Δώρο θεού που ξανακούω τη Φανί Αρντάν να απαγγέλλει-ερμηνεύει το Μεθυσμένο καράβι του Ρεμπό, στο Ηρώδειο, με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου να τη συνοδεύει στο πιάνο. Δεν ανατρίχιασα – τ’ ορκίζομαι!

Για κάποιο λόγο, αλίμονο, τον τελευταίο καιρό με δελέαζαν ολοένα και λιγότερο τα σκουντήματα και οι «προσκλήσεις» της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τη θεωρούσα «είδος πολυτελείας».

Από τότε που… ξύπνησα πολιτικά, βλέποντας και βιώνοντας την πολυμέτωπη επίθεση εναντίον της κοινωνίας και της χώρας, δεν πέρασε ούτε μια μέρα που να μην πενθώ για τα θύματα και τις καταστροφές, που να μην πονοκεφαλιάζω για τα μέσα και τους τρόπους «να τους σταματήσουμε». Σφιχτοδεμένος, άραγε, κι εγώ, με τους χιλιάδες ομοιοπαθείς συντρόφους μου, στο κατάρτι μιας πολιτικής οδύσσειας που τελειώνει οσονούπω, για να φτάσουμε σούμπιτοι στην Ιθάκη μας; Σχεδόν ηρωικά κρατάμε την αναπνοή μας, ασφαλώς. Πόσο όμως ένας άνθρωπος μπορεί να αντέξει σε μια τέτοια έμμονη πλοήγηση και πλεύση… ακινησίας, δίχως πνευματική τροφή, χωρίς τους πόρους της επιδερμίδας του και της ψυχής του ζωντανούς, εν λειτουργία;

Μήπως, κοινώς, την κάτσαμε τη βάρκα, αναρωτιέμαι, νικήσουμε δεν νικήσουμε τους επικίνδυνους εχθρούς της ελληνικής κοινωνίας, γιατί θα ’χουμε ανεπαισθήτως προστεθεί κι εμείς σ’ εκείνον τον μακάβριο, μακροσκελή κατάλογο των πεσόντων, διαβρωμένοι και σχεδόν ανύπαρκτοι, ίδια κουφάρια ζωντανών-νεκρών, που αντί για τον αγνό ιδρώτα της ζωής, αντί για ανθρώπινη οσμή κι ευαισθησίες στην πολιτική μας σκέψη και στο αριστερό μας όραμα περί κοινωνικοπολιτικής αποκατάστασης, περί πολιτισμού, θα ζέχνουμε σάπια κουκιά ατέλειωτων και αέναων καταμετρήσεων, κατάπτυστα ιδεολογήματα τεχνητών πολώσεων, ίντριγκας, μισαλλοδοξίας, οπισθοδρομικές και εξουσιαστικές στρατηγικές και βαρβατίλες…

Δεν ανατρίχιασα, λοιπόν, τ’ ορκίζομαι, γιατί απλούστατα οι αισθητήρες μου είχαν από καιρό καταληφθεί. Στρώσεις επιστρώσεων της κοινωνικοπολιτικής βαναυσότητας που μας κατακλύζει κάλυπταν όλα τα περάσματα, όχι ν’ αξιωθώ να ταξιδέψω -πού τέτοιο θαύμα- αλλά μονάχα λίγο να σκεφτώ το «μαύρο μεθυσμένο καράβι» του Αρθούρου. Έσυρα ασυναίσθητα τις παλάμες μου στους σφιγμένους ώμους, στο στήθος, στα πλευρά, στο πρόσωπο και ένιωσα έκπληκτος να αποκολλώνται από ένα κανονικότατο παχύδερμο και να θρυμματίζονται στο πάτωμα τα θλιβερά τεκμήρια του ιδιότυπου πνευματικού μου αναχωρητισμού…

«Μ’ αυτό το “δεν ακούω τίποτα” του απείθαρχου παιδιού, έτρεξα, μες στον τρελό τον παφλασμό αέναων κυμάτων, κι άνεμοι ανείπωτοι φτερά-στιγμές μού δώσαν. (Είδα) Πάγους και ήλιους αργυρούς, κύματα συντεφένια, ουρανούς σταχτιούς, ναυάγια φριχτά μέσα σε μαύρους όρμους… Ταξιδευτής αιώνιος της γλαυκής ακινησίας. Ναι, την Ευρώπη νοσταλγώ, με τα πανάρχαια τείχη».

Ακούω στο καπάκι τον Μανώλη Μητσιά, σε στίχους Νίκου Γκάτσου και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι: «Αρθούρε Ρεμπό, το βράδυ θαμπό και η πόρτα του παράδεισου κλεισμένη. Κατάρα κι οργή, μοιράζουν τη γη και χέρι-χέρι πάν’ οι κολασμένοι. Αρθούρε Ρεμπό, θα μπω στο μεθυσμένο σου καράβι… να δω ποια σπίθα σώθηκε κι ανάβει».

Ρισκάρω, τέλος, να προσθέσω στην «Ευρώπη» του Ρεμπό, σ’ αυτήν την ακατανίκητη νοσταλγία που τον ορίζει, που μας ορίζει και μας στοιχειώνει, το στίχο του Γιώργου Σκούρτη, όπως τον μελοποίησε ο Γιάννης Μαρκόπουλος και τον τραγούδησε η Βίκυ Μοσχολιού: «Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω, έχω έναν χρόνο να τα δω και λιώνω. Αγόρασα λαχείο στ’ όνομά τους, αχ να κερδίσω να σταθώ σιμά τους»…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!