Καίρια ερωτήματα ζητούν απαντήσεις

του Σπύρου Παναγιώτου

 

Υπάρχει μια τυπική πλευρά, που όμως δεν έχει δευτερεύουσα σημασία. Οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ), στη συνείδηση του λαού και της Αριστεράς, είναι επιλογές μη αποδεκτές. Παραπέμπουν συνειρμικά στα μνημονιακά χρόνια, που η οικονομική καταστροφή της κοινωνίας και της χώρας συνοδεύτηκε από την κατάργηση του Συντάγματος και της Βουλής.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αντιταχθεί σε αυτές τις πρακτικές σθεναρά όλα τα τελευταία χρόνια. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση είχε δηλώσει κατηγορηματικά ότι δεν θα καταφύγει σε τέτοιες πρακτικές. Η πρόεδρος της Βουλής είχε διαβεβαιώσει ότι αυτή η Βουλή δεν θα νομιμοποιήσει τέτοιες επιλογές. Με αυτή την έννοια, ακόμα και σε εξαιρετικά «έκτακτες περιπτώσεις» δικαιολογημένα τέτοιες επιλογές προκαλούν ερωτήματα και ενεργοποιούν αρνητικά αντανακλαστικά.

Είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να σκεφτόμαστε δυο και τρεις φορές τις συνέπειες των επιλογών μας. Δηλαδή, αν ένας δήμος, ένα ΤΕΙ ή ένα περιφερειακό νοσοκομείο δεν πειθαρχούσε στην ΠΝΠ, τι θα γινόταν; Θα βάζαμε τη διοίκησή του φυλακή; Ή είναι καλύτερο να χρεωθούμε και τη μεθόδευση και την αδυναμία εφαρμογής της;

Πολύ περισσότερο, που όπως αποδείχθηκε τα «χρήματα βρέθηκαν» πολύ σύντομα, σχεδόν παράλληλα με την υπογραφή της ΠΝΠ. Που σημαίνει, σχεδόν ομολογήθηκε από τον αρμόδιο υπουργό, ότι υπήρχε και άλλος δρόμος. Άλλωστε, το γεγονός της εξίσου σύντομης εισαγωγή της Πράξης στην Ολομέλεια της Βουλής, και ο διάλογος με τους αρμόδιους φορείς που προηγήθηκε, είτε σαν συνειδητοποίηση του λάθους είτε σαν αποτέλεσμα των πιέσεων που ασκήθηκαν, αποδεικνύει και αυτό την προσχηματική επίκληση του κατεπείγοντος. Κυρίως αποδεικνύει ότι η υποκρισία ορισμένων φορέων, όπως η ΚΕΔΕ, αντιμετωπίζεται και αποδυναμώνεται πιο αποτελεσματικά στο φως του δημοκρατικού διαλόγου. Αυτά, βέβαια, είναι η εύκολη πλευρά του θέματος. Δυστυχώς, όχι και η προφανής…

Υπάρχει, όμως, κάτι πιο ουσιαστικό. Είναι γνωστή η πιστωτική ασφυξία που έχει επιβληθεί στη χώρα πολύ πριν από τις εκλογές του Γενάρη, προετοιμάζοντας βέβαια ένα ναρκοθετημένο πεδίο για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ακόμα γνωστό ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που εξαναγκάζεται να πληρώνει τις διεθνείς (και εσωτερικές) της υποχρεώσεις, να αποπληρώνει δηλαδή ένα μη βιώσιμο χρέος, χωρίς να έχει καμιά δυνατότητα προσφυγής σε κάθε μορφής πίστωση. Η τακτική αυτή, όπως είναι πρόδηλο, αποτελεί θεμελιώδη επιλογή της τρόικας, ας λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, με φανερό σκοπό να οδηγηθεί η ελληνική κυβέρνηση με άδεια ταμεία, και με ελάχιστες κατ’ επέκταση άμυνες, στις καταληκτικές ημερομηνίες της διαπραγμάτευσης.

Η επίσημη επικρότηση της ΠΝΠ από τους «θεσμούς», αν δεν ήταν και απαίτησή τους, όπως γράφτηκε και δεν διαψεύσθηκε, πιστοποιεί ότι η τρόικα έχει κάθε συμφέρον να μαζευτεί όλο το «χαρτί», ακόμα και αυτό που σχετίζεται με ευρωπαϊκά προγράμματα (ΕΣΠΑ, χρηματοδότηση αγροτικής πολιτικής κ.λπ.) και να αποπληρώνονται κανονικά οι «δόσεις», ώστε να ξεμείνει η χώρα από κάθε ρευστότητα όσο πλησιάζει ο Ιούνιος. Οι «θεσμοί» καθόλου δεν ανησυχούν όσο η ελληνική οικονομία, υπό το καθεστώς της πιστωτικής ασφυξίας που της έχουν επιβάλει, έχει οδηγηθεί σε μια αναγκαστική εσωτερική χρεοκοπία, καθώς πέρα από μισθούς και συντάξεις έχει επιβληθεί «παύση πληρωμών» στον ιδιωτικό τομέα και στις δημόσιες συναλλαγές, τροφοδοτώντας και με αυτό το τρόπο το πάγωμα της αγοράς και τη ύφεση.

Για όσα, όμως, δεν ανησυχούν οι «δανειστές», θα έπρεπε να ανησυχούμε όλοι εμείς. Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου έρχεται να επιβεβαιώσει την πιστωτική και δημοσιονομική ασφυξία της χώρας. Όσο, όμως, παραμένει σαν επιλογή η κάτω από όρους αδιαλλαξίας και εκβιασμών εξυπηρέτηση ενός μη βιώσιμου χρέους και μάλιστα στο «διηνεκές», τότε ο κίνδυνος για την κοινωνία και τη χώρα γίνεται πιο ορατός. Και η ΠΝΠ μετατρέπεται σε επώδυνη επιλογή.

Γιατί ουσιαστικά μετατρέπει, έστω και μερικά, το διεθνές χρέος της χώρας σε εσωτερικό, και άρα τους όρους διαπραγμάτευσής του ή και τις συνέπειες μιας πιθανής αδιαλλαξίας εκ μέρους των δανειστών εξαιρετικά πιο καταστροφική. Στην πραγματικότητα αυτή η επιλογή ενδυναμώνει τη θέση της τρόικας, κατατρώγει σε βάρος της χώρας τη λεγόμενη χρονική ανάσα που συμφωνήθηκε μετά το Φλεβάρη και παραδίδει τη χώρα πιο ευάλωτη στις απαιτήσεις των τροϊκανών. Και όλα αυτά ανεξάρτητα από τις προβλέψεις, την αισιοδοξία ή τις αυταπάτες που μπορεί να υπάρχουν γύρω από την πορεία των διαπραγματεύσεων. Γιατί σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα κάθε διαπραγμάτευσης κρίνεται από το συσχετισμό δύναμης της κάθε πλευράς.

Με αυτή την έννοια, ο εσωτερικός δανεισμός για την εξασφάλιση των όρων ενδυνάμωσης της χώρας στην αντιπαράθεση με τους δανειστές της δεν είναι εξ ορισμού κακός. Να θυμηθούμε ότι πρώτος έκανε λόγο γι’ αυτό ο Μ. Γλέζος από τις περασμένες εκλογές και σηκώθηκε, αδικαιολόγητα, θύελλα αντιδράσεων. Μια τέτοια επιλογή, όμως, έχει προϋποθέσεις. Πρώτα απ’ όλα τη σαφή δέσμευση της κυβέρνησης για τα όρια των διαπραγματεύσεων. Την επίκληση και την ουσιαστική ενεργοποίηση και συμμετοχή του λαού και στη διαπραγμάτευση και στον καθορισμό των ιεραρχήσεων της κυβέρνησης. Την άρνηση όλων των πρακτικών που οδηγούν ή συμβάλλουν στον οικονομικό στραγγαλισμό και την αφαίμαξη της χώρας από τους διαθέσιμους πόρους. Την ιεράρχηση πολιτικών και μέτρων παραγωγικής ανασυγκρότησης και ικανοποίησης των εσωτερικών αναγκών της χώρας σαν πρώτη προτεραιότητα έναντι της ικανοποίησης των απαιτήσεων των δανειστών, όσο τουλάχιστον δεν ανοίγει η συζήτηση που θα καθιστά το χρέος βιώσιμο, με διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του.

Δυστυχώς, σε όλα αυτά υπάρχει ένα κάποιο έλλειμμα. Ή μήπως όχι;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!