη. Οι προβλέψεις μάλιστα μιλούν για επιστροφή σε επίπεδα 2009 το 2031 (εκθέσεις Κομισιόν) ή το 2037 (ΔΝΤ). Ας δούμε δυο ακόμα νούμερα. Οι δημόσιες επενδύσεις είναι 5 δισ. ευρώ κι άλλο τόσο  οι επενδύσεις των νοικοκυριών, όταν προ κρίσης οι πρώτες ήτανε 14 δισ. και 21 δισ. οι δεύτερες.

Καταλαβαίνει κανείς ότι, ακόμα κι αν μείνουμε στους επίσημους αριθμούς, κανένα σημάδι δεν δείχνει «κανονικότητα» στην οικονομία. Ακόμα πιο καθαρή θα γίνει η εικόνα αν φύγουμε από τα νούμερα και εξετάσουμε άλλες, πιο ουσιαστικές πλευρές. Αν δούμε δηλαδή «δείκτες» που έχουν να κάνουν με την καθημερινότητα των πολιτών ή με το ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο, τις αντιθέσεις και τα νέα κοινωνικά προβλήματα που έχουν προκύψει μετά από 10 χρόνια κρίσης.

Πέρα από την οικονομία

Υπάρχει όμως κάτι πιο σημαντικό που συνήθως ξεχνιέται. Τα μνημόνια δεν αφορούσαν μόνο στο οικονομικό ή το κοινωνικό (με τη στενότερη έννοια) επίπεδο. Πιο ειλικρινής σε σχέση με αυτό ήταν ο Γ. Παπανδρέου, όταν από την αρχή δήλωσε ότι τα μνημόνια θα σήμαιναν παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας. Έχουν από τότε μεσολαβήσει 10 χρόνια συνολικής υποβάθμισης της θέσης της χώρας, και μάλιστα σε ένα γεωπολιτικό περιβάλλον που διαρκώς γίνεται πιο ρευστό και γκρίζο.

Έχουν από τότε ανακτηθεί βαθμοί κυριαρχίας, μπαίνοντας σε μια πιο «κανονική» φάση; Όχι μόνο δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά αντίθετα η κατάσταση χειροτερεύει διαρκώς και σε πολλά επίπεδα. Η εξέλιξη με την ΑΟΖ της Τουρκίας είναι μόλις των τελευταίων ημερών. Και αποτελεί μια ακόμα κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας που τίποτα «κανονικό» δεν προδιαγράφει. Οι παραχωρήσεις σε μια σειρά ακόμα μέτωπα (Μακεδονικό, Κυπριακό κ.λπ.) παγιώνουν μια συνολικότερη υποβάθμιση. Στο Μεταναστευτικό-προσφυγικό, οι περισσότεροι πλέον αντιλαμβάνονται ότι οι συνέπειες δεν αφορούν μόνο στο κοινωνικό και ανθρωπιστικό πεδίο αλλά και στο γεωπολιτικό. Η κατάσταση στα απομακρυσμένα νησιά, μόνο «κανονικότητα» δεν θυμίζει, και το «γκριζάρισμα» ζωνών και περιοχών συνεχίζεται. Τέλος, οι σχέσεις της χώρας με άλλες δυνάμεις (ΗΠΑ, Ευρώπη κ.λπ.) καταγράφουν μεγαλύτερους βαθμούς εξάρτησης από ποτέ.

Υπάρχει, όμως, και κάτι που θα λέγαμε ότι έχει επανέλθει σε μια «κανονικότητα». Είναι το πολιτικό σκηνικό έτσι όπως διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια. Από το 2010 κι έπειτα, αυτό διαταράχτηκε σε μεγάλο βαθμό. Ο κοινωνικός αναβρασμός που ήρθε μετά το «Καστελόριζο» εκφράστηκε σε μια πρώτη φάση (2010-2012) με τρόπο ορμητικό και σχετικά αδιαμεσολάβητο. Απονομιμοποίησε εντελώς τα κόμματα και έκανε τους πολιτικούς να μην μπορούν να κυκλοφορήσουν. Στη συνέχεια, επενδύθηκε σε μεγάλο βαθμό στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο με πολλαπλά αποτελέσματα.

Χοντρικά, ο άξονας «δεξιά-αριστερά» αντικαταστάθηκε από το «μνημόνιο-αντιμνημόνιο». Αυτός ήταν επί της ουσίας ο μεγάλος «λαϊκισμός» που όλοι αναθεματίζουν. Γιατί ενώ το «αριστερά-δεξιά» τακτοποιούσε τη σχέση λαού και πολιτικής με σχετικά ελεγχόμενους όρους, ο νέος διαχωρισμός δημιουργούσε απρόβλεπτες καταστάσεις. Επειδή μετατόπιζε τη συζήτηση σε ουσιαστικότερα πεδία από αυτά που οριοθετούσαν οι καθιερωμένες πολιτικές ταυτότητες. Είχε βεβαίως όρια που δεν ξεπεράστηκαν, κάτι που φάνηκε στη συνέχεια.

Το κυβερνητικό κόμμα διαφημίζει ότι με την πολιτική του, έβαλε τη χώρα στην κανονικότητα. Το δεύτερο κόμμα από την άλλη, κατηγορεί τους σημερινούς κυβερνώντες ότι επαναφέρουν μια «δεξιά κανονικότητα» παλινορθώνοντας το παλιό κατεστημένο. Τι ισχύει τελικά;

Στο επίπεδο του κομματικού σκηνικού, αυτό έφερε σημαντικές ανατροπές και εξελίξεις. Πρώτον, καταποντίστηκαν ή απομειώθηκε η δύναμη κομμάτων που στήριξαν μνημόνια (κυρίως ΠΑΣΟΚ). Δεύτερο, εμφανίστηκαν ή εκτοξεύτηκαν κόμματα που είτε παρουσιάστηκαν ως αντιμνημονιακά (ΣΥΡΙΖΑ, Χ.Α., ΑΝΕΛ), είτε και επωφελήθηκαν από τις απώλειες άλλων τοποθετούμενα στη «φιλομνημονιακή» πλευρά (Ποτάμι, ΔΗΜΑΡ κ.λπ.). Δεν είναι τυχαίο ότι όλα αυτά πλέον, πλην ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκονται εκτός Βουλής. Αυτό πράγματι καταγράφει μια κάποια «κανονικότητα».

Ένα «κέλυφος» πολιτικής κανονικότητας λοιπόν βιώνουμε, με μια επιστροφή στα ίδια, ενώ καμιά από τις πολλαπλές πληγές της κοινωνίας και της χώρας δεν έχει επουλωθεί.

Η δεύτερη διαστροφή

Αν όμως στην αρχή αναλύσαμε κάπως την πρώτη λαθροχειρία, αυτή που διαπράττει η Ν.Δ. διαφημίζοντας ότι φέρνει την κανονικότητα, υπάρχει και μια δεύτερη. Σε αυτή έχουμε ήδη εισαχθεί μιλώντας για το πολιτικό πεδίο.

Ας δούμε λίγο το «αφήγημα» ΣΥΡΙΖΑ: Η Ν.Δ. φέρνει την κανονικότητα του σκληρού δεξιού κράτους και του κατεστημένου. «Φάτε κανονικότητα» με τους διορισμούς στα νοσοκομεία, την καταστολή, τις εργασιακές σχέσεις, τα δικαιώματα κ.λπ. Τι υπονοεί το αφήγημα ΣΥΡΙΖΑ; Ότι εκείνος είχε έρθει σε κάποια ρήξη με τις σταθερές του πολιτικού και οικονομικού συστήματος, και τώρα η Ν.Δ. κλείνει αυτή την παρένθεση και μας γυρίζει στα παλιά. Η «κανονικότητα» έτσι, ορίζεται με όρους δεξιάς-αριστεράς και σωστότερα «κεντροαριστεράς». Ο ίδιος ο ορισμός της, δηλαδή, γίνεται με όρους «κανονικότητας». Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλη λαθροχειρία.

Στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ δούλεψε για την «κανονικότητα», με την έννοια της αποκατάστασης της ισορροπίας του πολιτικού συστήματος που διαταράχτηκε μετά τα μνημόνια. Για να μιλήσουμε πιο «συμβολικά», αυτή υπογράφηκε στις 6 Ιουλίου 2015 με τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών την επομένη του δημοψηφίσματος. Και ολοκληρώθηκε με την ψήφιση του τρίτου μνημονίου από μια ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία, την οποία έθεσαν ως όρο οι διεθνείς παράγοντες.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δουλέψει αρκετά για αυτή την «κανονικότητα», ήδη από το 2013 και μετά, μετατρεπόμενος σταδιακά σε πόλο συστημικής ισορροπίας στα κεντροαριστερά του πολιτικού άξονα, παρά τις «περιπέτειες» που μεσολάβησαν στη συνέχεια. Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 επισφράγισαν αυτές τις εξελίξεις. Η ποδηγέτηση του ριζοσπαστισμού οδήγησε στη νέα αυτή φάση. Η εκλογική διάσωση του ΣΥΡΙΖΑ (σε αντίθεση με όλα τα σχήματα που άνθισαν στη φάση του «αντιμνημόνιου») είχε η ίδια τη σφραγίδα της «κανονικότητας» και με αυτή την έννοια ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ είναι παιδί της.

***

Γενικώς, η κανονικότητα δεν είναι κακό πράγμα. Οι κοινωνίες δεν βρίσκονται διαρκώς σε φάση αναταραχής ή εξέγερσης. Περνάνε από τέτοιες «στιγμές» σε εξαιρετικές καταστάσεις για να επανέλθουν σε νέα επίπεδα ισορροπίας και «κοινωνικής ειρήνης». Εκείνο που έχει σημασία είναι τι κατοχυρώνεται μετά από κάθε τέτοια φάση, σε ποιο σημείο επανέρχεται η νέα ισορροπία. Δυστυχώς στην Ελλάδα, μετά από μια περίοδο αναταραχής, βρισκόμαστε σε ένα σημείο με μεγαλύτερα προβλήματα και κινδύνους, αλλά και με αρκετή σύγχυση στο πεδίο της κοινωνικής συνείδησης. Υπάρχουν όμως πλήθος από συμπεράσματα, έστω και ακατέργαστα, και υπόγειες διεργασίες στην κοινωνία, σε διάφορες κατευθύνσεις. Αυτή ίσως είναι μια πιο αισιόδοξη πλευρά, αλλά δεν αρκεί.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!