Η αναμενόμενη, για την ερχόμενη Κυριακή, επίσκεψη Τσαβούσογλου στην Αθήνα δεν αναμένεται να προσθέσει κάτι καινούργιο στην εικόνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Με δηλωμένο στόχο την προετοιμασία της συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, στα μέσα του προσεχούς Ιουνίου, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών αναμένεται να εμφανιστεί με τις γνωστές προκλητικές θέσεις για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, την οριοθέτηση ΑΟΖ, το εύρος του εναέριου χώρου στο Αιγαίο, τα θέματα της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη και βέβαια την πρόταση για «δύο κράτη» στην Κύπρο. Δεν θα ήταν έκπληξη αν ο Τσαβούσογλου επιχειρούσε μια θεαματική αντιπαράθεση με τον Έλληνα ομόλογό του Ν. Δένδια ως ρεβάνς των όσων διαδραματίστηκαν στην τελευταία κοινή τους συνέντευξη στην Άγκυρα.

Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει γιατί η πρόσφατη επίδειξη «πυγμής» του υπουργείου Εξωτερικών οδήγησε τελικά σε αφωνία απέναντι στην αλληλουχία προκλητικών δηλώσεων Τούρκων ιθυνόντων όπως και στην ενεργότερη εμπλοκή των «δικαιωμάτων της τουρκικής μειονότητας της Θράκης» στις υπαρκτές ελληνοτουρκικές διαφορές.

Μια ουσιαστική αναμέτρηση με αυτό το ερώτημα αναγκάζει να αναλογιστούμε τις τάσεις που διαμορφώνονται στην περιοχή από τις μεγάλες δυνάμεις, ΗΠΑ-Ρωσία-Ε.Ε., σε σχέση με την Τουρκία και τις κοινές ψευδαισθήσεις του ελληνικού πολιτικού προσωπικού σχετικά με αυτές. Ψευδαισθήσεις που διαμορφώνουν τελικά μια εν πολλοίς ενιαία πολιτική συμπεριφορά και στάση απέναντι στην Άγκυρα.

Η Τουρκία στόχος διεθνών πιέσεων με αντιφάσεις

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο καιρός που ο Ερντογάν εκβίαζε ευθέως τόσο τις ΗΠΑ όσο και τη Ρωσία και αποσπούσε δώρα και από τις δύο δείχνει να τελειώνει.

Η νέα διοίκηση των ΗΠΑ, υπό τον Μπάϊντεν, επιχειρώντας μια ενεργητικότερη εμπλοκή στις εξελίξεις της περιοχής έχει αλλάξει και τη ρητορική και τη στάση της απέναντι στην Τουρκία χωρίς να επιθυμεί ούτε να επιδιώκει, προς το παρόν, να γκρεμίσει οριστικά όλες τις γέφυρες.

Η απαίτηση για επαναπροσέγγιση της Τουρκίας με τη δυτική συμμαχία επιχειρείται να επιβληθεί με όρους υπαγορευμένους από την Ουάσιγκτον και βασική προϋπόθεση όχι απλά την απομάκρυνση των ρωσικών πυραύλων S-400 αλλά και τον επαναπροσδιορισμό των συνολικών σχέσεων της Τουρκίας με τη Ρωσία. Η αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων, η αναθέρμανση των σχέσεων των ΗΠΑ με τους Κούρδους της Τουρκίας, η απαίτηση για πλήρη αποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων από τη Λιβύη ως παράγοντα που θέτει σε κίνδυνο τη σχεδιασμένη από τον ΟΗΕ «ειρηνική επίλυση» του λιβυκού εμφυλίου, οι ήπιες κυρώσεις σε βάρος της δοκιμαζόμενης τουρκικής οικονομίας, η «ευαισθησία» για τις –ανύπαρκτες – πολιτικές ελευθερίες στην Τουρκία και τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, οι ηλεκτρονικές δημοσιογραφικές διευκολύνσεις στον Τούρκο αρχιμαφιόζο Σεντάτ Πεκέρ να αποδομεί το καθεστώς Ερντογάν, είναι ορισμένα από τα τελευταία όπλα της πίεσης που ασκείται σε βάρος της Τουρκίας. Δε λείπουν βέβαια και οι διευκολύνσεις, με σημαντικότερα παραδείγματα τη συνεχή αναβολή σοβαρών κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας σύμφωνα με τους αμερικάνικους νόμους, τη χωρίς σοβαρές αντιδράσεις αποδοχή του τουρκικού veto για κυρώσεις σε βάρος της Λευκορωσίας και το ανοικτό ενδεχόμενο συνάντησης Μπάϊντεν- Ερντογάν στη σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ.

Εκείνο που καθιστά τις εξελίξεις επικίνδυνες είναι η ανοχή του εγχώριου πολιτικού προσωπικού στο να αξιοποιείται η χώρα ως όχημα και μέσο πίεσης της Τουρκίας για να διαμορφώσουν οι μεγάλοι παίκτες τη δική τους αρχιτεκτονική στην περιοχή

Αντίστοιχες πιέσεις φαίνεται ότι υιοθετεί και η Ρωσία με ιδιαίτερη έμφαση στα θέματα που αφορούν την τουρκική πολιτική στην Ουκρανία και γενικότερα στα σχέδια επέκτασης της επιρροής της Άγκυρας στις χώρες της Μαύρης Θάλασσας και της Κεντρικής Ασίας. Οι ρωσικές πιέσεις είναι κι αυτές εξαιρετικά προσεκτικές και διαφοροποιούνται ουσιαστικά ανάλογα με τα μέτωπα συνεργασίας ή αντιπαράθεσης. Απόλυτη συνεργασία σε Συρία και Λιβύη, σαφείς προειδοποιητικές βολές για τους Τατάρους της Ουκρανίας και ούτω καθεξής.

Υπάρχει λοιπόν μια αλλαγή του κλίματος που δεν έχει οδηγήσει ακόμα σε ουσιώδεις μεταβολές των σχεδιασμών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων όσο αφορά τις σχέσεις τους με την Τουρκία. Αναμφισβήτητα ο ρόλος και η σημασία της Τουρκίας παραμένουν ισχυρές για τους δύο μεγάλους γεωπολιτικούς ανταγωνιστές στην περιοχή και αυτό δεν φαίνεται να αλλάζει όσο δεν έχει επιτευχθεί μια συνολική διευθέτηση μεταξύ τους. Ταυτόχρονα μοιάζει να αναδεικνύεται μια πιο ευδιάκριτη δυσαρέσκεια για τις επιλογές και τις γεωπολιτικές ακροβασίες του Ερντογάν.

Η συμπεριφορά του ελληνικού πολιτικού προσωπικού φαίνεται να «αρπάζεται», ηθελημένα ή καθ’ υπόδειξη, από αυτές τις τάσεις και να οδηγείται σε πιο επικίνδυνες επιλογές. Ας το διερευνήσουμε…

Καταπίνοντας «αγκίστρι χωρίς δόλωμα»

Οι τρεις μεγάλοι σχηματισμοί του ελλαδικού πολιτικού συστήματος, Ν.Δ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, παρά τον ανούσιο μικροκομματικό τους καυγά, επιδεικνύουν ουσιαστική ομοψυχία όσο αφορά την εξωτερική πολιτική. Το επίσημο πολιτικό προσωπικό δείχνει να ποντάρει στην εκτίμηση ότι οι ΗΠΑ και η Ρωσία επιχειρούν δια των πιέσεών τους να στριμώξουν την Τουρκία ή και να «κοντύνουν» τον Ερντογάν. Αξιολογούν αυτή την τάση ως χρυσή ευκαιρία, όχι τόσο για την απόκρουση του τουρκικού επεκτατισμού (άλλωστε όλες οι πτέρυγες έχουν αποδεχθεί τη λογική Σημίτη για διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών με τουρκικές προδιαγραφές), αλλά για γεωπολιτική και οικονομική αναβάθμιση της χώρας ως υποτακτικός εντολοδόχος των αμερικάνικων συμφερόντων και σχεδιασμών. Μάρτυρας αυτής της επιλογής είναι ο ομόφωνος και εκ των υστέρων θαυμασμός για τη συμφωνία των Πρεσπών και η επέκταση της λογικής της σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές διαφορές, η εμμονή στο διατεταγμένο ελληνοτουρκικό διάλογο σε μια στιγμή που η Τουρκία αμφισβητεί έμπρακτα το Διεθνές Δίκαιο σε Ελλάδα και Κύπρο. Σε αυτές τις εκτιμήσεις υπακούει η μετατροπή της χώρας σε απέραντη Νατοϊκή βάση, η ανοχή στις συνεχώς αναβαλλόμενες κυρώσεις σε βάρος της Άγκυρας από την Ε.Ε., η αφωνία απέναντι στο φιλοτουρκισμό του Βερολίνου. Πιθανώς να εκτιμάται ότι ακόμα και η Γερμανία θα πειθαρχήσει τελικά στους σχεδιασμούς Μπάϊντεν στην περιοχή.

Έτσι δεν είναι τυχαίο που και η υπόθεση των στρατιωτικών εξοπλισμών της χώρας παίρνει μια τροπή όπου οι επιλογές καθορίζονται από γεωπολιτικούς υπολογισμούς και δεσμεύσεις βαθαίνοντας την εξάρτηση.

Εκείνο που διαφεύγει τραγικά της προσοχής του επίσημου πολιτικού κόσμου είναι ότι ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Ρωσία ούτε πολύ περισσότερο η διασπασμένη Ευρώπη είναι σε θέση να επιβάλουν τις επιδιώξεις τους στην περιοχή. Ταυτόχρονα, ούτε ο Ερντογάν και η Τουρκία έχουν παρουσιάσει δείγματα ότι είναι πρόθυμοι να πειθαρχήσουν πειθήνια σε εντολές και σχεδιασμούς από το εξωτερικό.

Ο κίνδυνος μιας συνολικής ανάφλεξης στην περιοχή υπάρχει και είναι επικίνδυνος, ιδιαίτερα σε εποχές τόσο ασταθείς όπου συνολικότερες διευθετήσεις διαφορών δεν φαίνονται πιθανές .

Εκείνο που καθιστά τις εξελίξεις πιο επικίνδυνες είναι η ανοχή του εγχώριου πολιτικού προσωπικού στο να αξιοποιείται η χώρα, και ιδιαίτερα τα κυριαρχικά της δικαιώματα και η εδαφική της ακεραιότητα, ως μέσο πίεσης της Τουρκίας για να διαμορφώσουν οι διάφοροι μεγάλοι παίκτες τη δική τους αρχιτεκτονική στην περιοχή.

Πολύ περισσότερο αν γι’ αυτό το λόγο απαιτηθεί μια αλλαγή πολιτικού σκηνικού στη γειτονική χώρα, αν απαιτηθεί μια Τουρκία χωρίς Ερντογάν. Ποιος αμφιβάλλει ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο δε θα παρουσιαστεί ως «χρυσή ευκαιρία» επίλυσης των διαφορών με όχημα όσα θεωρούνται ήδη τετελεσμένα από τις ελληνικές υποχωρήσεις; Ποιος θα δεχθεί τότε πιέσεις και ποιος θα αναβαθμιστεί;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!