του Νίκου Σταθόπουλου

Δεν υπάρχει πιο συγκλονιστικό πένθος από κείνο που συνδυάζει τη θλίψη της απώλειας με τη χαρά της εμπειρίας του ανθρώπου που «φεύγει», την άτρεπτη λύπη για τον θάνατο με τη σχεδόν ευαγγελική ευφροσύνη γιατί ο νεκρός υπήρξε και έπαιξε ρόλο στη νοηματοδότηση της ζωής. Κι όταν αυτά συμπέσουν με την «ταπεινότητα» της κοινωνικής αναφοράς και το πάθος για ατελείωτο παιχνίδι, τότε είσαι σίγουρος ότι πέθανε ένας Μύθος.

Ο ΝΤΙΕΓΚΟ ΑΡΜΑΝΤΟ ΜΑΡΑΝΤΟΝΑ δεν είναι πια ανάμεσά μας, και η βουβαμάρα των γηπέδων αντανακλά το στοχαστικό άγχος μιας συνείδησης που δεν το μπορεί να λιγοστεύουν οι Αλήτες, που δεν το ανέχεται να ευπρεπίζεται ό,τι ανήκει μόνο στην επικράτεια του ανατρεπτικού απρόβλεπτου. Ο Μαραντόνα έπεισε και τον πιο δύσπιστο ότι η γοητεία γίνεται εκρηκτικός έρωτας όταν το «ταλέντο» ανασύρει στην επιφάνεια όχι την «ατομική δυνατότητα» (αυτό έχει «αποδειχθεί» πολλάκις…) αλλά το κοινωνικό βάθος της προσωπικής μαγείας, δηλαδή όταν ο «ήρωας» επιμένει να δηλώνει ως καταγωγή και τόπο κατοικίας την παραγκούπολη! Και ο Σόκρατες ήταν «παιδί του λαού» και «αριστερός επιστήμονας», αλλά δεν λατρεύτηκε, ακριβώς γιατί ως συγκεκριμένος ανθρωπότυπος αποστασιοποιήθηκε από το ενεργό πάθος και άλγος των κατατρεγμένων, στάθηκε ευμενώς απέναντι και δεν «συμμερίστηκε» τα όρια και τις αντοχές και τις εσωτερικές συγκρούσεις.

Ο Γκαλεάνο είχε χαρακτηρίσει τον Ντιέγκο «εφευρέτη εκπλήξεων», αναδεικνύοντας το «ανεξήγητο» ταλέντο του να επινοεί τα απίθανα μέσα στο γήπεδο, αλλά και σηματοδοτώντας υπαινικτικά την εγγενή αρετή των Αλητών ως προς το «σύνδρομο του απροσκύνητου». Αυτοί οι σπάνιοι «τύποι», κατά κανόνα «παιδιά κατώτερου θεού» κοινωνικά, βιώνουν την αλητεία ως χρέος τιμής απέναντι στους ταξικά «ομοίους», και αν τύχει και αποκτήσουν και πολιτική συνείδηση τότε το «εγώ δεν ξεχνώ την καταγωγή μου» ξεπερνά την ηθικολογική λεβεντιά και μετασχηματίζεται σε μια διαρκή συνειδητή «αγένεια» προς κάθε στερεότυπη σύμβαση της συστημικής συνοχής.

Στο πονεμένο σαρκίον του μυθικού ζογκλέρ, συναντιούνται και αναμετρώνται η αλλοτρίωση και η υπέρβαση, το επάγγελμα και η ερασιτεχνία των ουτοπιών, η κούραση από τη φαβέλα και η προσδοκία μιας απολαυστικής ευμάρειας με τη σταυρική αγάπη για τον πάσχοντα συνάνθρωπο… Μα τι περιμένατε από έναν «εφευρέτη εκπλήξεων»;

Οι μιντιακοί μπράβοι του συστήματος μιλούσαν «φρικιώντας» για το «άκοσμο ύφος» και την «προσβλητική έπαρση» του Ντιέγκο: Δεν εννοούσαν, όμως, το «λαϊκό ύφος» αλλά την πρακτική απόρριψη των τύπων που θεσπίζει «αντικειμενικά» το σταριλίκι, την «εμμονή» του να μην έχει ως επωδό κάποιο «ειρήνη κι αφοπλισμός, Παναγία μου» αλλά μια κάποια εκδοχή του «καταστατικού» venceremos! Με δικό του κόστος επέβαλε αγώνα για την εγχείριση ενός παιδιού σε συνοικιακή αλάνα, και κανείς δεν μίλησε για «διαφημιστικό τρικ» ακριβώς γιατί το όλο «στήσιμο» του Ντιέγκο ανέδυε τη δεσμευτική αύρα της οργανικότητας ως προς τα ιδανικά και τα όνειρα που επικαλούνταν. Ένας Μάρλον Μπράντο των γηπέδων! Και απέναντί του μια ποικιλώνυμη ελίτ που τον ήξερε ο Ντιέγκο τον «πολιτισμό» τους από τότε, όπως του μάθαιναν στο καλύβι που γεννήθηκε, που το βράδυ που πέθανε η Εβίτα Περόν γέμισαν του τοίχους με το σύνθημα «Ζήτω ο καρκίνος»!

Δεν είναι πια ο «εκκεντρικός», αλλά κανονικά και διαρκώς ο «αντάρτης», με μια παρτιζάνικη κουλτούρα ακατέργαστη και για τούτο άκρως επικίνδυνη για τους κρατούντες. Ο αυθεντικός Αλήτης δεν βρίσκει ησυχία σε καμιά συστημική θαλπωρή και καβάτζα, και ψάχνει τη ζωντάνια του μέσα στις ίδιες τις αντιφάσεις του από τις οποίες δεν ξεκόβει ποτέ αφού ενώ ταράζει τα νερά της σάπιας λίμνης δε νιώθει Τσε αλλά παθιασμένος οπαδός του. Η αυτογνωσία του είναι ο πυρήνας της ομορφιάς του, κι αυτή η αυτογνωσία του κάνει μαρτυρική τη ζωή, τον τραβάει ανίκητα από το σνιφάρισμα στο «ξίδι» κι από αυτά στη μέθη της τιμιότητας να συστρατευτεί με τους «καλούς». Δεν ανέβηκε σε άμβωνα, δίνοντας κερδοφόρο διδακτισμό στη δημαγωγία του, αλλά έκανε ό, τι μπορούσε «να μην ξεχαστεί κάτω από το χώμα η γιορτή»! Κακά τα ψέματα, είχε ένα μοντέρνο ιεραποστολισμό με την (βλάσφημη) έννοια μιας συνεχούς μετάβασης από τον Σαούλ στον Παύλο (και αντίστροφα) μέσα στο σχήμα του Μαζικού Θεάματος, άρα έσπαγε τα στεγανά αμαρτίας-αρετής και έκανε ρεαλιστική την προοπτική της καθολικότητας.

Έλειπες από την ομάδα μας…

ΣΤΟ ΠΟΝΕΜΕΝΟ ΣΑΡΚΙΟΝ του μυθικού ζογκλέρ, συναντιούνται και αναμετρώνται η αλλοτρίωση και η υπέρβαση, το επάγγελμα και η ερασιτεχνία των ουτοπιών, η κούραση από τη φαβέλα και η προσδοκία μιας απολαυστικής ευμάρειας με τη σταυρική αγάπη για τον πάσχοντα συνάνθρωπο… Μα τι περιμένατε από έναν «εφευρέτη εκπλήξεων»; Στο πρόσωπό του συμβαίνει εμφατικά μια καίρια αποτυχία του Θεάματος και της Βιομηχανίας της Αλλοτρίωσης: Η δική τους εντελέχεια είναι να συσκοτίσουν την κοινωνική αθλιότητα, να μοντάρουν μια οφθαλμαπάτη όπου θα «σαγηνεύονται» τα πλήθη των δυνάμει σαρωτικών Αβράκωτων. Και είναι αυτοί ακριβώς οι τρομεροί descamisados («οι άνθρωποι χωρίς πουκάμισα», τα μέλη της εργατικής τάξης) της τωρινής Λατινικής Αμερικής που θρηνούν για τον θάνατό του, αναπαράγοντας με όρους και πνεύμα Μαζικής Δημοκρατίας τον σπαραγμό των δούλων για τον θάνατο του Σπάρτακου! Κι όποιος δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει…

Αυτός ο μικροκαμωμένος και αλαζονικός βιρτουόζος της μπάλας, αντί να εκπληρώσει με συνέπεια το ακριβοπληρωμένο ρολάκι του «φτωχού που δικαιώνει το αμερικανικό όνειρο», αυτός ο «τσόγλανος» πήγε και κουβάλησε τους προβολείς στις παραγκουπόλεις, στην πεινασμένη φτωχολογιά, στις αδικημένες και απειλούμενες πατρίδες, πήγε κι έκανε τατουάζ (έξυπνα διαδεδομένη «ατομική καλλιτεχνία» ενσωματώσιμης προσωπικής «διαφορετικότητας») τον Γκεβάρα στο μπράτσο και τον Φιντέλ στην κνήμη, πήγε και «σιχτίρισε» τον Πάπα που κλαψούριζε επικοινωνιακά για την πείνα στον κόσμο και «δεν πούλησε μια από τις χρυσές στέγες του Βατικανού», συναντιόταν με τον «κουβανό Σατανά» και με τον «επάρατο» Τσάβες και όχι με στίλβουσες περσόνες του αμερικανικού κατεστημένου.

Ήταν λοιπόν «υπόδειγμα επαναστάτη»; Ε όχι δα! Μα, από την άλλη, σε τι ακριβώς συνίσται η «επαναστατικότητα»; Σε τι, αν όχι σε μια ασυμβίβαστη παρόρμηση να τα «κάνεις όλα λαμπόγυαλο» αποσταθεροποιώντας μια «τάξη» που σε θέλει ατσαλάκωτο ώστε να τσαλακώνει εν ψυχρώ εκατομμύρια συνειδήσεις απόκληρων και αποκλεισμένων; εντός της χλιδάτης βιτρίνας της αθλητικής μπίζνας, αλλά με τροπικότητες που έδειχναν το μάταιο και ξεσκέπαζαν το οριακό, που βεβαίωναν ότι αυτή η ευτυχία είναι μια απάτη και ότι το «τόπι» που φεύγει από την αλάνα και το βασίλειο της παιγνιώδους παιδικότητας γίνεται μια φάμπρικα μοναξιάς, χειραγώγησης, θανάτου…

Ο ΜΑΡΑΝΤΟΝΑ βυθίστηκε στις αντινομίες της «κατώτερης τάξης» και δεν τις εκλογίκευσε, με αποτέλεσμα να ακυρώσει τους χειριστικούς αλγόριθμους του συστήματος και να απελευθερώσει με όρους καταξίωσης το ανεξέλεγκτο αυθόρμητο του υποκειμένου: Δηλαδή «το βρήκαν» από κει όπου έχουν επενδύσει την εξουσία τους! Άλλωστε, αρέσει δεν αρέσει στους «σοβαρούς» και τους «φρόνιμους», το «χέρι του Θεού» μόνο στις φαβέλες μπορεί να «φυτρώσει»! Πάντα σημασία έχει το τόπι να σκίζει τα δίχτυα της κάθε «Αγγλίας»!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!