Τα ραντεβού με τη «συγκαταβατική» Λαγκάρντ στην Ουάσιγκτον και ο χρησμός για το πλεόνασμα του 2018 σκιαγραφούν το υπό διαμόρφωση καθεστώς μετα-μνημονιακής επιτήρησης

του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

 

Ακόμη και με το ένα πόδι έξω από το τρίτο Μνημόνιο, σύμφωνα με την «ατάκα» του υπουργού Οικονομίας Ε. Τσακαλώτου, το ΔΝΤ κρατάει ουσιαστικά τη μπαγκέτα της τρίτης αξιολόγησης. Πώς ακριβώς σκοπεύει να τη χρησιμοποιήσει ίσως γίνει ελάχιστα πιο σαφές την ερχόμενη Δευτέρα, όταν η επικεφαλής του Κριστίν Λαγκάρντ συναντηθεί με τον πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα στην Ουάσιγκτον. Προοίμιο αυτής της συνάντησης –για την οποία είχε προηγηθεί και άτυπη πρόσκληση επίσκεψης της Λαγκάρντ στην Αθήνα, αλλά χωρίς ανταπόκριση– ήταν η δημόσια «αναμέτρηση» ανάμεσα στις προβλέψεις του προϋπολογισμού του 2018 που κατήρτισε η κυβέρνηση και τις σταθερά πιο απαισιόδοξες εκτιμήσεις του ΔΝΤ για τον ρυθμό ανάπτυξης και τα πλεονάσματα.

Η «αναμέτρηση» επί των προβλέψεων δεν είχε την οξύτητα προηγούμενων επεισοδίων. Το ΔΝΤ δεν είπε κάτι νέο, παρά επέμεινε στην εκτίμηση ότι το πλεόνασμα του 2018 δεν πρόκειται να ξεπεράσει το 2,2% του ΑΕΠ, έναντι μνημονιακής δέσμευσης 3,5%. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι στην ερμηνευτική της δημόσια παρέμβαση, η οποία προβάλλεται ως θετική από την κυβέρνηση, η Κριστίν Λαγκάρντ επέμεινε ότι το Ταμείο δεν ζητά νέα δημοσιονομικά μέτρα για επίτευξη του υψηλού στόχου για το πλεόνασμα, αλλά προσαρμογή του δανειστή ESM στον «ρεαλιστικό» στόχο του Ταμείου για το πλεόνασμα, δηλαδή το 2,2% του ΑΕΠ το 2018. «Αν η Ελλάδα εκπληρώσει πλήρως τις πολιτικές δεσμεύσεις της και επιτύχει το δημοσιονομικό στόχο του Ταμείου (σ.σ. πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ), και την ίδια στιγμή αποτύχει στους στόχους του προγράμματος του ESM (σ.σ. 3,5%), τότε οι Ευρωπαίοι έχουν συμφωνήσει ότι η πρόσβαση της Ελλάδος στις δόσεις του ESM θα συνεχιστεί και ότι οι στόχοι του προγράμματος του ESM θα επανεξεταστούν», είπε η Λαγκάρντ.

 

Κυβερνητική αμφιθυμία

Αυτή η συγκαταβατική προσέγγιση του ΔΝΤ στη συμφωνία, βάσει της οποίας το Ταμείο αποφάσισε τον περασμένο Ιούλιο την συνέχιση της συμμετοχής του στο πρόγραμμα με το ιδιότυπο καθεστώς της «standby arrangement», περίπου πανηγυρίζεται από την κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τις αναφορές του ΔΝΤ στη σχεδόν ξεχασμένη συμφωνία για τη βιωσιμότητα του χρέους. Κυβερνητικά στελέχη μιλούν για «σημαντική θετική στροφή» του ΔΝΤ, αν και ο Ε. Τσακαλώτος, στην πρώτη του παρέμβαση από τις ΗΠΑ όπου βρίσκεται με το πολυμελές κυβερνητικό κλιμάκιο για τη σύνοδο ΔΝΤ-Παγκόσμιας Τράπεζας και για «επενδυτικό» σαφάρι μεταξύ αμερικανών και ομογενών επιχειρηματιών, κινήθηκε σε άλλο μήκος κύματος: «Είναι πολύ δύσκολο να δουλέψουμε με έναν οργανισμό που έχει το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω», είπε σε εκδήλωση που οργάνωσε η JP Morgan με συμμετοχή εκπροσώπων εκατοντάδων επιχειρήσεων και funds. Μόνο που ο υπουργός Οικονομικών δεν διευκρίνισε τι θέλει η κυβέρνηση: μέσα ή έξω το ΔΝΤ; Αυτό θα χρειαστεί ίσως να το διευκρινίσει στην Κριστίν Λαγκάρντ, με την οποία θα έχει σήμερα (Σάββατο) ραντεβού στην Ουάσιγκτον.

Η κυβέρνηση βρίσκεται και πάλι μπροστά σε μια συγκεχυμένη κατάσταση ως προς το ποιους θεωρεί συμμάχους και ποιους «άσπονδους φίλους» (κατά τον χαρακτηρισμό που χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός). Το οικονομικό επιτελείο, από τη μια πλευρά, θεωρεί σύμμαχο την Κομισιόν ως προς το ρεαλιστικό της εκτίμησης για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018, ένα πλεόνασμα που συνεπάγεται οδυνηρή αφαίμαξη πόρων από μια οικονομία που πιάνει ταβάνι ως προς τη δυνατότητά της να εισφέρει στο δημόσιο ταμείο, όπως δείχνει το νέο ρεκόρ ληξιπρόθεσμων χρεών, κοντά στα 100 δισ. ευρώ. Τα Μέγαρο Μαξίμου, από την άλλη, αντιμετωπίζει τώρα ως σύμμαχο το ΔΝΤ στην πίεση προς τους δανειστές για περιορισμό των απαιτούμενων πλεονασμάτων. Με ποιους να πας και ποιους ν’ αφήσεις…

 

Με φειδώ τα δανεικά…

Αυτή η αντίφαση θα γίνει πιο εύγλωττη πρώτα μετά τις κυβερνητικές συναντήσεις με την ηγεσία του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον για την αποσαφήνιση του ρόλου του Ταμείου στο Μνημόνιο και, στη συνέχεια, από τις 23 του μηνός, οπότε καταφθάνουν στην Αθήνα οι επικεφαλής του κουαρτέτου για την επίσημη εκκίνηση της τρίτης αξιολόγησης. Στη λίστα των 113 προαπαιτουμένων της αξιολόγησης υπάρχουν αρκετά –ιδιαίτερα τα εργασιακά– που είναι πολιτικά φορτισμένα και παραμένει ασαφές πόσο μαχητικό θα θελήσει να είναι το ΔΝΤ σ’ αυτά. Το μόνο πεδίο στο οποίο το Ταμείο έχει βρει σημείο συμβιβασμού με τους Ευρωπαίους είναι αυτό των τραπεζών και του ενδεχομένου να χρειαστούν νέα ανακεφαλαιοποίηση. Το θέμα έχει τεθεί πρακτικά εκτός τρίτης αξιολόγησης για πολλούς λόγους: και γιατί τα αποτελέσματα των ενισχυμένων stress tests θα γίνουν γνωστά τον Μάιο. Και γιατί οι τράπεζες ξεφορτώνονται σωρηδόν «κόκκινα δάνεια», με πωλήσεις σε funds. Και γιατί οι Ευρωπαίοι δανειστές και ιδιαίτερα ο ESM θέλουν να διασφαλιστεί ότι δεν θα χρειαστεί νέα ανακεφαλαιοποίηση, ώστε από το δάνειο των 86 δισ. ευρώ που έχουν εγκρίνει από το 2015 να μείνει αχρείαστο και αδιάθετο ένα ποσό 20-25 δισ. ευρώ. Ο ESM χρειάζεται και το τελευταίο ευρώ, καθώς προαλείφεται για τον νέο ρόλο του ως Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο και, παραδόξως, όπως και το ΔΝΤ, θέλει να κλείσει τους λογαριασμούς του με την Ελλάδα. Γι’ αυτό και ευνοεί με κάθε τρόπο το σενάριο της «καθαρής» εξόδου από το πρόγραμμα και στις αγορές για δανεισμό. Όσο υψηλό κι αν είναι το τίμημα για την ελληνική οικονομία και κοινωνία.

 

Πόσο «καθαρή» έξοδος;

Με το δεδομένο ότι οι δανειστές δεν θέλουν να ρίξουν άλλα λεφτά στην Ελλάδα, και εφόσον η κυβέρνηση και όλο το πολιτικό σύστημα δείχνουν «μεταρρυθμιστική» πειθαρχία, το πιθανότερο είναι ότι η συζήτηση για τις τεχνικές ελάφρυνσης και βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους θα επισπευσθούν μετά την τρίτη αξιολόγηση. Ίσως δε συμπέσουν και με μια μικρή, σχεδόν συμβολική συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο υπό δραστικό περιορισμό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, τους λίγους μήνες που θα συνεχίζεται –φθίνον– εντός του 2018. Αυτό θα διευκολύνει μια νέα απόπειρα δοκιμαστικού δανεισμού από τις αγορές, αλλά δεν θα απαντά στο πρόβλημα σταθερής χρηματοδότησης της Ελλάδας, μετά τον Αύγουστο του 2018. Τότε είναι το κατάλληλο timing να «σερβιριστούν» τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους (τα λεγόμενα μεσοπρόθεσμα) ως μετα-μνημονιακή συνέχεια της στήριξης από τον ESM. Είναι πλέον ή βέβαιον ότι ο μετασχηματισμένος σε Νομισματικό Ταμείο ESM θα απαιτήσει να συνοδευτεί η όποια ελάφρυνση του χρέους με νέες «μεταρρυθμιστικές δεσμεύσεις». Σ’ αυτό φαίνονται διατεθειμένοι να συμφωνήσουν ακόμη και οι «σκληροί» υποψήφιοι εταίροι της Μέρκελ, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες. Επομένως, στο τέλος της διαδρομής, την πολυαναμενόμενη «καθαρή έξοδο» από τα Μνημόνια θα τη διαδεχθεί μια άλλη εκδοχή ισχυρής επιτήρησης, η μορφή της οποία θα καθοριστεί στο παζάρι για τη θεσμική αναμόρφωση της Ευρωζώνης και του ESM μέχρι το τέλος του έτους. Υπό τον όρο ότι μέχρι τότε θα έχει σχηματιστεί η νέα γερμανική κυβέρνηση και το μείγμα της ευρωπαϊκής πολιτικής της.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!