Τι μένει από την επίσκεψη Ερντογάν στη χώρα μας; Τι μένει μετά τα χαμόγελα και τις αβροφροσύνες στη συνέντευξη Τύπου των δύο ηγετών; Τι μένει από τον επικοινωνιακό καταιγισμό για τη «νέα σελίδα στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας»; Το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας (ΑΣΣ) χαιρετίστηκε διακομματικά ως ένα θετικό βήμα στην εξωτερική πολιτική της χώρας μας. «Τέλος οι εντάσεις με την Τουρκία», εκτιμούν οι συστημικοί δημοσιολογούντες. «Στα ήρεμα νερά, να φυσήξει ούριος άνεμος», εύχεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Την ευχή του έδωσε και ο Τζ. Μπάιντεν που σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Τ. Ερντογάν εξέφρασε την ευχαρίστησή του για τα «εποικοδομητικά βήματα που έχουν γίνει για τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων».

Η «Διακήρυξη των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας» που συνυπέγραψαν οι δύο χώρες, επισφραγίζει τη νέα αυτή σελίδα προδιαγράφοντας τα από εδώ και πέρα βήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αποτυπώνοντας και σε ένα επίσημο (αν και όχι νομικά δεσμευτικό) κείμενο, την αφωνία –άρα αποδοχή– της Ελλάδας για μια σειρά παράλογα τετελεσμένα και απαιτήσεις της άλλης πλευράς. Παράλληλα τα μνημόνια συνεργασίας και κατανόησης μεταξύ των υπουργείων για μια σειρά θέματα της λεγόμενης «θετικής ατζέντας» θα αρχίσουν να παράγουν απτά αποτελέσματα, «κανονικοποιόντας» τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας και εμπεδώνοντας την, βήμα το βήμα, δορυφοροποίηση της χώρας μας από τον μεγάλο γείτονα.

Το πολιτικό σύστημα, και ειδικά η ομάδα του Μαξίμου πέριξ του Κ. Μητσοτάκη, νοιώθει ανακουφισμένη που βγήκε και αυτή η «υποχρέωση» προς τους υπερατλαντικούς συμμάχους μας, χωρίς τις «παραφωνίες» που συνηθίζει ο Ερντογάν στις διεθνείς του επαφές. Πιστοποιεί λένε αυτή η στάση του Τούρκου προέδρου, την αλλαγή συμπεριφοράς της Τουρκίας συνολικά προς τη χώρα μας και την ειλικρινή της διάθεση για εξομάλυνση των σχέσεων και συνεργασία. Στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν φόρεσε το «διαλακτικό» κουστούμι του, στις δημόσιες τουλάχιστον εμφανίσεις, γιατί στις κλειστές είχε πάρει όλα όσα ήθελε να πάρει. «Δεν προκαλούμε αν δεν προκληθούμε», επαναλάμβανε στις δηλώσεις του. Και για την Τουρκία πρόκληση είναι κάθε αναφορά στην κατοχή και τον εποικισμό στην Κύπρο, κάθε επίσκεψη του υπουργού Άμυνας σε ένα στρατόπεδο στη Ρόδο, κάθε σκέψη για (επαν)εξοπλισμό στα νησιά του Αιγαίου κ.ο.κ. Όσο αποδεχόμαστε αυτό το πλαίσιο, πράγματι δεν έχει κανένα λόγο να ταράξει την, δια της ολισθήσεως, παράδοση στις νεο-οθωμανικές του ορέξεις.

Τα συμβόλαια του πολιτικού συστήματος

Το πολιτικό σύστημα, και στην κεντροδεξιά και στην κεντροαριστερή του εκδοχή (με μικρές ή μεγάλες δόσεις σιμητικού εκσυγχρονισμού), είναι εθισμένο στον ενδοτισμό, πιστεύει ότι είναι βιώσιμη μια τέτοια πορεία ρευστοποίησης, σε μια περίοδο μάλιστα που η έτσι κι αλλιώς ταραγμένη γεωπολιτικά περιοχή μας απαιτεί τη μέγιστη επικέντρωση σε στοιχεία ισχύος και κυριαρχίας. Πιθανά να φταίει η κοντόφθαλμη, διαχρονικά, οπτική της ελληνικής ελίτ, πιθανά να πιστεύουν στις κούφιες υποσχέσεις των Αμερικάνων για «ΝΑΤΟϊκή ομπρέλα», αφού σε κάθε περίπτωση με την πολιτική τους παίζουν πλέον στα ζάρια την ίδια τη βιωσιμότητα της Ελλάδας. Και όλα αυτά ελαφρά τη καρδία, χωρίς ουσιαστικό πολιτικό διάλογο, με την ανυπαρξία αντιπολίτευσης να επιτρέπει οι διάφοροι τυχοδιωκτισμοί να εμφανίζονται ως ρεαλιστικοί μονόδρομοι. Το πολιτικό σύστημα εκτελεί συμβόλαια και μοιάζει έτοιμο για τα επόμενα βήματα εκποίησης της χώρας – σε οικονομικό, γεωπολιτικό, εδαφικό επίπεδο.

Οι ουρές όμως της πολιτικής αυτής μένουν και δεσμεύουν τη χώρα. Η συνάντηση της Αθήνας, εγκαινιάζει μια νέα περίοδο, διμερών συνομιλιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Γίνεται έτσι για πρώτη φορά αποδεκτό στην πράξη ένα πάγιο αίτημα της Άγκυρας, με την Αθήνα να εγκαταλείπει την πάγια τακτική οι όποιες συζητήσεις να γίνουν στο πλαίσιο της ΕΕ. Στο διμερές αυτό πλαίσιο, η Τουρκία προσέρχεται με όλη την ατζέντα των διεκδικήσεών της και χωρίς διάθεση να αναιρέσει κάποιο από τα τετελεσμένα επί του πεδίου (casus belli, τουρκολιβυκό μνημόνιο, Κύπρος, αμφισβήτηση κυριαρχίας νησιών όσο δεν αποστρατιωτικοποιούνται κ.ά.). Η Ελλάδα επιμένει πως η μόνη διαφορά αφορά την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ (ήδη με δήλωσή του ο Κ. Μητσοτάκης διεύρυνε την ατζέντα με προ μηνών αναφορά σε «θαλάσσιες ζώνες»), στην πράξη όμως παζαρεύουμε και για τα άλλα ζητήματα σε όλο τον άξονα Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος-Ν.Α. Μεσόγειος. Τώρα με τη «Διακήρυξη της Αθήνας» (που θυμίζουμε δεν δεσμεύει νομικά τις δύο πλευρές) η Ελλάδα θα βρίσκεται διαρκώς υπό την πίεση της πρόβλεψης περί «αποχής από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία, ή ενέργεια που θα μπορούσε να υπονομεύσει ή να απαξιώσει το γράμμα και το πνεύμα αυτής της Διακήρυξης ή να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή τους», καθώς η Τουρκία θεωρεί υπονόμευση κάθε κίνηση που δεν της αναγνωρίζει συγκυριαρχία στο Αιγαίο και τη Ν.Α. Μεσόγειο, κάθε κίνηση που κοντράρει το πλαίσιο της «Γαλάζιας Πατρίδας».

Η μεθόδευση και τα επόμενα βήματα

Οι πανηγυρισμοί στην Αθήνα για την επιτυχία της συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν δεν μπορούν να κρύψουν πως το συγκεκριμένο πλαίσιο προετοιμαζόταν εδώ και μήνες και πλέον βρέθηκε η φόρμουλα επισημοποίησής του κόντρα στη βούληση της ελληνικής κοινωνίας. Θυμόμαστε τις εν κρυπτώ συνομιλίες των διπλωματικών συμβούλων Ελ. Σουρανή και Ιμπ. Καλίν, το 2020 στο Βερολίνο, το περιεχόμενο των οποίων «μαρτύρησε» η τουρκική πλευρά, αλλά και τη συνάντηση Α.Μ. Μπούρα και Ιμπ. Καλίν τον Δεκέμβριο του 2022 στις Βρυξέλλες, που προετοίμασε το έδαφος για την αναθέρμανση των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας, που επισημοποιήθηκε με αφορμή τους μεγάλους σεισμούς στην Τουρκία και τη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους τον περασμένο Ιούλιο. Σε όλη αυτή τη διαδικασία, καταλυτικός ήταν ο ρόλος των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ (ταξίδια του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Αντ. Μπλίνκεν, επαφές του πρέσβη Τζ. Τσούνη κ.ά.), κατ’ εντολή των οποίων η χώρα μας αναλαμβάνει το έργο ρυμούλκησης της Τουρκίας στον δυτικό άξονα με αντάλλαγμα υποχωρήσεις σε θέματα εθνικής κυριαρχίας, όπως ομολόγησε πριν μήνες ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός.

Τα επόμενα βήματα, αυτής της μεθόδευσης μένει να φανούν, σε κάθε περίπτωση όμως επηρεάζονται τόσο από τις γενικότερες αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις, πλανητικές και περιφερειακές, και την έκβαση των συγκρούσεων στα ανοιχτά πολεμικά μέτωπα όσο και από το μεγάλο παζάρι της Τουρκίας με τη Δύση και τις αναδυόμενες δυνάμεις της Ευρασίας. Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία έχοντας πάρει το πιστοποιητικό καλής διαγωγής από την ελληνική κυβέρνηση, ως φίλος πια της Ελλάδας, θα απευθυνθεί προς την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ, για να διεκδικήσει πάγιες θέσεις της που είχαν κολλήσει με πρόσχημα την επιθετικότητα της Τουρκίας έναντι της χώρας μας. Ήδη στις συνομιλίες Τούρκων αξιωματούχων με τον ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Αντ. Μπλινκεν τονίζεται η ανάγκη απελευθέρωσης της αγοράς F-16, που έχει εδώ και μήνες κολλήσει στο αμερικάνικο Κογκρέσο –αλήθεια, αν ήταν να κάνουμε τόσο εύκολα πίσω στο θέμα αυτό για ποιο λόγο σπαταλήσαμε εδώ και δυο χρόνια τόσο διπλωματικό κεφάλαιο–, ενώ και οι συνομιλίες με την Ε.Ε. για μια σειρά ζητήματα (τελωνειακή ένωση, βίζα σε Τούρκους πολίτες, μεταναστευτικό) είναι βέβαιο πως θα πατήσουν πάνω στο «θετικό» προηγούμενο των πρόσφατων μνημονίων συνεργασίας με τη χώρα μας.

Παράλληλα συνεχίζονται οι διμερείς επαφές, με τους Μητσοτάκη και Ερντογάν να ανακοινώνουν δύο τουλάχιστον νέες συναντήσεις (σε Άγκυρα και Ν. Υόρκη) για το πρώτο εξάμηνο του 2024, ενώ πυκνές θα είναι οι επαφές και των ΥΠΕΞ και των διπλωματικών ομάδων, που έχουν αναλάβει τον πολιτικό διάλογο, με ορίζοντα την επίλυση των διμερών διαφορών με τη διαιτησία του Δικαστηρίου της Χάγης ή του Αμβούργου να επικυρώνει το συμφωνημένο από τις δύο χώρες πλαίσιο.

Μεγάλες μπίζνες στα σκαριά

Και ενώ αυτή είναι η πραγματικότητα στο πολιτικό και διεθνοπολιτικό επίπεδο, στο επίπεδο της οικονομίας μαγειρεύονται ως συνήθως μπίζνες, με επιχειρηματίες και στις δυο πλευρές του Αιγαίου που βλέπουν στα «ήρεμα νερά» ευκαιρίες για νέα πεδία «καζάν-καζάν» κερδοφορίας. Ήδη κάποια από τα πεδία αυτής της συνεργασίας έχουν διαφανεί στα μνημόνια συνεργασίας που υπογράφηκαν, ενώ κάποια άλλα υπαγορεύονται από τις ανακατατάξεις στην μεγάλη σκακιέρα.

Πιο συγκεκριμένα ως προνομιακό πεδίο συνεργασίας προκρίνεται ο τουρισμός, με την ενοποίηση του τουριστικού προϊόντος στις δύο ακτές του Αιγαίου να παρουσιάζεται ως επωφελής και για τις δύο χώρες, κάνοντας έτσι πράξη το «Turkaegean» και επισημοποιώντας μια τάση που είχε ήδη διαφανεί τα προηγούμενα χρόνια με τη ροή τουρκικών κεφαλαίων σε επενδύσεις στην εστίαση, το real estate, τον τουρισμό κυρίως στα νησιά του Αιγαίου. Παράλληλα, η πρόβλεψη για διπλασιασμό των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών, με δεδομένο το συντριπτικά υπέρ της Τουρκίας παραγωγικό ισοζύγιο, προσδένει όλο και περισσότερο την Ελλάδα σε έναν ενιαίο οικονομικό χώρο με την Τουρκία, ενδυναμώνοντας τις τάσεις δορυφοροποίησης της από αυτή. Τέλος από τα παζάρια δεν θα μπορούσε να λείπει ο τομέας της ενέργειας και έτσι διάφοροι κύκλοι δραστηριοποιούνται για τη συνεργασία των δύο χωρών τόσο στη λεγόμενη «πράσινη» ενέργεια, με την ενοποίηση των σχεδίων για πλωτά ή υπεράκτια αιολικά πάρκα στο Αν. Αιγαίο όσο και στις συμβατικές μορφές με την Τουρκία να προκρίνει την ενεργειακή διασύνδεση με τα νησιά του Αιγαίου –ο Ερντογάν κάνει λόγο και για το πλεόνασμα ηλεκτρικής ενέργειας που θα του προσφέρει ο πυρηνικός σταθμός στη Σινώπη– αλλά και την ενίσχυση του διαμετακομιστικού ρόλου στη μεταφορά φυσικού αερίου (αζέρικου και ρώσικου) από την Τουρκία προς την Ε.Ε., μέσω της χώρας μας.


Σκληρή και ήπια ισχύς

Στην πτήση από την Αθήνα προς την Άγκυρα, ο Τούρκος πρόεδρος έκανε δηλώσεις σε δημοσιογράφους τουρκικών Μέσων, δίνοντας τον δικό του απολογισμό για το ταξίδι του στην Ελλάδα. Εκτός των άλλων, ενδιαφέρον παρουσιάζουν κάποιες αναφορές του Ερντογάν, σε δεδομένα της λεγόμενης σκληρής ισχύος, για τα οποία δεν έγινε λόγος στην κοινή συνέντευξη Τύπου και τα οποία είναι ενδεικτικά του τρόπου που η Άγκυρα αντιλαμβάνεται τον συσχετισμό δύναμης και τις διμερείς σχέσεις. Πιο συγκεκριμένα ανέφερε: «Μπορώ να πω με σιγουριά ότι, ως χώρα με πληθυσμό 85-86 εκατομμυρίων και έκταση 780 χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων, δίνουμε προσοχή στις αμυντικές μας δαπάνες σε επίπεδο που δεν μπορεί να συγκριθεί με την Ελλάδα. Η Ελλάδα δαπανά πολύ διαφορετικά από εμάς σε αυτόν τον τομέα. Ορισμένες χώρες, ιδίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες, υποστηρίζουν σοβαρά αυτές τις αμυντικές δαπάνες. (…) Η αμυντική βιομηχανία της Ελλάδας δεν έχει παραγωγή όπως η δική μας. Εμείς πλέον έχουμε αποκτήσει τη δυνατότητα να παράγουμε σε ένα επίπεδο που καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες μας σε αυτόν τον τομέα. Για το λόγο αυτό, οι δαπάνες της Τουρκίας για αγορές όπλων είναι ασύγκριτα χαμηλότερες από την Ελλάδα. (…) Η Ελλάδα δεν έχει μια τέτοια ευκαιρία. Δουλεύουν μόνο με εξωτερική υποστήριξη και αυτή η υποστήριξη που λαμβάνουν από έξω τους δίνει την ευκαιρία να κάνουν μια νέα λογιστική κόστους».

Οι παραπάνω διατυπώσεις, θα έπρεπε να λένε πολλά στην ελληνική πλευρά. Σε κάθε περίπτωση διαλύουν την εικόνα «ειρήνης και σταθερότητας» που έντεχνα θέλει να επιβάλει η κυβέρνηση. Η πραγματικότητα της τουρκικής απειλής, που συνεχίζει να είναι εδώ, άλλες φορές με κραυγές πολεμικών απειλών, άλλες φορές τείνοντας «χείρα φιλίας», επιβάλει σε όσους πραγματικά νοιάζονται για την ειρήνη, την ασφάλεια και την κυριαρχία της Ελλάδας να συζητήσουν σοβαρά πως μπορεί να ανατραπεί αυτή η επικίνδυνη ανισορροπία ισχύος με τη γείτονα. Αν δεν θέλουμε να γίνουμε τουρκικός δορυφόρος ή να συνθλιβούμε στις συμπληγάδες Δύσης και Ανατολής, πρέπει να οικοδομήσουμε βαθμούς κυριαρχίας, να οικοδομήσουμε και να αντιτάξουμε τα δικά μας στοιχεία ισχύος απέναντι στην Τουρκία των 85-86 εκατομμυρίων πολιτών. Όσοι πιστεύουν και επιβάλλουν ως εθνική πολιτική την παραχώρηση κυριαρχίας για να κατευναστεί το θηρίο, είναι επικίνδυνοι για τον λαό και τη χώρα και πρέπει να ηττηθούν, με την ίδια την κοινωνία να επιβάλλει τις κόκκινες γραμμές που εδώ και χρόνια ξεθωριάζουν από τις πολιτικές των κυβερνήσεων.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!