Μια ιστορική, πολιτική και κοινωνική διαδρομή του ζητήματος

του Ηλία Φιλιππίδη*

 

Το Κυπριακό πρόβλημα γεννήθηκε από τον πόθο του Κυπριακού λαού να ενωθεί με το ελεύθερο κράτος της μητέρας Ελλάδας. Βέβαια η ελληνικότητα της συνειδήσεως των Κυπρίων, όπως και των Ποντίων είχε ως άμεση αναφορά το Βυζάντιο και δεν εξηρτάτο από την όποια ιδεολογία του ελλαδικού κράτους. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό θέμα από κοινωνιολογικής και ιστορικής απόψεως, το οποίο δεν έχει βρει ακόμη την προσοχή που του αξίζει.

Η επανάσταση του 1821 διαπέρασε ως ηλεκτρικό ρεύμα τον Ελληνισμό της Κύπρου. Κύπριοι εθελοντές ήλθαν στην Ελλάδα να πολεμήσουν. Εξάλλου τα αντίποινα των Τούρκων δεν έκαναν καμία διάκριση ανάμεσα στους Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως και της Κύπρου.

Για πρώτη φορά το αίτημα της Ενώσεως ετέθη από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο Γ΄ το 1879, όταν υπεδέχθη τον πρώτον Άγγλο Ύπατο Αρμοστή Sir G.J. Wolseley. Ο Σωφρόνιος έκλεισε την εθιμοτυπική ομιλία του με τα λόγια : «Η Κύπρος οικείται υπό λαού φιλήσυχου και ευαγώγου, όστις δεν αρνείται την καταγωγήν και τους πόθους του… έχομεν την πεποίθησιν, ότι η Μεγάλη Βρετανία θα βοηθήσει την Κύπρον, ως έπραξε και περί των Ιονίων Νήσων,να ενωθή με την μητέρα Ελλάδα, με την οποίαν φυσικώς συνδέεται».

Με την Σύμβαση του 1878 η Υψηλή Πύλη είχε παραχωρήσει την Κύπρο με εκμίσθωση στην Αγγλία και με παραίτηση από κάθε δικαίωμα επεμβάσεως. Το 1914 η Αγγλία ενσωμάτωσε την Κύπρο στις βρετανικές κτήσεις.

Ακολούθησε μία σειρά κυπριακών πρωτοβουλιών υπέρ της ενώσεως με κορυφαίες τα μαζικά συλλαλητήρια του 1931 και το Ενωτικό δημοψήφισμα του 1950. Με αποκορύφωση τον αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-59).

Δυστυχώς όμως το ενδιαφέρον της Αγγλίας για την Κύπρο με τον χρόνο αύξανε.

Ας χωρίσουμε τους λόγους σε βασικούς και σε πρόσθετους :

Βασικοί είναι:

  • η Κύπρος αποτελεί την καρδιά της Ανατ. Μεσογείου
  • αποτελεί τον φύλακα της Διώρυγας του Σουέζ και του δρόμου προς την Ινδία
  • αποτελούσε κρίκο της αλυσίδας των αγγλικών κτήσεων , οι οποίες ενώνουν το νησί της Αγγλίας με τον Ινδικό ωκεανό (Γιβραλτάρ, Μάλτα, Κύπρος, Σουέζ, Έντεν), χωρίς να χρειάζεται η σύμπραξη οποιασδήποτε άλλης ευρωπαϊκής χώρας, ενώ παράλληλα η αλυσίδα αυτή εμποδίζει την Ρωσία να αποκτήσει το πλεονέκτημα στην Μεσόγειο.

Δυστυχώς προέκυψαν και πρόσθετοι λόγοι , οι οποίοι αποδείχθηκαν κρισιμότεροι όπως:

  • η ανάδειξη του πετρελαίου σε κυρίαρχη κινητήρια δύναμη στα μεταπολεμικά χρόνια. Η Μέση Ανατολή ήταν πλέον το σημαντικότερο ενεργειακό πηγάδι του κόσμου.
  • μετά τον Πόλεμο οι ΗΠΑ ήθελαν να μοιρασθούν τον κόσμο με την Σοβ. Ένωση παρακάμπτοντας την υπεροπτική Αγγλία και αφήνοντας το αποικιακό της σύστημα να καταρρεύσει. Δυστυχώς όμως ο Ψυχρός Πόλεμος έδωσε την ευκαιρία στην Αγγλία να πείσει τις ΗΠΑ, ότι τα συμφέροντά τους είναι κοινά και επομένως στις περιοχές από όπου αποσύρεται η αγγλική επιρροή, θα πρέπει αυτή να αντικαθίσταται από την αμερικανική και με το ίδιο σκεπτικό της επικυριαρχίας.
  • Η μετατροπή της Ελλάδας από προστάτιδα δύναμη του Κυπριακού ελληνισμού σε Δούρειο ίππο της νέο-αποικιακής υποτέλειας.

Έτσι το Λονδίνο κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η Κύπρος θα πρέπει να ενταχθεί σε ένα σύστημα διαχρονικής γεωστρατηγικής υποτέλειας κάτω από την κυριαρχία του τριγώνου ΗΠΑ-Αγγλίας-Τουρκίας , με την χειραγώγηση της Ελλάδας κάθε φορά να αποδέχεται τα αποφασισμένα ή τα τετελεσμένα.

Ένας κατοικήσιμος χώρος μπορεί να λειτουργήσει κάτω από αυτούς τους όρους μόνο ως προτεκτοράτο με όσο γίνεται πιο ασαφή κρατική υπόσταση και ασαφή πολιτισμική ταυτότητα ή και με ανταλλάξιμο πληθυσμό.

Η ένταξη της Ελλάδας στις δυνάμεις αλώσεως της Κύπρου

Μετά τον Εμφύλιο η Ελλάδα είχε μετατραπεί σε ένα τριτοκοσμικό προτεκτοράτο με ένα μεταπρατικό πολιτικό σύστημα και ένα Παλάτι στον ρόλο του τοποτηρητή. Έτσι εξηγείται η επικράτηση του «Δόγματος Πιπινέλη»: «Η Ελλάδα είναι πολύ μικρή χώρα, για να έχει δική της εξωτερική πολιτική».

Παρ’ όλα αυτά η αποστολή μιας ενισχυμένης ελληνικής Μεραρχίας από τον Γ. Παπανδρέου το 1964 (8.500 άνδρες) και η ενότητα των Ελλήνων τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα θα αρκούσε, για να αποτρέψει τουρκική εισβολή.

Δυστυχώς η χούντα απετέλεσε τον «τρίτο γύρο» του Εμφυλίου πολέμου από την πλευρά των νικητών και το πραξικόπημα του Ν. Σαμψών στην Κύπρο το 1974 αποτέλεσε την προέκταση της Χούντας στην Κύπρο.

Ο σκοπός της εισβολής των Τούρκων με τις ευλογίες του διαβόητου Κίσιντζερ και την προσποιητή «ουδετερότητα» των Άγγλων ήταν η κατάκτηση ολόκληρου του νησιού και η διάλυση της Κυπριακής δημοκρατίας. Ο αγγλοσαξονικός παράγοντας ήθελε μόνο το οικόπεδο…

Η διηρημένη και προδομένη Κύπρος δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τους εισβολείς αλλά ματαίωσε την ολοκλήρωση του σχεδίου τους με το θαύμα της αναγεννήσεως του ακρωτηριασμένου Κυπριακού ελληνισμού, τη διατήρηση του κράτους και τη μεγάλη ανάπτυξη 1980-2000.

Σήμερα αυτό που επιδιώκει ο Δυτικός παράγοντας είναι η πολιτική ολοκλήρωση της Τουρκικής εισβολής πρώτα με το Σχέδιο Ανάν (2004) και σήμερα με την «αξιοποίηση της τελευταίας ευκαιρίας»! Θέλουν η εισβολή των Τούρκων να ολοκληρωθεί ως νόμιμη κατάκτηση με την υπογραφή των Ελλήνων…

Το συμπέρασμα είναι, ότι το δημοκρατικό και πανανθρώπινο αίτημα του Κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση , είτε με ένωση είτε με ανεξαρτησία συνθλίφθηκε από τις μυλόπετρες του Αγγλοσαξονικού ιμπεριαλισμού.

Όμως αυτό κατέστη δυνατόν, όχι μόνο με την γεωπολιτική υπεροχή του Δυτικού παράγοντα και τη σύμπραξη των Τούρκων αλλά και διότι ο Ελληνισμός στην Ελλάδα και την Κύπρο έχασε και σε ένα άλλο παράλληλο μέτωπο, αυτό που αποκαλώ ως «Κυπριακό πόλεμο».

Ο παράλληλος Κυπριακός πόλεμος δεν αφορά τους γεωπολιτικούς παράγοντες αλλά αυτό που θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει και ακόμη υπολείπεται να κάνουμε και αυτά είναι:

  • Η διαφώτιση της διεθνούς κοινής γνώμης για τα δημοκρατικά δικαιώματα του Κυπριακού ελληνισμού, τον σεβασμό της ακεραιότητας του Κυπριακού κράτους, την παραβίαση βασικών αρχών του διεθνούς δικαίου καθώς και αρχών και αποφάσεων του ΟΗΕ εκ μέρους της Τουρκίας, τόσο με την εισβολή όσο και μετά από αυτήν. Ο διεθνής Τύπος και η διεθνής κοινή γνώμη δεν ενημερώθηκαν, ότι το πρόβλημα της Κύπρου είναι πρωτίστως πρόβλημα εισβολής, κατοχής και σχεδίου γενοκτονίας του Κυπριακού ελληνισμού.
  • Η κατοχύρωση της αξιοπιστίας και της αντικειμενικότητας των ελληνικών επιχειρημάτων.

Αντί να γίνουν αυτά τα στοιχειώδη, συνέβησαν πράγματα που μόνο ως παράλληλη ιδεολογική προδοσία του Κυπριακού αγώνα θα μπορούσα να χαρακτηρισθούν.

Συγκεκριμένα: Το «αστικό» πολιτικό μας σύστημα όχι μόνο αντιμετώπιζε το Κυπριακό πρόβλημα ως βαρίδι αλλά επιπροσθέτως ο «εθνάρχης» Κων. Καραμανλής και ιδιαιτέρως ο παρασκηνιακός και νατοϊκός Γ. Αβέρωφ συνέπλεαν με την δυτική προπαγάνδα, ότι ο Μακάριος είναι ο Κάστρο της Μεσογείου και ότι μία ανεξάρτητη Κύπρος θα εξελισσόταν σε σοβιετική βάση…

Από την άλλη, η αριστερά τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο είχε εντάξει τον Κυπριακό αγώνα μετά το 1974 στον κοινό αντι-ιμπεριαλιστικό αγώνα με τις σοσιαλιστικές χώρες.

Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης (IPC) είχε αναλάβει εργολαβικά και με ζήλο την προβολή των δικαιωμάτων του ενιαίου Κυπριακού λαού και κατακεραύνωνε την πολιτική του ιμπεριαλισμού να υποτάξει το νησί, ενώ δεν ήθελε να θιγούν οι ευθύνες της Τουρκίας. Το IPC είχε ιδρυθεί το 1965 ως μετωπική οργάνωση του Ανατολικού Μπλοκ και κατευθυνόταν από την Μόσχα. Ως στέλεχος του ευρωπαϊκού κινήματος ειρήνης είχα συμμετάσχει σε αρκετά συνεδρία του IPC με τελευταίο πρόσεδρο τον Romesh Chandra (1977-90), πρώην πρόεδρο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ινδίας.

Η πλούσια δράση του IPC με μεγάλα διεθνή συνέδρια στις δυτικές χώρες προξενούσε στο Κυπριακό μεγαλύτερη ζημιά από όφελος, διότι διευκόλυνε το επιχείρημα του δικτύου των συνεργαζομένων δυτικών μυστικών υπηρεσιών και των οργάνων τους, ότι το Κυπριακό είναι απλώς ένα όπλο στο προπαγανδιστικό οπλοστάσιο του «Κομμουνιστικού στρατoπέδου».

Σήμερα έχουμε εισέλθει πλέον σε μια κρίσιμη φάση, θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε και εσχατολογική, η οποία ενώνει τον Ελληνισμό τόσο της Ελλάδας όσο και της Κύπρου, μπροστά στον κίνδυνο τερματισμού της ιστορικής τους πορείας.

Αν θέλουμε να αντιδράσουμε (και πρέπει), απαιτείται η διαμόρφωση και η διάδοση μιας πλατιάς εθνικό-απελευθερωτικής ιδεολογίας και λαϊκής, πατριωτικής και δημοκρατικής συσπειρώσεως.

Πάνω σε μία τέτοια ιδεολογική και κοινωνική διάστρωση θα μπορεί να δομηθεί ένα δίκτυο ενημερώσεως τόσο του Ελλαδικού όσο και του Κυπριακού λαού για όλα τα θέματα, που αφορούν την παρουσία του Ελληνισμού στον κόσμο, ανεξάρτητα από την όποια εξουσία και τα κόμματα.

 

*Ο Ηλίας Φιλιππίδης είναι πανεπιστημιακός κοινωνιολογίας και νομικός. Έχει διατελέσει (1991-2015) αιρετό μέλος του προεδρείου της Διεθνούς Επιστημονικής Ενώσεως Παγκοσμίου Οικονομίας και Πολιτικής (IWVWW) του Βερολίνου.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!