της Αναστασίας Τσουκαλά*

 

Σε μια χώρα όπου το πιο σύντομο ανέκδοτο θα μπορούσε να ήταν η «ανεξάρτητη δημοσιογραφία», και όπου οι λέξεις των περισσότερων δημοσιογράφων πληγώνουν με την εθελόδουλη ή δογματική απουσία κριτικής σκέψης –ανεξαρτήτως ιδεολογικής θέσης– το τελευταίο οχυρό επαγγελματικής δημοσιογραφίας δεν βρίσκεται πλέον στον χώρο του λόγου, αλλά στον αντίποδά του, στην εικόνα. Ο τελευταίος κλάδος μιας πολιτικά ανεξέλεγκτης δημοσιογραφίας στην Ελλάδα είναι αυτός των φωτορεπόρτερ.

Εξ ορισμού επικίνδυνη για τους (εξω)θεσμικούς εραστές της εξουσίας, η πολιτικά ανεξέλεγκτη δημοσιογραφία γίνεται ανυπόφορη όταν το πολιτικό πεδίο νοηματοδοτείται κυρίως από λογικές και πρακτικές προπαγάνδας. Διότι οι δημοσιογραφικές φωτογραφίες κυκλοφορούν ανεμπόδιστα στο Διαδίκτυο, ξεφεύγοντας από τη λογοκρίσια των ιδιοκτητών των κυρίαρχων ΜΜΕ και καταγγέλλοντας αυτά που αποσιωπώνται ή διαστρεβλώνονται: τη βία του άκρατου νεοφιλελευθερισμού, τη βία της φτωχοποίησης του λαού, τη βία της κρατικής καταστολής, τη βία του παρακράτους, τη βία του φανατισμού, τη βία της καταρρέουσας δημοκρατίας.

Δεν είναι παράδοξο ότι αυτοί που ενοχλούνται από τις φωτογραφικές αποδείξεις της βίαιης συμπεριφοράς τους προσπαθούν να φιμώσουν τους φωτορεπόρτερ εκφοβίζοντάς τους. Οι αναίτιες επιθέσεις από αστυνομικούς εναλλάσσονται επομένως με επιθέσεις από υποστηρικτές της Χρυσής Αυγής υπό το απαθές βλέμμα μιας ολοένα και εμφανέστερα εκφασισμένης αστυνομίας.

Το παράδοξο είναι ότι αυτές οι εκβιαστικές πρακτικές παραμένουν ατελέσφορες. Αντί να καμφθούν, οι φωτορεπόρτερ χαλυβδώνονται. Όπως ατελέσφορες παραμένουν και οι κρατικές ενέργειες καθυπόταξης ενός άλλου ανεξέλεγκτου επαγγελματικού κλάδου, των απολυμένων καθαριστριών του ΥΠ.ΟΙΚ., μοναδικό φωτεινό παράδειγμα μακρόχρονης αντίστασης εντός μιας καθημαγμένης τάξης εργαζομένων.

Όταν ένας επαγγελματικός κλάδος υφίσταται επανειλημμένως τη βία του κρατικού μηχανισμού, τι είναι αυτό που καθορίζει αν τα μέλη του θα γείρουν συλλογικά προς την εθελοδουλεία ή την αντίσταση; Δεν είναι ταξικό το κριτήριο, οι καθαρίστριες δεν διαφοροποιούνται αισθητά από τους σχολικούς φύλακες, και οι φωτορεπόρτερ δεν αποτελούν ενιαίο κοινωνικό σώμα. Ούτε είναι ιδεολογικό το κριτήριο, δεν βρισκόμαστε ενώπιον πολιτικά συμπαγών ομάδων. Ούτε είναι θέμα παιδείας, οι πτυχιούχοι συνυπάρχουν με απόφοιτους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Ίσως το κοινό σημείο μεταξύ φωτορεπόρτερ και καθαριστριών να πρέπει να αναζητηθεί στο πώς διαμορφώνεται η ανθρώπινη υπόστασή τους μέσω του επαγγέλματός τους. Οι φωτορεπόρτερ καταγράφουν τα ίχνη της δράσης των ανθρώπων. Οι καθαρίστριες απαλείφουν τα ίχνη της παρουσίας των ανθρώπων. Και στις δυο περιπτώσεις, ο Άνθρωπος προσεγγίζεται εκ των ένδον, μέσα από τα ίχνη της ουσίας του, ως συμπυκνωμένο είναι, ως πεμπτουσία της ανθρώπινης φύσης. Αυτή η όσμωση με τον Άλλον εγχαράσσει βαθιά στη συνείδηση των εργαζομένων την εικόνα του Ανθρώπου, ως φορέα αξιοπρέπειας και αποδέκτη οδύνης. Οι συνειδήσεις των εργαζομένων χτίζονται μέσα από αυτή τη σχέση σε βάθος χρόνου. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο οι φωτορεπόρτερ όσο και οι καθαρίστριες είναι μεσήλικες.

Παρεμφερείς συνειδήσεις δεν γνωρίζουν διαλλακτικότητα. Όσο και αν απειληθούν. Ή μάλλον, η απειλή τις ανυψώνει. Τις αναγκάζει να αποδεχτούν και να αναδείξουν δημόσια τον μη διαπραγματεύσιμο πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Και, εν τέλει, τις δικαιώνει μετατρέποντάς τες σε σύμβολο της ιδεατής στάσης των πολιτών. Αυτό είναι το δώρο, το ακούσιο δώρο της καταστολής προς τα θύματά της.

 

* Η Αναστασία Τσουκαλά είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Πανεπιστήμιο Paris 11.

 

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!