Η επέλαση του ΔΝΤ στην Αργεντινή κυοφόρησε μια νέα γενιά σκηνοθετών, που μετέτρεψε τη μυθοπλασία σε εργαλείο αφήγησης της σύγχρονης ιστορίας και αποκατάστασης της αποσιωπημένης ιστορικής μνήμης. Σχεδόν μια 20ετία μετά, τα χνάρια τους ακολουθούν και νεότεροι σκηνοθέτες, που διαχειρίζονται θέματα του βίαιου πολιτικού παρελθόντος με σκηνοθετική φορμαλιστική ευχέρεια, μέσα από κώδικες ταινιών είδους.

Η ριζωμένη εγκληματική δράση του χουντικού παρακράτους αποδίδεται έμμεσα στην αστυνομική ταινία «Το μυστικό στα μάτια της» (2009), του 59χρονου Αργεντινού Χουάν Χοσέ Καμπανέλα, που τοποθετείται στα τέλη ’70. Στην ταινία «Φαμίλια» (2015), του 47χρονου Πάμπλο Τραπέρο, υπενθυμίζεται το κλίμα συγκαλυμμένης κυβερνητικής διαφθοράς, λίγο πριν τη δημοκρατική αποκατάσταση, στις αρχές του ’80, με επιρροές από ιταλικές πολιτικές ταινίες, εμπλουτισμένες με μια αλά Σκορτσέζε στυλιζαρισμένη γκανγκστερική βία.

Τη σκυτάλη παίρνει ο 33χρονος Μπέντζαμιν Νάιστατ, θαυμαστής των Κάρπεντερ και Κρέιβεν, που σκηνοθετεί το ψυχολογικό θρίλερ «Κόκκινη Έκλειψη», για να ανιχνεύσει το κλίμα τρόμου στην Αργεντινή του 1975, λίγο πριν το πραξικόπημα του Βιντέλα, με χιλιάδες απαγωγές και αγνοούμενους.

Η σκηνοθετική σύλληψη της εισαγωγής σε σταθερό μετωπικό κάδρο, με ανθρώπους που μπαινοβγαίνουν μεταφέροντας αντικείμενα από ένα σπίτι, μαρτυράει τη συνενοχή της κοινωνίας στο πλιάτσικο. Ενδεικτική είναι και η συμπεριφορά του Κλαούντιο, ενός μεσοαστού δικηγόρου, που από θύμα λογομαχίας μετατρέπεται σε εκδικητικό θύτη, με το θράσος και την αλαζονεία που του παρέχει η σύμπλευσή του με το πανίσχυρο κατεστημένο, ενώ εμπλέκεται και στη στημένη απάτη υφαρπαγής της περιουσίας των αγνοουμένων. Το βλέμμα του, στο αδειανό πλέον σπίτι της εισαγωγής, εστιάζει σε λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν ως «αντιφρονούντες» αυτούς που διέμεναν εκεί, όπως βιβλία για την ΕΣΣΔ και μαρξιστικά περιοδικά. Σημάδια από αίμα στους τοίχους υποδηλώνουν βίαιη επιδρομή, ενώ στην πίσω αυλή καπνίζει αμέριμνη μια γειτόνισσα, ένδειξη πως η καταπάτηση αποτελεί κοινό μυστικό. Τα πράγματα περιπλέκονται με την άφιξη ενός φημισμένου Χιλιανού ντετέκτιβ (Αλφρέντο Κάστρο), για τη διαλεύκανση της εξαφάνισης ενός συγγενή φίλου του Κλαούντιο. Το θρησκευτικό παραλήρημα του ντετέκτιβ στην έρημο ανακαλεί τη «Μυστική Λέσχη» (2015) του Χιλιανού Πάμπλο Λαρέν, ενώ αντανακλά και την ακροδεξιά ρητορική που ανέπτυξε η καθολική εκκλησία, υποστηρίζοντας τη χούντα.

Η ανασύσταση του κλίματος τρομοκρατίας συμπυκνώνεται στην ανάδειξη της προσχεδιασμένης εξόντωσης που ονομάστηκε «βρώμικος πόλεμος», περιλαμβάνοντας επιδρομές, πλιάτσικο σε σπίτια, απαγωγές, φυλακίσεις και βασανιστήρια, σε μια μακρά περίοδο τρόμου, πριν τη χούντα του Βιντέλα (1976-1983).

Η αποτύπωση της εποχής του ’70 αποδίδεται με την επιμελημένη ενδυματολογική και σκηνογραφική άποψη εσωτερικού χώρου, κυρίως όμως μεταφέρεται μέσα από στυλιζαρισμένες σκηνές σε αργή κίνηση, όπως η είσοδος στην ταβέρνα της συζύγου του δικηγόρου, ενώ ακούγεται τζαζέ μουσική λάτιν επιρροών με σαξόφωνο.

Αντίστοιχος φορμαλισμός με στιγμές επιβραδυμένης κίνησης και ανάλογη υπόκρουση από σόλο βιολί τύπου θρίλερ, υπογραμμίζεται στις σκηνές όπου ο Κλαούντιο παίζει τένις, στα πρότυπα αστικής διασκέδασης. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή σε αργή κίνηση στο πανηγύρι του ροντέο, που υποστηρίζεται από μελαγχολικό σόλο βιολί, όπου Αμερικανοί καουμπόηδες πιάνουν με λάσο ένα μοσχαράκι, το ξαπλώνουν βίαια κάτω, κραδαίνοντας μαχαίρι πάνω απ’ τα αμελέτητά του, υπονοώντας ό,τι θα επακολουθήσει εκτός κάδρου. Η πατριαρχική βία συνδυάζεται με την παράδοση της αργεντίνικης κρεατοφαγίας όταν η φαμίλια του Κλαούντιο στο επόμενο πλάνο, απολαμβάνει παϊδάκια.

Η συμβολική διάσταση της έννοιας της εξαφάνισης εμπεριέχεται στην κομβική σκηνή της έκλειψης στην ακροθαλασσιά, όπου όλα βάφονται κόκκινα, υπό την οπτική κόκκινου φίλτρου. Σε μια ταινία με θέμα τους αγνοούμενους της χούντας, εξαφανίζεται ακόμα και ο ήλιος, ενώ το κόκκινο χρώμα στο οποίο παραπέμπει ο ισπανόφωνος τίτλος της ταινίας (Rojo) σηματοδοτεί την «έκλειψη» όσων πίστεψαν στο κομμουνιστικό όραμα και εξοντώθηκαν μεθοδικά. Η σκηνή όπου όλοι στρέφονται συγχρονισμένα κοιτάζοντας μαγεμένοι την έκλειψη, μέσα από σκουρόχρωμα γυαλιά μιας χρήσης, θυμίζει την ομοιομορφία του πλήθους στη χαρακτηριστική φωτογραφία του Τζέι Αρ Αϊρμάν στο περιοδικό Life, το 1952, με το ακροατήριο να παρακολουθεί υπνωτισμένο την πρώτη τρισδιάστατη ταινία, φορώντας ειδικά γυαλιά.

Η χρήση τζαζέ πιανιστικής μελωδίας στη σκηνή της έκλειψης μεταφέρει διάσταση θρίλερ, ανακαλώντας την αίσθηση της ατονικής μουσικής του Τζοβάνι Φούσκο στην περίφημη «Έκλειψη» (1962) του Αντονιόνι, όπου η πρωτότυπη νεωτεριστική σκηνοθεσία με μοντέρνα αρχιτεκτονικά στοιχεία, κενούς χώρους και χαμένους χρόνους, περιγράφει το φαινόμενο του νεοπλουτισμού που διάβρωσε την ηθική συνοχή της κοινωνίας, καθιστώντας εμφανή την έλλειψη επικοινωνίας και μια αφόρητη αποξένωση.

Τα ανοιχτά πλάνα των αχανών εκτάσεων της ερήμου, σε αρχή και τέλος, επενδύονται μουσικά με μονότονα ακόρντα πιάνου, αισθητικής θρίλερ, καταδεικνύοντας την έρημο όπου εξαφανίστηκαν χιλιάδες αγνοούμενοι.

Η ιστορική αναφορά στο αποικιοκρατικό παρελθόν, με τους αυτόχθονες στερεοτυπικά απολίτιστους αγροίκους, ενυπάρχει στις σχολικές πρόβες του χορευτικού, όπου συμμετέχει η έφηβη κόρη του Κλαούντιο.

Η υποβόσκουσα διαρκής απειλή για εξαφανίσεις συμπληρώνεται από διάσπαρτα στοιχεία. Οι επίμονες ερωτήσεις ενός δημοσιογράφου σε μια συνέντευξη τύπου αντικρούονται απειλητικά, όταν ρωτούν με σημασία το όνομά του και το μέσο όπου εργάζεται. Εύστοχη είναι και η συμβολική σεκάνς του ταχυδακτυλουργικού νούμερου, με την εξαφάνιση γυναίκας, όπου η αργοπορημένη επανεμφάνισή της αντανακλά τη γενικευμένη αίσθηση ανασφάλειας.

Αξίζει να αναφερθεί πως τη θεματική των πολυάριθμων απαγωγών στην Αργεντινή του ’70 έθιγε και η παλιότερη ουρουγουανή ταινία «Χρονικό μιας απόδρασης» (2006), του 50χρονου Ισραέλ Αντριάν Γκαετάνο, που αφηγείται την απαγωγή ενός τερματοφύλακα, που φυλακίστηκε και βασανίστηκε σε ένα εγκαταλελειμμένο αρχοντικό, χώρο παράνομης κράτησης των αντιφρονούντων, μαζί με άλλους δυο συμπαίκτες του, με τους οποίους επιχείρησε να αποδράσει μετά από πολύμηνο οδυνηρό εγκλεισμό.

*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!