Η νεανική περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας «Φονικές Μηχανές» (2018), λανσαρίστηκε με το όνομα του διάσημου παραγωγού της, του Νεοζηλανδού Πίτερ Τζάκσον, θρυλικού σκηνοθέτη της τριλογίας τού «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» (2001-2003), ο οποίος από το 2009 είχε αγοράσει τα δικαιώματα του πρώτου βιβλίου της σειράς νεανικών μυθιστορημάτων φαντασίας του Άγγλου Φίλιπ Ριβ, στο οποίο βασίζεται η ταινία. Τη σκηνοθεσία ανέθεσε στον συμπατριώτη και στενό του συνεργάτη Κρίστιαν Ρίβερς, εξπέρ στα ειδικά εφέ -Όσκαρ στην ταινία τού Τζάκσον «Κινγκ Κονγκ» (2005)- ενώ χρησιμοποίησε και αρκετούς συντελεστές από τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» και το «Χόμπιτ», μεταφέροντας την επιμελημένη εικαστικά, παραμυθένια αισθητική εποχής και σε ταινία επιστημονικής φαντασίας.

Στην επόμενη χιλιετία, ο ψηφιακός πολιτισμός του 21ου αιώνα αφανίζεται, μετά από την ολοκληρωτική καταστροφή του «Πολέμου των Εξήντα Λεπτών» -τόσο διήρκεσε- αφήνοντας τη Γη άγονη και δηλητηριασμένη. Οι κοινωνίες των επιζώντων οργανώθηκαν σε μεγάλες κινούμενες πόλεις-οχυρά, για αναζήτηση τροφής και καύσιμης ύλης, σε μια εποχή βασισμένη εκ νέου στις αρχές της θερμοδυναμικής. Στην αυγή της «Εποχής των Μεγάλων Πόλεων-Κυνηγών της Δύσης», με καθιερωμένο ολιγαρχικό σύστημα τον «Δημοτικό Δαρβινισμό», οι μετακινούμενες πολιτείες που μοιάζουν με τεράστια θωρηκτά, με φουγάρα που καπνίζουν, προμηθεύονται παλιοσίδερα και απαραίτητες πρώτες ύλες, όπως το κάρβουνο, από πόλεις που αιχμαλωτίζουν, σε έναν παρατεταμένο πόλεμο νέας μορφής, διαιωνίζοντας ουσιαστικά την παλιότερη αποικιοκρατική πολιτική.

Σε μια μεταφορά της παροιμίας «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», η εισαγωγική σκηνή ανοίγει με το κινούμενο πάνω σε γιγαντιαίες ερπύστριες μητροπολιτικό Λονδίνο να καταδιώκει μια ανεξάρτητη μικρή βαυαρική πόλη μεταλλωρύχων που μάταια προσπαθεί να ξεφύγει, για να τη μετατρέψει σε καύσιμη ύλη και να χρησιμοποιήσει τους κατοίκους της για εργατικό δυναμικό.

Κατά την αιχμαλωσία της νέας πόλης, ο νεαρός Τομ Νάτσγουόρθι (Ρόμπερτ Σίχαν), ιστορικός του Μουσείου του Λονδίνου, με ειδίκευση στην αρχαία ψηφιακή τεχνολογία, στέλνεται στις μάντρες της «Χώνευσης», για να συλλέξει «αρχαιότητες» για το Μουσείο, όπως κυκλώματα, καλώδια, σκληρούς δίσκους, κ.ά. Εκεί, συναντά τον δημοφιλή Διοικητή Ταντέους Βαλεντάιν (Χιούγκο Γουίβινγκ) και γίνεται μάρτυρας της δολοφονικής του απόπειρας, από την Έστερ Σο (Χέρα Χίλμαν), μια λυγερόκορμη κοπέλα, με πρόσωπο καλυμμένο με μαντήλι, που σχεδίαζε από καιρό να τον εκδικηθεί, επειδή είχε δολοφονήσει την μητέρα της, την αρχαιολόγο Πανδώρα Σο. Ο Τομ αποκρούει την Έστερ και την κυνηγάει ανάμεσα στα γιγάντια αλυσοπρίονα, που τεμαχίζουν την πόλη. Μέσα στο χαμό, πέφτουν και οι δυο στο χωνευτήρι και αποβάλλονται έξω από το Λονδίνο. Συνειδητοποιώντας ο Τομ πως τον έσπρωξε ο Βαλεντάιν, ακολουθεί την Έστερ και προσπαθούν να επιβιώσουν σε έναν κρανίου τόπο, όπου δέχονται νυχτερινή επίθεση από τους αγριεμένους Νότιους ρακοσυλλέκτες και βρίσκονται αιχμάλωτοι στο σκλαβοπάζαρο του Ραστγουότερ. Εκεί, συναντούν την καταζητούμενη Άννα Φανγκ (Τζιχάε Κιμ), ηγετικό μέλος της αντιστασιακής ομάδας του Συνασπισμού Αντικίνησης, ενάντια στις κινούμενες πόλεις, που καταβροχθίζουν τους πόρους της Γης. Σε μια εντυπωσιακή απόδραση, οι πρωταγωνιστές καταλήγουν στο κομψό αερόπλοιο της Φανγκ και πετούν ως την εναέρια πόλη Ερχέιβεν, με τα χιλιάδες αερόστατα, όπου συναντούν τα υπόλοιπα μέλη της Αντικίνησης του Σαν Γκουό, Ινδούς, Τζαμαϊκανούς και Ασιάτες, πολυεθνική φυλετική συνοχή που όχι μόνο εμπνέεται από την βρετανική πολυπολιτισμικότητα, αλλά εκπροσωπεί την ενότητα του διεθνούς ομοσπονδιακού στόλου, στα πρόθυρα πολέμου, έτοιμου να αντιμετωπίσει τις καταστροφικές βλέψεις του φιλόδοξου Βαλεντάιν, που ανασυνθέτει το επικίνδυνο αρχαίο κβαντικό όπλο «Μέδουσα». Καταφθάνει όμως ο Σράικ, ένας ανίκητος σάιμποργκ-κυνηγός επικηρυγμένων, καταδιώκοντας την Έστερ, επειδή αθέτησε μια παλιά υπόσχεσή της…

Η εξαιρετικά επιμελημένη σκηνογραφική άποψη εκφράζει μια φουτουριστική αισθητική, με ενδυματολογικές επιρροές από τον 19ο αιώνα και αρχιτεκτονικά στοιχεία με αναφορές στο αρ νουβό. Οι τεράστιες τρακτερωτές μηχανικές πόλεις, με ειδικές ερπύστριες και δαγκάνες που θυμίζουν τα σημερινά γιγάντια εξορυκτικά τρυπάνια που πληγώνουν τη γη, απεικονίζονται εντυπωσιακές, μέσα από πλάνα γεμάτα βιομηχανικά στοιχεία, μοχλούς και γρανάζια, που εποπτεύουν χιλιάδες εργάτες, σε μια αισθητική που ανακαλεί τον ενθουσιασμό του σοβιετικού σινεμά για την ισχύ των μηχανών. Εδώ, επανέρχεται αντίστοιχα η κατασκευαστική αισθητική πρώιμου καπιταλισμού των αρχών του 19ου αιώνα, καθώς και η αρχιτεκτονική αισθητική του Πύργου του Άιφελ (1889), με χάλκινα στοιχεία και στρογγυλά φινιστρίνια, που παραπέμπουν στο πνεύμα του Ιούλιου Βερν, ανακαλώντας και τη φουτουριστική φανταστική ταινία «Το αστέρι του Βορρά» (2007/Κρις Βάιτς).

Σε στριφογυριστές λήψεις, με κάμερα από ψηλά, αποτυπώνεται το εντυπωσιακό αμυντικό συμμάζεμα της κινούμενης πόλης στην καταδίωξη, όπου αλλάζει άρδην η κατασκευαστική δομή, καθώς οχυρώνεται, μαζεύοντας αυτομάτως με πτυσσόμενους μηχανισμούς κιόσκια, τέντες, μπαλκόνια, σκάλες και γεφυράκια. Με μακρινές συγγένειες από το ρωσικό παραμύθι με την περιστρεφόμενη καλύβα της μάγισσας Μπάμπα Γιαγκά, πάνω σε πόδι κότας, αλλά και με την ταινία κινουμένων σχεδίων «Το κινούμενο Κάστρο» (2004/Χαγιάο Μιγιαζάκι), αυτή η ευμετάβλητη μηχανοκίνητη αισθητική ανακαλεί και τις ταινίες των «Τρανσφόμερς», (2007-2017/Μάικλ Μπέι).

Προσεγμένο είναι και το κόκκινο αερόπλοιο της Φανγκ, με φτερά σχήματος νυχτερίδας, όπως οι ιπτάμενες κατασκευές του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ενώ το υποεδάφιο θωρακισμένο τρακτερωτό όχημα των ρακοσυλλεκτών δανείζεται ζωόμορφα στοιχεία από το οστεώδες φολιδωτό κέλυφος των σκαπτικών αρμαντίλλο. Αντίστοιχα, ο γενειοφόρος ράστα οδηγός, με χοντρά κοκάλινα γυαλιά, παραπέμπει στην αντιστασιακή οικολογική ομάδα στο «Ντελικατέσεν» (1991/Ζαν-Πιερ Ζενέ, Μαρκ Καρό).

Ακολουθώντας εξίσου τις σύγχρονες νεανικές ταινίες επιστημονικής φαντασίας, με δραστήριες πρωταγωνίστριες, όπως «Αγώνες Πείνας» (2012/Γκάρυ Ρος), «Η τριλογία της απόκλισης: Οι διαφορετικοί» (2014/Νιλ Μπέρτζερ), αλλά και η διαστημική επική ταινία του Πολέμου των Άστρων «Rogue One» (2016/Γκάρετ Έντουαρντς), η δυναμική γαλανομάτα Έστερ έχει όνομα που παραπέμπει στον οξυδερκή νομπελίστα Ιρλανδό δραματουργό Τζο Μπέρναρντ Σο (1856-1950), ενώ σε αντίθεση με τον συμπληρωματικό χαρακτήρα του πολυλογά Τομ, παρουσιάζεται και λιγομίλητη, με μπλε ραφ μακρύ παλτό εποχής, λυτά μακριά καστανά μαλλιά και κοκκινωπό φουλάρι που καλύπτει το σημαδεμένο της πρόσωπο. Ακολουθώντας την ανδρόγυνη αισθητική του ’80, η ασιατική πανκ φιγούρα της Άννα Φανγκ εμφανίζεται με ροκαμπίλι χτένισμα αλά Έλβις, μαύρα γυαλιά ηλίου και κατακόκκινο σικάτο παλτό. Ιδιαίτερη σημασία έχει δοθεί και στη σάιμποργκ φιγούρα του Σράικ, με δαιμονικά φωτισμένα πράσινα μάτια, μεταξύ του μοναχικού εξόριστου Πλάσματος του Φράνκεστάιν, της Μαίρη Σέλλεϊ (1818) και του φονικού ρομπότ των ταινιών δράσης επιστημονικής φαντασίας «Εξολοθρευτής Ι και ΙΙ» (1984, 1991/Τζέιμς Κάμερον), ενώ παρουσιάζει γκόθικ ομοιότητες, τόσο με τον υπηρέτη του Κόμη-Δράκουλα, καθώς ο αιχμάλωτος Σράικ φωνάζει επαναλμβάνοντας το όνομα Έστερ Σο, όσο και με τους σκελετωμένους πειρατές-ζόμπι, που αναδύονται απειλητικά από τη θάλασσα, στην «Ομίχλη» (1980/Τζον Κάρπεντερ).

Το συγκεντρωμένο στα περιποιημένα παρτέρια πλήθος καλοντυμένων πολιτών που αποθεώνει χαιρέκακα τη συντριβή της εξαθλιωμένης πόλης, ως ψυχαγωγικό θέαμα ρωμαϊκής αρένας, παραπέμπει στους «Αγώνες Πείνας» (2012), τα μετωπικά και συμμετρικά πλάνα ανάδειξης της ισχύος του κβαντικού υπερόπλου θυμίζουν το εξπρεσιονιστικό «Μετρόπολις» (1927/Φριτς Λανγκ), το σκλαβοπάζαρο στην αγορά Ραστγουότερ ανακαλεί το δυστοπικό «Μαντ Μαξ: Απόδραση από το Βασίλειο του Κεραυνού» (1985/Τζώρτζ Μίλερ), ενώ οι σκηνές στο φράγμα του Σαν Γκουό, ανακαλούν τις μάχες στο Φαράγγι του Χέλμ, στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών: Οι Δυο Πύργοι» (2002/Πίτερ Τζάκσον).

Με πληθώρα χαρακτήρων, δίχως ονομαστούς σταρ, η υπερπαραγωγή αυτή, που χαρακτηρίστηκε εισπρακτική αποτυχία, έχει πετύχει ακαταμάχητη σκηνογραφική και ενδυματολογική αισθητική, στοχεύοντας, μέσα από μια οπτική φαντασμαγορία, να αποδώσει τη μελλοντολογική διάσταση μιας κοινωνίας που υπέστη τρομακτικές πολιτισμικές και οικολογικές επιπτώσεις μιας επερχόμενης πυρηνικής καταστροφής, δημιουργώντας μια απολαυστική, αλλά και καλαίσθητη νεανική φανταστική περιπέτεια δράσης, δίχως υπέρμετρη βία, που δεν προδίδει στο ελάχιστο το είδος των ταινιών που πρεσβεύει.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!