του Γιάννη Σχίζα

Τι ήταν το Πάσχα στην παλιά Αθήνα; Αυτό είναι ένα ερώτημα , που εμπεριέχει μεγάλες δόσεις… χωροταξικής και πολεοδομικής ανάλυσης! Γιατί το Πάσχα ήταν αδιαχώριστο από τις γενικότερες συνθήκες «συγκέντρωσης» και σίτισης, μέσα στις οποίες ζούσαν οι άνθρωποι της πόλης και των περιχώρων.

Το Πάσχα εκείνα τα χρόνια «πήγαινε κουτί» με την αραιοκατοίκηση της πόλης, είχε πολλές εκκλησίες με κοινό αφοσιωμένο στους ενορίτικους δεσμούς, είχε θέαμα και σαματά πάσης φύσεως. Είχε μεγάλες δόσεις μεταφυσικής, ήταν γιορτή που οι παραβιάσεις της νηστείας εθεωρούντο σοβαρό ατόπημα ενάντια στον θρησκευτικό ευπρεπισμό και υφίσταντο κοινωνικές κυρώσεις.

Το Πάσχα είχε μεγάλη περίοδο προετοιμασίας, όμως μια συγκεκριμένη ώρα, εκεί γύρω στις 12 τα μεσάνυχτα του Μ. Σαββάτου, η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι – νόμιζες ότι ήσουν στη ζώνη κάποιων πολεμικών επιχειρήσεων! Οι εξέδρες όπου ήταν τοποθετημένοι οι Παπάδες και τα Παπαδάκια έδιναν το σύνθημα, οι καμπάνες ηχούσαν σαν τρελές με το «Χριστός Ανέστη» να μισακούγεται και οι πιστοί μετά 5 λεπτά (κατά πλειοψηφία) να απέρχονται στα σπίτια τους για να γευθούν τη μαγειρίτσα, αφού προηγουμένως με το φως της λαμπάδας χάραζαν ένα μαύρο σταυρό στον τοίχο του σπιτιού. Μετά από μια καταπιεστική περίοδο νηστείας, με τους οδοιπόρους και ασθενείς να εξαιρούνται, τα πνεύματα ήταν έτοιμα για να υποδεχθούν μιαν ασύδοτη πρωτεϊνοφαγία. Αφήνουμε πάντως στην άκρη τους πολύ φτωχούς, που δεν υπηρετούσαν τα τραπεζώματα των μικρομεσαίων και έψαχναν να βολευθούν με τίποτε συγγενείς ή φίλους.

Η κατεξοχήν ημέρα του Πάσχα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Στους αθηναϊκούς ελεύθερους χώρους της πόλης και των περιχώρων έβλεπες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 κοκορέτσια και αρνιά να περιστρέφονται «ιδιοχείρως» από καταϊδρωμένους σουβλιστές, που κατά τα άλλα εισέπρατταν εκείνες τις υπέροχες και χορταστικές –μέχρις πλήρους κατευνασμού!– οσμές. Εδώ κι εκεί άκουγες τραγούδια που φανέρωναν μιαν απέραντη νοσταλγία της υπαίθρου και μπορούσες να ξεχωρίσεις «χοντρικά» την επαρχιώτικη προέλευση των συνδαιτυμόνων, ενώ ακόμη δεχόσουν προσκλήσεις για φαγοπότι από ανθρώπους άγνωστους… Κι όλα αυτά διαδραματίζονταν στα πλαίσια μιας προ-κρεοφαγικής και προ-χοληστερινικής κοινωνίας, όπου ακόμη και οι αυτοσχέδιοι αθλητές τύπου Τρομάρας έκαναν το νούμερό τους και ζητούσαν τη βοήθεια του κοινού «για τη φασολάδα του αθλητή»…

Έπειτα ήλθε η «πόλη της αντιπαροχής», οι μεγάλες αυλές που φιλοξενούσαν πολλούς κατοίκους χάθηκαν, οι αλάνες χτίστηκαν και τα παλιά γήπεδα ποδοσφαίρου έγιναν δυσεύρετα. Τα εισοδήματα της πρώτης μεταπολεμικής αναπτυξιακής φάσης άρχισαν να διοχετεύονται σε κατευθύνσεις «κεντρόφυγες», οι αργίες έγιναν ευκαιρίες απόδρασης από το αστικό περιβάλλον, ενώ κοντά στην «πρόχειρη» ήρθε και η «δομημένη φυγή»: Τα εξοχικά των μικρομεσαίων ξεκίνησαν από πρόχειρες γενικά κατασκευές για να μετατραπούν σε δομές «ανακτορικών» φαντασιώσεων – με πλείστους όσους ευκατάστατους να χτίζουν πολυώροφα κυκλαδίτικα (!) ή ελβετικά σαλέ σε άνυδρα Μεσογειακά τοπία (!), ή γενικώς σπιταρόνες των δέκα υπνοδωματίων, γιατί έτσι μπορούσαν να εξωτερικεύσουν την κοινωνική επιτυχία… Το Πάσχα πέρασε στα αζήτητα ή έγινε μια τελετουργία «οικολογική», με τα στεφάνια, τους ύμνους των εκκλησιών και τις οσμές να κυριαρχούν, χωρίς όμως και να εμποδίζουν τις κυρίες από το να φροντίζουν τη σιλουέτα τους.

Δε βαριέσαι, οι καιροί ου μενετοί, «ο χρόνος ο παρών κι ο παρελθών χρόνος – ίσως κι οι δυο να ‘ναι παρόντες στον μέλλοντα χρόνο» – με τους στίχους του Έλιοτ και άλλα τινά μπορεί να καταπραΰνουμε τις ελλείψεις που έχουμε από τη παρούσα ζωή, εν αναμονή μιας ιστορικής επανάληψης. Κατά τα άλλα, αν θέλουμε να σημειώσουμε τη θρησκευτική παράδοση γειτονικών λαών, έχουμε το μοντέλο της «Μαύρης Παναγίας» και του «Μαύρου Χριστού» από τη Κεντρική Ιταλία. Γράφω αυτά γιατί είναι η μεγαλύτερη παραδοξότητα που βίωσα στις κατά καιρούς επισκέψεις μου στην Ιταλία, που ακόμη δεν γνωρίζω αν ή πώς συνδέεται με το Πάσχα…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!