Ο διορισμός, κατ’ ουσίαν ένα «λευκό πραξικόπημα», των κυβερνήσεων Μόντι και Παπαδήμου, στην Ιταλία και την Ελλάδα, έφερε και πάλι στο προσκήνιο τα ψευδοεπιχειρήματα περί τεχνοκρατών, οι οποίοι μπορούν, απαλλαγμένοι από το πολιτικό κόστος, να επιλύσουν οικονομικά προβλήματα με «ορθό τρόπο, άρα επωφελή για όλους».

Ο Μαρτσέλο Μούστο, καθηγητής της πολιτικής θεωρίας στο Πανεπιστήμιο του Γιορκ, στο Τορόντο, με ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του («Political Crisis in Italy and Greece: Marx on “Technical Government”» – Monthly Review 17/11/2011) υπενθυμίζει την ανάλυση του Καρλ Μαρξ για τις πολιτικές και θεσμικές εξελίξεις που οδήγησαν σε μία από τις πρώτες «κυβερνήσεις τεχνοκρατών» στην ιστορία. Την κυβέρνηση του Τζορτζ-Χάμιλτον Γκόρντον, στην Αγγλία, από το 1852 έως το 1855, υπό τη σκέπη της οποίας ενώθηκαν όλα τα κόμματα της τότε αριστοκρατικής κυρίαρχης τάξης.
Οι Times της εποχής -ας πούμε κάτι σαν την Καθημερινή στα καθ’ ημάς- υποδέχθηκαν το γεγονός με ενθουσιασμό σαν σημάδι ότι η Βρετανία βρισκόταν στην «αρχή μιας πολιτικής χιλιετίας στην οποία το κομματικό πνεύμα θα εξαφανιστεί και τα μοναδικά διαπιστευτήρια για την εξουσία θα είναι η ευφυΐα, η πείρα, η εργατικότητα και ο πατριωτισμός». Ο Μαρξ, στο άρθρο του με τον τίτλο «A Superannuated Administration. Prospects of the Coalition Ministry, &c» («Μια υπέργηρη κυβέρνηση. Προοπτικές του κυβερνητικού συνασπισμού και σία», Ιανουάριος 1853), αντιμετωπίζει με σαρκασμό αυτές τις ανοησίες: «Μας υπόσχονται ότι θα εξαφανιστεί εντελώς η κομματική διαπάλη, ακόμη και τα ίδια τα κόμματα. Τι εννοούν;» Και συνεχίζει: «Επειδή κάποιες μερίδες της αριστοκρατίας είχαν μέχρι στιγμής το προνόμιο να σχηματίζουν εθνικά ή κοινοβουλευτικά κόμματα και τώρα κατέληξαν ότι η φάρσα δεν μπορεί να συνεχιστεί , επειδή… αυτές οι αριστοκρατικές κλίκες θέλουν τώρα να αφήσουν στην άκρη μερικά από τα σοφίσματά τους και να ενωθούν σε μια συμπαγή μάζα για να προστατεύσουν τα προνόμιά τους, σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουν να υπάρχουν κόμματα; Ή μήπως δεν είναι ο σχηματισμός αυτού του “συνασπισμού” η πιο σαφής ένδειξη ότι έχει φτάσει η στιγμή που οι πραγματικά αναπτυγμένες και εν μέρει μη αντιπροσωπευόμενες τάξεις αυτής της κοινωνίας, η βιομηχανική αστική τάξη και η εργατική τάξη, πρόκειται να διεκδικήσουν βάσιμα τη θέση των μόνων πολιτικών κομμάτων της χώρας;»
Τα ερωτήματα, βεβαίως με το σύγχρονο περιεχόμενό τους,  είναι εξαιρετικά επίκαιρα σήμερα. Σημειώνει ο Μούστο: «Ο διαχωρισμός της οικονομίας από την πολιτική που διαφοροποιεί τον καπιταλισμό από τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής έχει φτάσει το ανώτατο σημείο του. Τα οικονομικά όχι μόνο κυριαρχούν επί της πολιτικής, θέτοντας την ημερήσια διάταξη και διαμορφώνοντας τις αποφάσεις της, αλλά βρίσκονται εκτός της αρμοδιότητάς της και του δημοκρατικού ελέγχου, μέχρι το σημείο που ακόμη και η αλλαγή κυβερνήσεων να μην αλλάζει την κατεύθυνση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Τα προηγούμενα τριάντα χρόνια, οι αποφάσεις πέρασαν από την πολιτική στην οικονομική σφαίρα. Οι πολιτικές επιλογές μετασχηματίστηκαν σε οικονομικές επιταγές, συγκαλύπτοντας ένα άκρως πολιτικό και εξόχως αντιδραστικό σχέδιο πίσω από ένα ιδεολογικό προσωπείο απολίτικης τεχνοκρατικής ειδημοσύνης».
Σ’ αυτή τη βάση στηρίζεται η «ουδετερότητα» των τεχνοκρατών τύπου Μόντι ή Παπαδήμου. Αυτή η εξέλιξη, υποστηρίζει ο Μούστο, αποτελεί την πιο σοβαρή απειλή για τη δημοκρατία στην εποχή μας. «Τα εθνικά κοινοβούλια, απογυμνωμένα ήδη από την αντιπροσωπευτική αξία τους μέσω στρεβλωτικών εκλογικών συστημάτων και αυταρχικών αναθεωρήσεων της σχέσης ανάμεσα στη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, βλέπουν τις αρμοδιότητές τους να μεταφέρονται στις αγορές. Οι αξιολογήσεις της Standard & Poor’s και ο Wall Street index –αυτά τα μεγα-φετίχ της σύγχρονης κοινωνίας- προσλαμβάνουν ασύγκριτα μεγαλύτερη βαρύτητα από τη λαϊκή βούληση».
Τα πρόσφατα γεγονότα στην Ελλάδα και την Ιταλία αποτελούν μια εντυπωσιακή απεικόνιση αυτών των τάσεων. Πίσω από τη βιτρίνα των «κυβερνήσεων τεχνοκρατών», βλέπουμε την αναστολή της πολιτικής ως σφαίρας δράσης και παρέμβασης του λαού ακόμη και με την περιορισμένη αστικοκοινοβουλευτική έννοια (όπως η παράκαμψη π.χ. των εκλογών), με τη συναίνεση των κυρίαρχων κομμάτων, που παραδίδουν όλο ο πεδίο στους ισχυρούς παράγοντες του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των μονοπωλιακών ομίλων  μέσω των ανθρώπων τους – και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι Μόντι και Παπαδήμος θήτευσαν ως ανώτεροι υπάλληλοι της Goldman Sachs και ως στελέχη του ευρωπαϊκού γραφειοκρατικού και τραπεζικού κατεστημένου. Σε ένα άρθρο του, τον Απρίλιο του 1853, με τίτλο «Achievements of the Ministry» («Τα επιτεύγματα του υπουργικού συμβουλίου») ο Μαρξ έγραψε ότι αυτό «που μπορεί να ειπωθεί για την κυβέρνηση συνασπισμού είναι ότι αντιπροσωπεύει την ανικανότητα της [πολιτικής] εξουσίας σε μια περίοδο μετάβασης». Δεν θα μπορούσε να περιγραφεί καλύτερα η τρέχουσα κατάσταση όπου οι κυβερνήσεις δεν συζητούν πλέον ποιον οικονομικό προσανατολισμό θα ακολουθήσουν, αλλά βάσει των οικονομικών προσανατολισμών που αποφασίζονται στα τραπεζικά διαβούλια  ανεβοκατεβαίνουν οι κυβερνήσεις.

Αρ. Αλαβάνου

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!