Αρκετή συζήτηση γίνεται τελευταία για την απουσία προετοιμασίας του ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει το 2015, κάτι που αναδεικνύεται ως σοβαρός λόγος για τις παλινωδίες της περιόδου. Από την άλλη μεριά, η διαφημιστική καμπάνια της Ν.Δ. για τις 100 πρώτες μέρες διακυβέρνησης, φιλοτεχνεί ένα άλλο πρόσωπο, αυτό ενός πολύ καλά προετοιμασμένου κυβερνητικού σχήματος και ενός ικανού και αποτελεσματικού πρωθυπουργού. Σε αντίθεση, υποτίθεται, με τον «λαϊκισμό» και τον τυχοδιωκτισμό των Τσίπρα, Βαρουφάκη, ιδιαίτερα το πρώτο εξάμηνο του 2015. Γιατί, από το δεύτερο εξάμηνο εκείνης της χρονιάς, όλοι μαζί έβαλαν πλάτη ψηφίζοντας το τρίτο μνημόνιο που οδήγησε στη σημερινή «κανονικότητα».

Η επιφανειακή και βολική αντιπαράθεση των δύο παρατάξεων, λειτουργεί αποπροσανατολιστικά από τα κεντρικά ζητήματα. Δεν φωτίζει βέβαια καθόλου τις παρεμβάσεις και τα πραξικοπήματα της Τρόικας, την εποχή του Χίλτον, τα 99 χρόνια ΤΑΙΠΕΔ, τη Συμφωνία των Πρεσπών, τα hotspots και τη γκριζοποίηση των νησιών του Αιγαίου δια του Προσφυγικού, και τόσα άλλα.

Οι υπογραφές έχουν μπει από τους υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ και η «συνέχεια του κράτους» έρχεται μέσω της αυτοδύναμης Ν.Δ. Τότε, οι του ΣΥΡΙΖΑ με πρώτο τον Τσίπρα, δήλωναν ότι δεν ήθελαν το Μνημόνιο αλλά ήταν υποχρεωμένοι να το τηρούν κατά γράμμα, αφού το υπέγραψαν. Τώρα, ο Μητσοτάκης αναγκάζεται να ακολουθήσει την μέθοδο Τσίπρα. Στο Προσφυγικό, για παράδειγμα, εμφανίζεται κι αυτός «αναγκασμένος» να ανοίξει πολλά hotspots σε όλη την Ελλάδα.

Κι από τους δύο πυλώνες του πολιτικού συστήματος, γίνεται αποδεκτό το γενικό πλαίσιο που επιβάλλουν οι επικυρίαρχοι. Εντός αυτού του πλαισίου αντιμάχονται για το ποιος θα κυβερνά και ποιος θα «αντιπολιτεύεται». Με το αζημίωτο και οι δύο, αδιαφορώντας για τη χώρα.

Το ερώτημα όμως επανέρχεται, και είναι καίριο: Είμαστε αλήθεια έτοιμοι, και για ποιο πράγμα; Έχουμε συναίσθηση των όσων έρχονται ή κυριαρχεί η αφασία;

Για παράδειγμα, ο νέος γύρος του Προσφυγικού αντιμετωπίζεται ως δυσκολία που ίσως πρόκυψε από μια τυχαία συγκυρία ή ένα φυσικό φαινόμενο. Καθόλου ως συνέπεια ενός εν εξελίξει πολέμου που διεξάγεται, ούτε ως άμεση επίπτωση των επεκτατικών ορέξεων της Τουρκίας επί της Ελλάδας. Ούτε καν βγαίνουν συμπεράσματα από το πώς διεξάγονται οι επιχειρήσεις και οι αναμετρήσεις σε όλα τα μέτωπα.

Καμαρώνουν ως ο καλύτερος φίλος μιας μεγάλης δύναμης, των ΗΠΑ, που όμως μαστίζεται από μια βαθιά κρίση. Ή ως «πλήρες και ισότιμο» μέλος της ευρωπαϊκής συμμαχίας, που κι αυτή σπαράσσεται και υποβαθμίζεται. Και μάλιστα, όταν πολλαπλά παραδείγματα δείχνουν ότι όλοι υπολογίζουν πολύ την Τουρκία και ελάχιστα την Ελλάδα.

Όλα δείχνουν ότι πρέπει να πρυτανεύσει ο «ρεαλισμός», δηλαδή η συνθηκολόγηση. Ο συμβιβασμός στο τιμόνι. Πολιτικά, δηλαδή, η υποτέλεια ως όρος ύπαρξης. Με εθελοντική παράδοση όσων βαθμών κυριαρχίας έχουν απομείνει. Η Γιουγκοσλαβία από καιρό δεν υπάρχει. Η Σερβία δεν έχει πλέον πρόσβαση στη θάλασσα. Τώρα, Ελλάδα και Κύπρος τείνουν να μετατραπούν σε κάτι διαφορετικό από «πλήρη και ισότιμα μέλη της Ε.Ε.». Πεδία βολής στα οποία «ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι». Κι όχι μόνο μεταφορικά.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!