«Βενεζουέλα θα μας κάνετε»: έτσι έλεγε προεκλογικά, απευθυνόμενος στο Σιν Φέιν,  ο Τζιμ Ο’Κάλαχαν – εκ των ηγετικών στελεχών του κεντροδεξιού Φιάνα Φόιλ που, μαζί με το επίσης κεντροδεξιό Φίνε Γκάιλ, μονοπωλούσε επί δεκαετίες την πολιτική ζωή της Ιρλανδίας [βλ. πλαίσιο]. Του ίδιου επιπέδου ήταν η κριτική που ασκούσε στο ανερχόμενο Sinn Féin και το μέχρι τώρα κυβερνών Φίνε Γκάιλ του απερχόμενου πρωθυπουργού Λίο Βαράντκαρ. «Αμετανόητοι τρομοκράτες» και «ακραίοι λαϊκιστές» ήταν μερικά από τα επίθετα με τα οποία φιλοδωρούσαν το ιστορικό κόμμα του αντιβρετανικού και σοσιαλιστικού-ρεπουμπλικανικού πατριωτισμού οι απόγονοι της συνθηκολόγησης του 1921 με τη Βρετανία. Οι οποίοι, στον αιώνα μας, κατέληξαν πολιτικοί υπάλληλοι της ευρωκρατίας και των πολυεθνικών, μετατρέποντας την Ιρλανδία σε φορολογικό παράδεισο για τις ελίτ.

Από κοντά και τα δεκανίκια του δικομματισμού, όπως το Εργατικό Κόμμα – το οποίο τελικά υπέστη την τύχη του ΠΑΣΟΚ, αφού οι Ιρλανδοί το θεώρησαν υπεύθυνο για την εισβολή της μνημονιακής τρόικας στη χώρα τους. Στις επιθέσεις εναντίον του Σιν Φέιν διέπρεψαν και οι Εργατικοί, κατηγορώντας το πρόγραμμά του ως «λαϊκίστικο και εθνικιστικό». Διότι έτσι είθισται να βαφτίζεται σήμερα όποιος επιχειρεί να απαντήσει στις αγωνίες της λαϊκής πλειοψηφίας, που στην Ιρλανδία παίρνουν οξεία μορφή με την αδυναμία πρόσβασης των λαϊκών τάξεων σε αξιοπρεπή κατοικία και σε υπηρεσίες υγείας…

Η λύση του κοινωνικού προβλήματος είναι οργανικά δεμένη με το εθνικό ζήτημα ενός κράτους καταδικασμένου να είναι κολοβό και δέσμιο ξένων – είτε Βρετανών είτε εκπροσώπων των παγκοσμιοποιημένων αγορών

Όμως τελικά όλη αυτή η καμπάνια έπεσε στο κενό, επιβεβαιώνοντας και με το παραπάνω τις προβλέψεις για αλματώδη άνοδο του Σιν Φέιν*. Προβλέψεις στις οποίες δεν φαινόταν να πολυέχει εμπιστοσύνη ούτε η ίδια η ηγεσία του, αφού θα μπορούσε να εκλέξει ακόμη περισσότερους βουλευτές εάν παρουσίαζε πλήρη ψηφοδέλτια σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες – κάτι που δεν έκανε. Ακόμη κι έτσι όμως η κάλπη έβγαλε το Σιν Φέιν πρώτο κόμμα, τιμωρώντας το κυβερνών Φίνε Γκάιλ, τη… συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση του Φιάνα Φόιλ και όλους τους μικρότερους σχηματισμούς (πλην των Πράσινων, που υπερδιπλασίασαν το ποσοστό τους).

 

Δύσκολο στοίχημα η επόμενη μέρα

Με το δεδομένο αποτέλεσμα, καμιά δικομματική συμμαχία δεν συγκεντρώνει τους 80 βουλευτές που χρειάζονται για να σταθεί μια νέα κυβέρνηση. Προεκλογικά τόσο το Φιάνα Φόιλ όσο και το Φίνε Γκάιλ δήλωναν ότι δεν θα συνεργαστούν «ποτέ» με το Σιν Φέιν. Μετεκλογικά, το Φιάνα Φόιλ φαίνεται να το σκέφτεται, ενώ ο απερχόμενος πρωθυπουργός Βαράντκαρ δηλώνει χαιρέκακα ότι αρκείται να είναι επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης ώστε να δει «πώς το Σιν Φέιν θα εφαρμόσει το ανεύθυνο πρόγραμμά του». Πράγματι, να υπόσχεσαι την κατασκευή 100.000 λαϊκών κατοικιών, την επαναθεμελίωση του δημόσιου συστήματος υγείας και (το… πιο ακραίο) ένα δημοψήφισμα για την επανένωση όλης της Ιρλανδίας, είναι ανεύθυνο – τουλάχιστον για τις «αγορές», που ήδη δείχνουν τα δόντια τους και απειλούν με μετακόμιση σε λιγότερο ανεύθυνες χώρες!

Αυτά είναι τα πραγματικά αγκάθια που θα αναγκαζόταν να αντιμετωπίσει το Σιν Φέιν εάν βρισκόταν, με οποιονδήποτε συνδυασμό, στα κυβερνητικά έδρανα. Διότι, πέραν της συνεχιζόμενης βρετανικής κυριαρχίας στον Βορρά, οι μνημονιακές πολιτικές και οι μεταμνημονιακές επιτηρήσεις από την ευρωκρατία κατέστησαν τον Νότο χώρο εξυπηρέτησης των πολυεθνικών και «υπόδειγμα» των συνεπειών της παγκοσμιοποίησης. Και μπορεί το μοντέλο αυτό να χειροτέρευσε κι άλλο τη ζωή των λαϊκών στρωμάτων –εκτοξεύοντας το κάποτε περιθωριακό Σιν Φέιν στην πρωτιά– αλλά έχει μετατραπεί πλέον σε δομικό συστατικό της χώρας. Άρα θα χρειαστούν πολύ περισσότερα από μια εκλογική επιτυχία για να έχει ευκαιρίες πραγματικής δοκιμασίας η αλλαγή που επαγγέλλεται το «εθνικιστικό και λαϊκίστικο» Σιν Φέιν.

Από την άλλη, γίνεται σαφές ότι μονάχα ένα πρόγραμμα που ανταποκρίνεται στις επείγουσες λαϊκές ανάγκες μπορεί να φέρει ελπίδες διεξόδου, χτυπώντας τον κυνισμό και την παραίτηση – αποτελέσματα της επιβολής ενός ισοπεδωτικού ατομικίστικου μεταμοντερνισμού. Πόσο μάλλον όταν καταδεικνύεται ότι η λύση του κοινωνικού προβλήματος είναι οργανικά δεμένη με το εθνικό ζήτημα ενός κράτους «καταδικασμένου» να μείνει κολοβό και δέσμιο ξένων – είτε Βρετανών είτε εκπροσώπων των παγκοσμιοποιημένων αγορών. Αν η απόπειρα απάντησης σε αυτά, δηλαδή ο συνδυασμός κοινωνικής δικαιοσύνης και ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας, βαφτίζεται (και) στην Ιρλανδία εθνολαϊκισμός, δεν πειράζει. Όπως δεν πειράζουν (αντίθετα, είναι έως και διασκεδαστικά) τα συγχαρητήρια της «αριστερής» πτέρυγας του κόμματος της παγκοσμιοποίησης για την επιτυχία του Σιν Φέιν. Ας παριστάνουν ότι δεν βλέπουν πώς η Ιστορία είναι παρούσα μέσω αυτών που παλεύουν –με νέες μορφές πλέον– για τη δικαίωσή της.

Επάνω, Βρετανοί στρατιώτες στη διάρκεια του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, οχυρωμένοι πίσω από έναν τοίχο που καλεί τους Ιρλανδούς να ψηφίσουν το Σιν Φέιν. Στο μέσο, εθελοντές του IRA (Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός). Κάτω, εκτέλεση αξιωματικού του IRA στη διάρκεια του εμφυλίου, από ιρλανδική κυβερνητική μονάδα ντυμένη και εξοπλισμένη από τους Βρετανούς

Η «παλιά» Ιστορία ακόμη βαραίνει

Τόσο το Φίνε Γκάιλ  (Fine Gael: «Η Φυλή των Ιρλανδών») όσο και το Φιάνα Φόιλ (Fianna Fáil: «Στρατιώτες του Πεπρωμένου») ανήκουν στην κεντροδεξιά οικογένεια. Τα χωρίζει όμως ιστορική έχθρα, καθώς στον εμφύλιο που ακολούθησε την αντιβρετανική Εξέγερση (1916) και τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (1919-1921) βρέθηκαν σε αντίθετα στρατόπεδα. Το Φίνε Γκάιλ συνεργάστηκε με τους Βρετανούς για να επιβάλει την Αγγλοϊρλανδική Συνθήκη του 1921, την οποία οι ριζοσπάστες και σοσιαλιστές ρεπουμπλικάνοι θεώρησαν προδοτική.

Το Φιάνα Φόιλ, από την άλλη, σχηματίστηκε από ηγετικά στελέχη του Σιν Φέιν μόλις το 1926, λόγω διαφωνίας με την πολιτική αποχής από το υπό βρετανική επικυριαρχία ιρλανδικό κοινοβούλιο – πράγμα που σημαίνει ότι στον αιματηρό εμφύλιο που προηγήθηκε οι μετέπειτα ιδρυτές του Φιάνα Φόιλ συμμετείχαν, μέσα από τις τάξεις του IRA, στον πόλεμο εναντίον των Ιρλανδών συνεργατών των Βρετανών. Η ιστορική αυτή έχθρα βάραινε επό 90 χρόνια, εμποδίζοντας τη μεταξύ τους συνεργασία. Μόλις το 2016, υπό την πίεση των «αγορών», σχηματίστηκε για πρώτη φορά κυβέρνηση του Φίνε Γκάιλ με τη στήριξη του Φιάνα Φόιλ.

Τα μικρότερα ιρλανδικά κόμματα (Εργατικό κ.ά.) είχαν πάντα «συμπληρωματικό» ρόλο στο δικομματικό αυτό σύστημα. Όσον αφορά το Σιν Φέιν, μετά την ήττα του IRA στον ιρλανδικό εμφύλιο και ιδίως τη διάσπαση του 1926, έχασε την επιρροή του στον ανεξάρτητο Νότο και επικεντρώθηκε στον αντιβρετανικό αγώνα στη Βόρεια Ιρλανδία. Ανέκαμψε σταδιακά στην ανεξάρτητη Ιρλανδία μόνο τα τελευταία 20 χρόνια, μετά τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα από τον IRA.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!