Η συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ έφερε στην επιφάνεια με πιο ορατό τρόπο ορισμένες εμφανείς πλέον διαπιστώσεις:

1. Ο καυγάς ανάμεσα στα δύο κόμματα, Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ, κινείται σε μια σφαίρα σχετικά ανώδυνη και μακριά από τα κεντρικά και βασικά προβλήματα του τόπου και της κοινωνίας και μεταξύ τους «διαμάχη» τροφοδοτείται αποκλειστικά από προεκλογικές σκοπιμότητες και σχεδιασμούς. Το «ένοχος, ένοχο ου ποιεί» που λέχθηκε από τη μια, συνδυασμένο με το στοιχείο πως σε πάρα πολλά κρίσιμα ζητήματα η «Αγία Συστημική Τριάδα» (Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ) συμπορεύτηκε, ή ο ένας συνέχισε και επέκτεινε πράγματα που είχε ψηφίσει προηγουμένως ο άλλος (όπως έγινε με τα κόκκινα δάνεια, την περικοπή συντάξεων, τη Συμφωνία των Πρεσπών, τις υποκλοπές κ.λπ.), μαζί με το «ένοχος ή βλαξ» (που απέδωσε ο Αλ. Τσίπρας προς τον Κ. Μητσοτάκη) ή το «επικίνδυνος ή άσχετος» (που ανταπέδωσε ο Κ. Μητσοτάκης στον Αλ. Τσίπρα), τοποθετούνται όλα σε ένα κονταροκτύπημα προεκλογικών σκοπιμοτήτων.

2. Τα προβλήματα των μεγάλων ελλειμμάτων δημοκρατίας, της ακρίβειας και της αισχροκέρδειας, η οικοδόμηση μηχανισμών και παρακράτους, η διασπάθιση δημόσιου χρήματος προς ημέτερους, οι εθνικοί κίνδυνοι, όπως και οι συνεχείς υποκλίσεις προς τον ευρωατλαντισμό και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ είναι κρίσιμα και υπαρκτά ζητήματα, αλλά δεν γίνεται κάποια συζήτηση ή αντιπαράθεση γύρω από αυτά. Τα δύο κόμματα συγκρίνονται και ορκίζονται ότι «δεν είναι ίδια», δεν μπορούν βέβαια να ομολογήσουν τις δεσμεύσεις τους προς το ευρωενωσιακό και ΝΑΤΟϊκό πλαίσιο, προς την εξυπηρέτηση βασικών ολιγαρχικών κύκλων των ελληνικών ελίτ. Ούτε μπορούν να άρουν την κατηγορία ότι χρησιμοποιούν πάνω-κάτω τα ίδια μέσα, τις ίδιες συνταγές, τους ίδιους τρόπους για να πετύχουν τους στόχους τους.

3. Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώνει όλη την επιχειρηματολογία του στο πρόσωπο του Κ. Μητσοτάκη και δεν συμπεριλαμβάνει ολόκληρη τη Ν.Δ. στις καταγγελίες και στις κριτικές του. Αυτό είναι λογικό; Ή αποτελεί μια προσπάθεια να βρει μια θέση ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια πιθανά μετα-μητσοτακική περίοδο που ίσως ανοίξει την επομένη των εκλογών. Διότι όλοι γνωρίζουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ξεπεράσει εύκολα την αναξιοπιστία του – γιατί είναι νωπά ακόμα τα σημάδια από τη διακυβέρνησή του. Και μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ, μετατρεπόμενο σε συστημικό κόμμα, αδιαφορεί για την κοινωνική διαθεσιμότητα, για την ενεργοποίηση του λαού και απλά βλέπει τον λαό σαν ψηφοφόρο και σαν ποσοστό. Η «ανάσα Δημοκρατίας» έρχεται με την ψήφο και τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ σε μια διακυβέρνηση με άλλες δυνάμεις. Και ίσως, κάτω από τις «έκτακτες» περιστάσεις, να βρεθεί σε μια διακυβέρνηση ειδικού σκοπού, μια οικουμενική κυβέρνηση που θα διεκπεραιώσει όλα όσα δεν πολυσυζητούνται αλλά προωθούν με ένταση η Τουρκία, η Γερμανία και οι ΗΠΑ στην περιοχή. Ο αναιμικός ΣΥΡΙΖΑ, η ποιότητα της αντιπολίτευσης που άσκησε και ο τρόπος και τα μέσα που χρησιμοποίησε, η ανοιχτή αίσθηση ότι είναι πολύ πιο λαρτζ (large) και ανοικτός σε ενδοτικότητα και υποχωρήσεις στα εθνικά ζητήματα∙ όλα αυτά υπήρξαν για πάνω από 3,5 χρόνια στήριγμα της κυβέρνησης της Ν.Δ. που, παρόλα όσα έγιναν δημοσκοπικά, εμφανίζεται να είναι πρώτο κόμμα και συγχρόνως δεν καταγράφεται κάποο ισχυρό ρεύμα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.

4. Τα μικρά κόμματα κάτι προσπάθησαν να αρθρώσουν μέσα στη συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας. Είπαν ορισμένες αλήθειες και το ΚΚΕ, και το ΜέΡΑ25, ακόμα και ο Βελόπουλος. Κυρίως αναφέρθηκαν στις κοινές ευθύνες των δύο μεγάλων κομμάτων, με αρκετά επιχειρήματα και παραδείγματα. Δεν μπόρεσαν όμως κι αυτά τα κόμματα να αρθρώσουν μια άλλη πολιτική, ένα άλλο πρόγραμμα ή να ξεφύγουν από τις προκαθορισμένες προεκλογικές ανάγκες.

5. Η εικόνα της Βουλής στην τριήμερη συζήτηση ήταν απογοητευτική. Άδεια έδρανα, δεκάρικοι λόγοι, απουσία επιχειρημάτων. Μόνο όταν μιλούσαν στο τέλος οι αρχηγοί πλαισίωναν την αίθουσα οι βουλευτές ως κλακαδόροι τους. Σηκώνονταν όταν ανέβαιναν ή κατέβαιναν οι αρχηγοί στο βήμα ή σε ορισμένα «δυνατά» σημεία των ομιλιών τους. Η ίδια η αδιαφορία των βουλευτών προς τη διαδικασία και ο ακραίος ωφελιμισμός που επιδεικνύουν όπως και ο μικροπολιτικαντισμός που τους διακρίνει, έχουν γίνει συνείδηση μέσα στο λαό: Η αδιαφορία του λαού προς τη διαδικασία αυτή συνδυάζεται με δύο ζητήματα: Ο κόσμος δεν περιμένει τίποτα από την εν γένει πολιτική διαδικασία, η εχθρότητα προς και η αποξένωση από το πολιτικό σύστημα παίρνουν μεγάλες διαστάσεις. Η αίσθηση ότι τους κοροϊδεύουν μπροστά στα μούτρα τους συνοδεύει όλους τους πολίτες, διαρκώς και εντόνως. Επίσης η κοινωνία δεν βλέπει από πουθενά φως, ελπίδα, κάτι προς το καλύτερο, μια διαδικασία, ένα εγχείρημα, ένα ρόλο μέσα στα πράγματα. Επομένως μένει αδιάφορη επιφανειακά, παγωμένη και κουμπωμένη.

6. Κανένας δεν προσδοκά κάτι ουσιαστικό από το πολιτικό σκηνικό. Χωρίς προσδοκίες και χωρίς κάτι να αναμένεται το πιθανότερο είναι να προκύψει κάποιας μορφής αναπαραγωγή της σημερινής κατάστασης, του σημερινού συσχετισμού. Αυτό θα μπορούσε να το αλλάξει και να το τροποποιήσει κάτι άλλο. Ένα εγχείρημα, μια πρόταση, ένα νέο ξεκίνημα, μια νέα συνείδηση, μια νέα κοινωνική διαθεσιμότητα. Αλλά κι αυτό δεν φαίνεται εύκολο στον άμεσο ορίζοντα.

7. Τι μένει; Μια ενεργοποίηση σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο που να θέτει άλλες προδιαγραφές, να έχει υπομονή και θάρρος, να ψάχνει τρόπο και μέσα γνήσιας έκφρασης, να ψηλαφεί νοήματα και αξίες που έχουν ποδοπατηθεί, να αφουγκράζεται μεγάλες ανάγκες αλλά και διεργασίες που είναι ακόμα μικρές αποσπασματικές, ασυντόνιστες, διάχυτες. Η επώαση διαρκεί αλλά δεν αποκλείονται και απότομες αλλαγές και τραντάγματα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!