Για άλλη μια χρονιά, οι Νύχτες Πρεμιέρας διεξάχθηκαν παράλληλα σε χειμερινούς και θερινούς κινηματογράφους, με τη μάσκα πλέον αναπόσπαστο αξεσουάρ. Οι συχνές σολντάουτ προβολές απέδειξαν τη δίψα του κοινού για τις νέες κυκλοφορίες σε μεγάλη οθόνη, με τη διοργάνωση να κερδίζει το στοίχημα της επιστροφής στις κινηματογραφικές αίθουσες. Στο φετινό ενδιαφέρον Διαγωνιστικό πρόγραμμα, που άφησε χώρο σε πρωτοεμφανιζόμενους σκηνοθέτες, παρουσιάστηκαν 14 ταινίες, από τις οποίες ένα σημαντικό ποσοστό έθιγε τις σύγχρονες προβληματικές του σεξουαλικού προσανατολισμού, στον πυρήνα του θεσμού της οικογένειας.

H λιτή ιστορία της αριστουργηματικής ινδικής ταινίας «Βότσαλα», πρώτη ταινία του Βινοθράζ Π.Σ., καταφέρνει μέσα σε 74 λεπτά να αναπτύξει τεράστια συναισθηματική φόρτιση. Οι κάτοικοι ενός αγροτικού χωριού, στη νότια Ινδία, δοκιμάζονται σκληρά, μετά από παρατεταμένη περίοδο ξηρασίας. Κυνηγούν αρουραίους για να ξεγελάσουν την πείνα τους και κάνουν σειρά για να συλλέξουν στάλα-στάλα το νερό, από το λασπωμένο πάτο του μοναδικού πηγαδιού της περιοχής, ενώ οι άντρες μεθοκοπούν, με βάναυση εκτόνωση στην οικογένεια, σε καθημερινή βάση. Ένας οργισμένος άντρας, αναγκάζει τον μικρό γιο του να τον ακολουθήσει στην αναζήτηση της γυναίκας του, που τον εγκατέλειψε για να γλιτώσει από τα βίαια ξεσπάσματά του. Δεν την ανακαλύπτουν ούτε στο χωριό των γονιών της, όπου φτάνουν με λεωφορείο, οπότε ο άντρας προκαλεί μεγάλο καβγά, με τρομακτικές κατάρες και απειλές ότι θα την σκοτώσει. Σε μια απελπισμένη προσπάθεια να καθυστερήσει το κακό, ο μικρός σκίζει επιδεικτικά τα χρήματα για το εισιτήριο επιστροφής και αρχίζει να τρέχει, εξαναγκάζοντας τον πατέρα του να τον κυνηγήσει. Ξυπόλυτοι πάντα και οι δυο, κάτω από έναν ανελέητο καυτό ήλιο, διασχίζουν μια ερημική γη, σε μεγάλη απόσταση από το χωριό τους. Το αγόρι επιχειρεί εναγωνίως με διάφορα τεχνάσματα να μαλακώσει την οργή του πατέρα, όπως το πείραγμα με την αντανάκλαση ενός κομματιού σπασμένου καθρέφτη στη πλάτη.

Στα χνάρια του κοινωνικού ρεαλισμού του σπουδαίου Ινδού σκηνοθέτη Σατγιατζίτ Ρέι, ο Βινοθράζ, βασισμένος σε βίωμα της αδερφής του, επιχειρεί να αναδείξει τις επιπτώσεις της βαθιάς φτώχειας του ινδικού νότου. Δηλώνοντας ως μεγάλες του αναφορές διακεκριμένους Ιρανούς και Τούρκους σκηνοθέτες, ο Βινοθράζ αναπτύσσει δυνατή φιλμική γλώσσα, συνδυάζοντας γενικά πλάνα στις αχανείς εκτάσεις του ερημικού τοπίου, με κοντινά σε εκφράσεις και απομονωμένες λεπτομέρειες, πότε στους βράχους-γλυπτά, πότε στο παιχνιδάκι του αγοριού που βρέθηκε στο έδαφος, μετά τον ξυλοδαρμό του πατέρα. Παράλληλα, η αεικίνητη κάμερα στα συνεχόμενα ατελείωτα μονοπλάνα πότε γυροφέρνει τους πρωταγωνιστές, πότε τους ακολουθεί, ενώ συχνά λειτουργεί δημιουργώντας υποκειμενική λήψη, της οπτικής του αγοριού, καθώς ακολουθεί τον αγριεμένο πατέρα.

Τα πάντα αναδεικνύονται μέσα από τις κινήσεις της κάμερας και τη γλώσσα του σώματος των ηθοποιών, ενώ γίνεται εξαιρετική χρήση του εκτός κάδρου πεδίου, κυρίως στην απεικόνιση βίαιων σκηνών, που η κάμερα μοιάζει να αρνείται αρχικά να απαθανατίσει. Αφήνοντας αρκετές στιγμές αθέατες, εκτός κάδρου, ο θεατής μαντεύει αρχικά από τους ήχους τι έχει συμβεί, μέχρι η κάμερα το καταγράψει μέσα από κυκλική λήψη. Έτσι, στον καβγά στο λεωφορείο, η αυξανόμενη ένταση γίνεται αντιληπτή στο ηχητικό πεδίο, με την κάμερα κολλημένη σε μια νεαρή μητέρα με μωρό στην αγκαλιά, που ξυπνάει κλαίγοντας, από την άγρια αναστάτωση. Αντίστοιχα συμβαίνει και στη σκηνή που ο πατέρας πιάνεται στα χέρια με τους κουνιάδους του, ενώ η κάμερα αρχικά κινηματογραφεί το αγόρι που σαστισμένο βλέπει το βίαιο ξέσπασμά του. Μερικές σκηνές θυμίζουν την ευαισθησία των ιρανικών ταινιών, όπως η σκηνή που το αγόρι φουσκώνει ένα κόκκινο μπαλόνι, αναδεικνύοντας πόσο ακατανόητη είναι η βία του κόσμου των μεγάλων, ενώ η φωλιά πουλιού στην άκρη ενός κλαριού στην εισαγωγή, συμβολίζει εύστοχα την οικογενειακή διάσταση.

Η εμφάνιση στο τέλος ενός μικρού κουταβιού προμηνύει ελπίδα μέσα στο όλο απειλητικό σκηνικό, σε μια ταινία απίστευτης αγωνίας.

Άλλο ένα εντυπωσιακό σκηνοθετικό ντεμπούτο στο Διαγωνιστικό αποτελεί το «Φύγαμε», του Πάνα Παναχί, γιου του διακεκριμένου Ιρανού σκηνοθέτη Τζαφάρ Παναχί. Μια τετραμελής οικογένεια με το γέρικο σκυλάκι τους αφήνουν την πόλη με το τζιπ που οδηγεί ο 20χρονος γιος και καταλήγουν σε απομονωμένες στάνες στα βουνά, για μια μυστήρια συνάντηση με μασκοφόρους μοτοσικλετιστές. Από μισόλογα γίνεται σταδιακά αντιληπτό πως εκεί απαγορεύονται τα κινητά, ενώ η μητέρα, ο μεγάλος γιος και ο πατέρας παρουσιάζονται εξαιρετικά κουμπωμένοι και χρησιμοποιούν κωδικές ονομασίες, προσπαθώντας να αποκρύψουν τον πραγματικό σκοπό αυτής της μυστήριας εκδρομής, από τον ανίδεο εξάχρονο γιο, ένα ζωηρό αγόρι, που μιλάει ακατάπαυστα.

Ισορροπώντας άψογα μελαγχολία, χιούμορ και συγκίνηση, ο Πάνα καταφέρνει να αποδώσει τις λεπτές συναισθηματικές διακυμάνσεις μιας αγαπημένης οικογένειας, που αποχαιρετάει τον μεγάλο γιο που πρόκειται να ξενιτευτεί, υπό συνθήκες απόλυτης μυστικότητας, λόγω της απαγόρευσης της εξόδου από τη χώρα στους αντιφρονούντες, παραπέμποντας στην περίπτωση του πατέρα του σκηνοθέτη.

Σ΄ αυτό το μυστήριο οδοιπορικό, ο Πάνα δημιουργεί μια ιδιότυπη ταινία περιπλάνησης, που εναλλάσσεται μεταξύ μιας κλειστοφοβικής κινηματογράφησης στον περιορισμένο χώρο το αμαξιού, που λειτουργεί μεταφορικά για το ανελεύθερο καθεστώς, και τα πανοραμικά πλάνα στις ομορφιές της ιρανικής φύσης, οδεύοντας στην ελευθερία.

Αφήνοντας κατά μέρος το δακρύβρεχτο μελοδραματισμό των Ιρανών σκηνοθετών που αναδεικνύουν μια κοινωνική προβληματική μέσα από ηθικά διλήμματα, ο Πάνα τείνει φόρο τιμής πρωτίστως στο αγωνιστικό ανεξάρτητο σινεμά του διωκόμενου πατέρα του, εστιάζοντας όλη τη θλίψη στο πρόσωπο του πατέρα της ταινίας, με τη σπαρακτική ερμηνεία του Χασάν Μαντζουνί, που σιωπηλός και ανήμπορος, βλέπει τον γιο του να οδηγείται στην ξενιτιά. Η σονάτα D 959 για πιάνο σε λα μείζονα του Σούμπερτ -αναφορά στον Χάνεκε- που επαναλαμβάνεται ως μουσικό μοτίβο σε συγκεκριμένες σκηνές, χαρίζει ήχο στο βουβό κλάμα του πατέρα. Ωστόσο, την παράσταση κλέβει ο τσαχπίνης Ράιαν Σαρλάκ, στο ρόλο του μικρού γιου, χαρακτήρα που εξισορροπεί τη γενικότερη θλίψη με τα παιδικά του καμώματα. Η ταινία κλείνει τρυφερά αισιόδοξα, στο άκουσμα ενός λαϊκού ιρανικού ερωτικού τραγουδιού, που γεμάτος κέφι τραγουδάει ο μικρός παρασέρνοντας και τους απαρηγόρητους γονείς.

Πολύ δυνατή με εξαιρετικές ερμηνείες αποδείχθηκε στο Διαγωνιστικό και η ταινία «Η μεγάλη Απόδραση» του Αυστριακού Σεμπάστιαν Μάιζε.

Στη μεταπολεμική Γερμανία, εποχή που η ομοφυλοφιλία τιμωρείται με πολύμηνη φυλάκιση, ο αμετανόητος γκέι Χανς (Φραντς Ρογκόφσκι) φυλακίζεται ξανά και ξανά. Η ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσει στη φυλακή, με τον σκληροτράχηλο Βίκτορ (Γκέοργκ Φρίντριχ), που αποτελεί το μοναδικό σταθερό παράγοντα στη ζωή του, εξελίσσεται μέσα από ανάκατα φλασμπάκ, καλύπτοντας μια περίοδο πάνω από δυο δεκαετίες, μέχρι και το 1969, όπου και τελικά καταργήθηκε η περίφημη παράγραφος του νόμου 175, περί ποινικοποίησης του ομοφυλοφιλικού ερωτισμού.

Δίχως περιττά λόγια, μέσα από σιωπές και βλέμματα, ο Μάιζε καταφέρνει να εκφράσει συγκαλυμμένα τα πολύ δυνατά συναισθήματα μέσα στο σκοτεινό και ερεβώδες περίκλειστο περιβάλλον του αντρικού κόσμου της φυλακής. Εκεί όπου επινοούνται μυστικοί κώδικες για τα πάντα, φέρει μεγάλη σημασία το άναμμα ενός σπίρτου για το κάπνισμα τσιγάρου στο σκοτάδι και την παράνοια της απομόνωσης, ενώ ανάγεται σε ερωτική μυσταγωγία το τσίμπημα της βελόνας για ένα τατουάζ. Επικρατούν σκληρές εικόνες, σκοτάδι, τρομακτικοί ήχοι, ανάσες, ψίθυροι και οδυρμοί, αναπλάθοντας τη μοναξιά του αβάσταχτου εγκλεισμού που κάνει πιο απαιτητική τη λύτρωση μέσα από τη σεξουαλικότητα και τον έρωτα. Και όμως, η σκληρότητα ενός σχεδόν μονοχρωματικού και κλειστοφοβικού περιβάλλοντος, μέσα κυρίως από τις δυνατές ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών, αναδεικνύει έναν συγκαλυμμένο ρομαντισμό στο μισοσκόταδο. Η ελάχιστη χρήση μουσικής κυρίως από σόλο τρομπέτα θυμίζει τη γαλλική ταινία «Ο Προφήτης» (2009/Ζακ Οντιάρ), κλείνοντας παράλληλα το μάτι και στο «Φιλί της γυναίκας αράχνης» (1985/Έκτορ Μπαμπένκο). Εξαιρετική στο τέλος, η επιλογή της ζωντανής φρι τζαζ συναυλίας στο μπαρ με όνομα «The Great Freedom», ως μεταφορά για την εκρηκτική αίσθηση ελευθερίας, σε ένα τολμηρό ερωτικό μονοπλάνο στα βαθιά υπόγεια των σκοτεινών δωματίων.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!