Διαβάζοντας τα «Διηγήματα» του Σαμπαχαττίν Αλή που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις Τσουκάτου με μετάφραση και πρόλογο του Θάνου Ζαράγκαλη, ένιωσα την πνοή της πραγματικά μεγάλης λογοτεχνίας. Και μάλιστα με μια τρομερή δεξιοτεχνία στην αφήγηση που δεν μένει σε ένα είδος αλλά μεταχειρίζεται διαφορετικές τεχνοτροπίες, προσεγγίσεις και θεματολογία.

Η «ιστορία της καντήλας που έσβησε αιφνιδίως» μου θύμισε την «Πτώση του Οίκου των Άσερ» του Πόε, ενώ το «Βιολοντσέλο» και ο «Μύλος» πιστεύω πως είναι από τις κορυφαίες στιγμές του ρομαντισμού στο διήγημα, όπου ο έρωτας, ο θάνατος, το γκροτέσκο, συνυπάρχουν με μοναδικό τρόπο.

Όμως την ίδια στιγμή, υπάρχει π.χ. το «Γυάλινο κτίριο», μια εκπληκτική παραβολή για τον καπιταλισμό και το πολιτικό σύστημα. Ένας μύθος που θυμίζει Καλβίνο και θα έλεγα πως τοποθετεί τον Αλή στην πρωτοπορία των διηγηματογράφων:

«…Ποτέ μη κτίσετε ένα γυάλινο κτίριο πάνω από το κεφάλι σας. Όμως αν μια μέρα κτιστεί, άγνωστο πώς, ένα τέτοιο κτίριο, μην νομίσετε ότι δεν μπορείτε να το ανατρέψετε, να το γκρεμίσετε. Αρκεί αν του ρίξετε μερικά κεφάλια για να το κάνετε γυαλιά καρφιά…»

Μέσα σε λίγες σελίδες δείχνει τον ιδεολογικό μηχανισμό που κρατάει ένα σύστημα άδικο στην εξουσία, αλλά παράλληλα μιλά για το πώς μπορούμε και πρέπει να το ανατρέψουμε.

Τον «Ναύτη» θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ως ένα εξαιρετικό δείγμα «στρατευμένης» λογοτεχνίας, με την αντίδραση του πληρώματος απέναντι σε έναν βάναυσο, τσιγγούνη και μέθυσο καπετάνιο.

Έκπληξη είναι για τον Έλληνα αναγνώστη το διήγημα Τσιρκίντζε, όπου ο αφηγητής επισκέπτεται ένα χωριό που είχε γνωρίσει όσο εκεί κατοικούσαν Έλληνες και το επισκέπτεται ξανά αφού έχει γίνει η ανταλλαγή των πληθυσμών. Η παρακμή είναι απίστευτη. Αυτό που ήταν ανθηρό και ζωντανό, αργοπεθαίνει.

Οι καινούργιοι κάτοικοι, φερμένοι από αλλού δεν μπόρεσαν να το διαχειριστούν, ενώ έπεσαν και θύματα εκμετάλλευσης επιτηδείων που τους πήραν τελικά τη γη για ένα κομμάτι ψωμί.

 

Θα μπορούσατε να μας σκιαγραφήσετε ένα πορτρέτο του Σαμπαχαττίν Αλή;
Ο συγγραφέας γεννήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 1907 στη Βουλγαρία, αλλά μεγάλωσε στο Αδραμύτιο. Ο μικρός Σαμπαχαττίν με τη λευκή επιδερμίδα, τα πράσινα μάτια και τα κυματιστά μαλλιά ήταν το αγαπημένο παιδί της γειτονιάς. Από μικρός άρχισε να γράφει ποιήματα και διηγήματα στην εφημερίδα του δημοτικού σχολείου. Το 1927 αποφοίτησε από την Παιδαγωγική Σχολή. Έναν χρόνο εργάστηκε ως δάσκαλος, την επόμενη χρονιά πέτυχε στις εξετάσεις του Υπουργείου Παιδείας και πήγε στη Γερμανία να μάθει γερμανικά. Μόλις επέστρεψε στην Τουρκία δημοσιεύονται τα δύο πρώτα διηγήματά του στο λογοτεχνικό περιοδικό Ρεσιμλί Άι (Εικονογραφημένη Σελήνη) στο οποίο εργαζόταν ως γραμματέας ο γνωστός ποιητής Ναζίμ Χικμέτ. Η γνωριμία του με τους συντάκτες του περιοδικού ενδυνάμωσε τις δημοκρατικές, σοσιαλιστικές πεποιθήσεις του. Δύο φορές συκοφαντείται και φυλακίζεται. Την πρώτη φορά μένει τρεις και τη δεύτερη οκτώ μήνες στη φυλακή όπου συνεχίζει να γράφει. Το 1946 μαζί με τον συγγραφέα Αζίζ Νεσίν εκδίδει σατυρικό περιοδικό που αντιπολιτεύεται την κυβέρνηση. Συλλαμβάνεται, αλλά αποφυλακίζεται σε δεκαεπτά μέρες. Οι δίκες ακολουθούν η μία την άλλη. Μένει άνεργος. Οι συκοφαντίες, οι ταλαιπωρίες, οι πιέσεις είναι ατελείωτες… Αποφασίζει να εγκαταλείψει κρυφά την Τουρκία. Το 1948 σε μια ερημική περιοχή της Ανατολικής Θράκης βρέθηκε το πτώμα του από έναν βοσκό. Το βαθύ κράτος χρησιμοποίησε για την εξόντωση του συγγραφέα κάποιο όργανό του ονόματι Αλή Έρτεκιν, ο οποίος θα τον οδηγούσε δήθεν στα Βουλγαρικά σύνορα.

 

Ποια ήταν η επίδρασή του στην τουρκική λογοτεχνία;
Οι νεότεροι διηγηματογράφοι της Τουρκίας έχουν δύο μέντορες: Τον Σαμπαχαττίν Αλή και τον Σαΐτ Φαΐκ Αμπασίγιανικ. Τα βιβλία του Σαμπαχαττίν Αλή εκδίδονται ακόμη και σήμερα με μεγάλη επιτυχία, ενώ πολλά από τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί κι έχουν γίνει γνωστά τραγούδια.

Η λογοτεχνία δεν αποτελεί πνευματική διασκέδαση των υψηλοφρόνων συγγραφέων, αλλά αποτελεί έναν αγώνα που οδηγεί τους ανθρώπους στο πιο καλό, πιο σωστό και πιο ωραίο

Ποιο από τα διηγήματα της συλλογής θα ξεχωρίζατε και γιατί;
Δύσκολο να επιλέξει κανείς. «Η καντήλα που έσβησε αιφνιδίως» ανήκει στη ρομαντική περίοδο. Οι περιγραφή της φύσης, η ασυνήθιστη ιστορία με τις φιλοσοφικές προεκτάσεις, ο μυστηριώδης πύργος δημιουργεί ατμόσφαιρα Άλαν Πόε. «Η Ιστορία ενός Ναύτη» ανήκει στην περίοδο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Περιγράφει με πολύ ωραίες εικόνες το πώς ένας απλοϊκός νέος συνειδητοποιεί τι σημαίνει «εκμετάλλευση». Από τα πρώτα του διηγήματα που αναφέρεται στα δικαιώματα των εργατών και στην εναντίωση κατά της εκμετάλλευσης.

 

Είναι εμφανής η πολιτική του στράτευση, έστω και μέσα από τη λογοτεχνία, ειδικά στα διηγήματα «Η ιστορία του δάσους», «Η ιστορία ενός ναύτη» και βεβαίως στο «Γυάλινο κτίριο». Ποια προβλήματα του δημιούργησε;
Η μονοκομματική δημοκρατία εκείνης της εποχής δεν μπορούσε να αντέξει κριτική ή γενικά αντιπολιτευτική στάση. Εργάστηκε σε πολλά περιοδικά τα οποία τα έκλεινε η κυβέρνηση το ένα πίσω από το άλλο. Οι Τουρανιστές (Μεγάλη Τουρκία που φθάνει μέχρι την Κεντρική Ασία) τον κυνηγούσαν αδιάκοπα. Σ’ ένα από τα τελευταία του άρθρα έγραφε τα εξής μεταξύ άλλων: «Δεν γέμισα τα πουγκιά μου όπως πολλοί αξιοσέβαστοι, δεν επιδίωξα αξιώματα, δεν ονειρεύτηκα να έχω λεφτά σε τράπεζες του εξωτερικού, δεν λαχταρούσα να αποκτήσω σπίτια, διαμερίσματα, να εκμεταλλευτώ τον λαό. Σε όλους τους αγώνες δεν επιδίωξα τίποτα για τον εαυτό μου, το μόνο που ζήτησα ήταν να βρω κάποια διέξοδο στα βάσανα των αμέτρητων ανθρώπων, οι οποίοι σηκώνουν στους ώμους τους το βάρος της χώρας».

 

Πλάι στα «πολιτικά» –αν επιτρέπεται ο όρος– διηγήματά του υπάρχουν αυτά τα μικρά αριστουργήματα με τη μοναδική ατμόσφαιρα, όπως είναι η «Ιστορία της καντήλας που έσβησε αιφνιδίως» ή το «βιολοντσέλο». Ποιες υπήρξαν οι δικές του επιρροές;
Στη Γερμανία γνώρισε το έργο των Ρώσων κλασικών, του Τέοντορ Στορμ, του Ε.Τ.Α. Χόφμαν, Χάινριχ φον Κλάιστ. Αγαπούσε επίσης τον Κνουτ Χάμσουν και τον Τόμας Μαν. Αξίζει να σημειώσουμε δύο αποσπάσματα άρθρων του που αναφέρονται στο πώς έβλεπε τη λογοτεχνία: «Η λογοτεχνία δεν αποτελεί πνευματική διασκέδαση των υψηλοφρόνων συγγραφέων, αλλά αποτελεί έναν αγώνα που οδηγεί τους ανθρώπους στο πιο καλό, πιο σωστό και πιο ωραίο.» Και το δεύτερο: «Πρέπει να γλιτώσουμε την επιστήμη και τις τέχνες από το να είναι πολυτέλειες τις οποίες χαίρεται μονάχα μια συγκεκριμένη τάξη και να τις καταστήσουμε κτήμα ολόκληρου του έθνους.»

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!