Στον ψυχροπολεμικό απόηχο της γενικευμένης αντικομμουνιστικής υστερίας, με το κυνήγι μαγισσών (1947-1957) επί Μακάρθυ, σε μια εποχή πρωτοκαθεδρίας λάιφστάιλ περιοδικών, όπως Variety και Esquire, ο έμπειρος Βοστονέζος, αλλά γαλουχημένος στη Σκοτία, Αλεξάντερ Μακέντρικ, σκηνοθέτης της μαύρης βρετανικής κωμωδίας «Η συμμορία των Πέντε» (1955), επιστρέφοντας στην Αμερική καταφέρνει να δημιουργήσει ένα αυθεντικό νουάρ, δίχως φόνους, έγκλημα και αστυνομική καταδίωξη, το αριστουργηματικό ασπρόμαυρο «Σκοτεινοί Δολοφόνοι» (1957), με τους Τόνις Κέρτις και Μπάρτ Λάνκαστερ, στη δεύτερη συνεργασία τους, μετά το «Βαριετέ» (1956/Κάρολ Ρίντ).

Υπόδειγμα σεναριακής γραφής γεμάτης κοφτερές ατάκες από τους Έρνεστ Λέχμαν και Κλίφορντ Όντετς, με εξαιρετικές ερμηνείες και εκπληκτική κινηματογράφηση, με μεγάλης διάρκειας σκηνές διαλόγων, η ταινία απόλυτα ριζωμένη στο άθλιο περιβάλλον της «κίτρινης» δημοσιογραφίας, την εποχή των πανίσχυρων αρθρογράφων που ανεβοκατεβάζουν Προέδρους, καταγράφει μια σύγχρονη απεικόνιση της κοινότητας της σόουμπιζ της Νέας Υόρκης, απογυμνώνοντας την επιφανειακή αίγλη, για να αποκαλύψει τον κυνισμό και την απληστία της φιλοδοξίας στο κυνήγι του γρήγορου πλουτισμού.

Στην αρένα των σαλονιών και των νυχτερινών κέντρων της Νέας Υόρκης, όπου συχνάζουν προσωπικότητες της σόου μπιζ και της πολιτικής, θέαμα και εξουσία άρρηκτα δεμένα γίνονται το νέο προϊόν του σκανδαλοθηρικού τύπου. Εκβιασμοί και δωροδοκίες κάτω από το τραπέζι αποτελούν ρουτίνα, ενώ αδίστακτοι δημοσιογράφοι, με ευαγγέλιο τη λασπολογία και τη συκοφάντηση, χρησιμοποιούν ακόμα και τη δηλητηριασμένη πένα των αντιπάλων, για να χτυπήσουν τον εκάστοτε στόχο. Τα πάντα είναι στρατηγική σε μια ζωντανή σκακιέρα με ανίδεα πιόνια και ισχυρούς παίκτες, όπου σκάνδαλα και κουτσομπολιά αποτελούν την πρώτη ύλη της είδησης, που αγοράζεται και πουλιέται στις στήλες των εφημερίδων, στοχεύοντας στη χειραγώγηση της κοινής γνώμης.

Ο ατζέντης τύπου Σίντνεϊ Φάλκο (Τόνι Κέρτις) επιστρέφει απογοητευμένος στο διαμέρισμά του, διαπιστώνοντας πως μετά από 5η συνεχή μέρα, ο διάσημος αρθρογράφος Τζέι Τζέι Χάνσεκερ (Μπαρτ Λάνκαστερ), που διατηρεί καθημερινή στήλη-λιβελογράφημα σε μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα, έχει παραδειγματικά αφήσει απ’ έξω τα θέματα που του «σπρώχνει» ο Σίντνεϊ, σκοπεύοντας να τον τιμωρήσει γιατί δεν έκανε αυτό που το ανέθεσε: να «χαλάσει» την ερωτική σχέση ανάμεσα στην μικρότερη αδερφή τού Χάνσεκερ, την άτολμη Σούζι και τον Στιβ, έναν νεαρό τζαζ μουσικό. Απόλυτος, αυταρχικός, χειριστικός και αδίστακτος ο Χάνσεκερ, τυφλωμένος από ζήλεια, στρέφει τα βέλη του στον άτυχο νεαρό τζαζ κιθαρίστα, επιχειρώντας να τον συνθλίψει, με πιστό βοηθό του τον Σίντνεϊ και έναν διεφθαρμένο αστυνομικό, που έχει στείλει στο νοσοκομείο όσους του υποδεικνύουν. Ωστόσο ο Χάνσεκερ δεν υπολόγισε μερικές απρόβλεπτες συνέπειες.

Αρθρογράφος της αφρόκρεμας των ισχυρών δημοσιογράφων της Νέας Υόρκης, με υψηλές διασυνδέσεις και εξουσία να φτιάχνει ή να διαλύει καριέρες, με τον πιο απλό υπαινιγμό, ο Χάνσεκερ θέλει να ελέγχει όλους και τα πάντα. Με μια φράση του ανυψώνει τον τιποτένιο, με μια λέξη του θάβει τον ικανό και όλοι υποκλίνονται στην αδιαμφισβήτητη υπεροχή του. Για κάποιους έντιμους συναδέλφους, ο Χάνσεκερ είναι «ντροπή του επαγγέλματος, ανήθικος, πιο αδίστακτός ακόμα και από γκάνγκστερ, που κάνει τα πάντα για να πιπερώσει το καθημερινό του σκουπίδι».

Ψηλός, επιβλητικός μπρος στον πιο μικροκαμωμένο και νευρικό Σίντνεϊ, ο Χάνσεκερ φοράει γυαλιά που πλαισιώνουν με σοφιστικέ τρόπο το ψυχρό, εμμονικό βλέμμα του. Εργάζεται νύχτα, με το ένα χέρι στο τσιγάρο, το άλλο στο σημειωματάριο, έχοντας δίπλα του το τηλέφωνο και ένα φλιτζάνι καφέ. Συνέχεια με το ακουστικό στο αυτί, επικοινωνεί με έναν κύκλο ανθρώπων που τον προμηθεύουν με πληροφορίες ή τον στολίζουν με κολακείες.

Από την άλλη, ο κατεργάρης Σίντνεϊ χρησιμοποιεί και την παραμικρή πληροφορία του Χάνσερκερ για να πουλήσει εκδούλευση, κερδίζοντας νέους πελάτες. Διαρκώς σε εγρήγορση, προβλέπει αντιδράσεις και κινήσεις, έχοντας αποδεχτεί να είναι «σκυλάκι», διότι «ο Χάνσεκερ είναι η χρυσή ανεμόσκαλα για το μέρος που θέλει να φτάσει». Τσιράκι για όλες τις δουλειές του Χάνσεκερ, ο Σίντνεϊ τρέχει να μάθει πληροφορίες, να διασπείρει φήμες και διαρκώς πίσω από τους άλλους, κρυφακούει ή επηρεάζει. Ό,τι προστάξει ο Χάνσεκερ το εκτελεί, ενώ ακόμα και όταν τον βρίζει, ο Σίντνεϊ τρέχει να του ανάψει το τσιγάρο, αποκρυπτογραφώντας μια αντίστοιχη σαδομαζοχιστική σχέση εξάρτησης και υποταγής με τον «Υπηρέτη» (1963/Τζόζεφ Λόουζι), λίγα χρόνια αργότερα.

Σε μια ταινία που οι λέξεις μαστιγώνουν και τα βλέμματα καρφώνουν, έγραψε ιστορία η φοβερή ατάκα του Χάνσεκερ προς τον εραστή της αδερφής του «αν τα βλέμματα μπορούσαν να σκοτώσουν, θα ήμουν ήδη νεκρός». Ο Χάνσεκερ εισάγεται στην ταινία με το τηλεφώνημα του Σίντνεϊ να του δηλώνει «είσαι νεκρός, πήγαινε να θαφτείς», ενώ αργότερα, σκληρές ατάκες όπως «η γάτα στη σακούλα και η σακούλα ήδη στο ποτάμι» υπογραμμίζονται από τζαζ ενορχήστρωση. Το διαβολικό μυαλό του Σίντνεϊ, που «ξέχασε το χιούμορ στο άλλο κουστούμι», ξεπερνάει ακόμα και τον τυραννικό αφέντη του, που του δηλώνει περιφρονητικά «δεν θα έπαιρνα ούτε μπουκιά από σένα. Είσαι ένα γλύκισμα γεμάτο δηλητήριο», ενώ ο Σίντνεϊ δηλώνει «άλλο να φοράω το κολάρο του σκύλου σου και άλλο να γίνεται θηλιά στο λαιμό μου».

 

Υπαίθριες σκηνές και πλάνα της νυχτερινής Νέας Υόρκης συναγωνίζονται την κινηματογράφηση εσωτερικών χώρων, τζαζ κλαμπ γεμάτα καπνούς, ακατάστατα γραφεία και πολυτελή διαμερίσματα. Οι περισσότεροι διάλογοι γυρίζονται σε εμβληματικά πλάνα-σεκάνς, όπου η αεικίνητη κάμερα αγκαλιάζει παρουσίες στο χώρο, αιχμαλωτίζοντας τα βλέμματα, ενώ εναλλάσσεται με κοφτά πλάνα κρατώντας αφηγηματικό ρυθμό. Ενδεικτική η παρουσίαση των τζαζ μουσικών μέσα σε ένα μονοπλάνο, μόνο από την κίνηση της κάμερας. Πρώτο πλάνο στο χτύπημα των δαχτύλων του μουσικού που δίνει το ρυθμό εκκίνησης, ενώ καταγράφονται σταδιακά κοντραμπάσο, φλάουτο, ντραμς και τσέλο, πριν καταλήξει στην κιθάρα του πρωταγωνιστή και από εκεί, πάνω από τον ώμο του, να ανοίγεται το κάδρο στο κοινό. Πριν δοθεί το σύνθημα επίθεσης στον Στιβ, στην αφηγηματική ροή εντάσσεται δυναμικά πλάνο με πιατίνια και τρομπέτα, υποδηλώνοντας τον εκτός κάδρου ξυλοδαρμό.

Συμπεριφορές και στάσεις του σώματος υπογραμμίζονται από το καδράρισμα. Ενώ Χάνσεκερ και Στιβ λογομαχούν αντικριστά όρθιοι, στο ίδιο κάδρο, δίχως να φαίνονται ολόκληροι, η κάμερα χαμηλωμένη κινηματογραφεί την καθισμένη ανάμεσά τους τρομοκρατημένη Σούζι, ανήμπορη να αντισταθεί στην κυριαρχία του αδερφού της.

Σημαντικό στοιχείο της ταινίας παραμένει η μουσική του Έλμερ Μπέρνσταϊν, ήδη γνωστού από το τζαζ σάουντρακ της ταινίας «Ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι» (1955/Όττο Πρέμινγκερ), λίγο πριν γίνει διάσημος για τα κινηματογραφικά του θέματα στις θρυλικές ταινίες «Και οι επτά ήταν υπέροχοι» (1960) και «Μεγάλη απόδραση» (1963), του Τζον Στάρτζες. Συνδυάζοντας εδώ μεγάλη συμφωνική ορχήστρα και τζαζ θέματα, με σιωπηρές τρομπέτες, χάλκινα πνευστά και τζαζ πιατίνια, ο Μπέρνσταϊν συνεργάστηκε με το κουιντέτο του τζαζ ντράμερ Τσίκο Χάμιλτον, που ερμηνεύει ζωντανά στις σκηνές του τζαζ κλαμπ, πλάι στους Φρεντ Κατς τσέλο, Πολ Χορν φλάουτο, Τζον Πισάνο κιθάρα, Κάρσον Σμιθ μπάσο. Εκπρόσωπος της τζαζ της Δυτικής Ακτής, ένα στυλ πιο ήρεμο -συγκριτικά με τη μπίμπομπ- περισσότερο βασισμένο σε σύνθεση, διασκευή και ρυθμικό έλεγχο λεπτών ηχητικών αποχρώσεων, παρά σε αυτοσχεδιαστική ερμηνεία, ο ταλαντούχος Τσίκο Χάμιλτον πρωτοτύπησε εισάγοντας στο τζαζ κουιντέτο του έναν τσελίστα.

Στη δυναμική εισαγωγή δεσπόζει το τζαζ θέμα καθώς τα φορτηγά διασχίζουν τη νυχτερινή ακόμα Νέα Υόρκη, πριν ξημερώσει, για να φορτώσουν αρχικά και να διανείμουν στη συνέχεια, τις φρεσκοτυπωμένες εφημερίδες, ενώ συχνά η ορχήστρα εγχόρδων καταλήγει σε τζαζ ενορχήστρωση κάθε φορά που εισάγεται στο κάδρο η πόλη. Συχνά το φόντο πίσω από τους πρωταγωνιστές καταλαμβάνουν λαμπερές διαφημιστικές ταμπέλες και επιγραφές νέον που αναβοσβήνουν σε ένα μοντερνιστικό σκηνικό, ανακαλώντας το «Μετρόπολις» (1927/Φριτς Λανγκ), ακριβώς μια τριακονταετία μετά.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,
[email protected]

INFO

Ο Αθήνα 9.84 και η Ταινιοθήκη της Ελλάδος παρουσιάζουν στην ταράτσα του Θερινού Κινηματογράφου Λαΐς εξαήμερο αφιέρωμα RADIO NIGHTS (6-11/7/2023), με 13 ταινίες που ανέδειξαν την επίδραση του ραδιοφώνου. Πληροφορίες: www.tainiothiki.gr/el/ekdiloseis/arxeio-ekdiloseon/1667-radio-nights

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!