Ο νέος γύρος των εξελίξεων στην υπόθεση των υποκλοπών άνοιξε, με τη γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ι. Ντογιάκου, σύμφωνα με την οποία η ΑΔΑΕ δεν δικαιούται να συνεχίσει την έρευνά της σε τηλεφωνικούς παρόχους, σε σχέση με τις παρακολουθήσεις, καθώς κάτι τέτοιο, όπως αναφέρεται απειλητικά στη γνωμοδότηση, θα μπορούσε να επισύρει ακόμη και βαρύτατες ποινικές ευθύνες για τα μέλη της επιτροπής. Αξίζει δε να σημειωθεί, πως η γνωμοδότηση δόθηκε παράτυπα έπειτα από αίτημα του ΟΤΕ, αφού η εταιρεία δέχτηκε επίσκεψη από κλιμάκιο της ΑΔΑΕ σχετικά με το ζήτημα των παρακολουθήσεων. Ωστόσο, η εν λόγω γνωμοδότηση που κατά κοινή ομολογία είναι σκανδαλώδης, δεδομένου ότι αποτελεί απόπειρα παρέμβασης και περιορισμού του έργου της ελεγκτικής αρχής, και δέχτηκε έντονη κριτική από νομικούς, συνταγματολόγους, τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, αλλά και από τον ίδιο τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ, ο οποίος φαίνεται πως δεν θα τη λάβει υπόψη του.

Τα νομικά ζητήματα

Όπως αναφέρεται σε κοινή δήλωση, που προέβησαν 16 συνταγματολόγοι, καθηγητές πανεπιστημίων της χώρας, κακώς η γνωμοδότηση συγχέει το δικαίωμα ενημέρωσης των θιγόμενων για τις παρακολουθήσεις με την ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ, καθώς η δεύτερη πηγάζει απευθείας από το Σύνταγμα και ως εκ τούτου δεν μπορεί ο Εισαγγελέας να καθορίσει ή να εμποδίσει την έκταση του ελέγχου της υπηρεσίας. Επιπλέον, η ίδια η έκδοση της γνωμοδότηση είναι ενάντια σε παλαιότερες αποφάσεις της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις οποίες γνωμοδοτήσεις, εκδίδονται για γενικότερα ζητήματα τα οποία προφανώς και δεν πρέπει να αποτελούν αντικείμενο εν εξελίξει ποινικών υποθέσεων, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επηρεάσει επόμενα δικαστικά όργανα. Επιπλέον, η απειλή του Εισαγγελέα προς την ΑΔΑΕ θεωρείται προβληματική. Παράλληλα, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών τόνισε πως τέτοιες γνωματεύσεις δεν εκδίδονται για ιδιώτες, αλλά για υπουργούς, κατώτερους εισαγγελείς και κρατικούς φορείς και σίγουρα όχι σε περιπτώσεις όπως αυτή του ΟΤΕ, που είναι υπό έλεγχο και πιθανά στο μέλλον να υπάρξει και αντιδικία με την ΑΔΑΕ. Μάλιστα, όλες οι δηλώσεις τείνουν να συμφωνήσουν ότι η έκδοση της γνωμάτευσης είναι ευθεία παρέμβαση στο έργο της ΑΔΑΕ και η επιχειρηματολογία της στηρίζεται σε εσφαλμένη νομικά ερμηνεία του συντάγματος με βάση τους πρόσφατους κυβερνητικούς νόμους, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν έρθει στην επιφάνεια ο μηχανισμός παρακολουθήσεων, όχι μόνο προϋπήρχε , αλλά έτυχε και αδιανόητα διαδεδομένης χρήσης από όλες τις κυβερνήσεις

Η πολιτική πλευρά

Βέβαια, πέρα από την νομική πλευρά οφείλουμε να σταθούμε στην πολιτική πλευρά του ζητήματος. Η στάση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, είναι όντως πρωτοφανής και συμβάλλει στην εικόνα διάλυσης της δημοκρατίας. Αντίστοιχα, οι απειλές απέναντι στην ΑΔΑΕ και τον Αλ. Τσίπρα, στον οποίο αναφέρεται απλώς ως «ιδιώτη», ξεχνώντας πως ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποτελεί θεσμικό παράγοντα, παρεμβαίνουν στη συνταγματική και την κοινοβουλευτική λειτουργία του κράτους. Παράλληλα, το συγκεκριμένο περιστατικό συμβαίνει σε συνέχεια της παταγώδους αποτυχίας των κοινοβουλευτικών επιτροπών να προχωρήσουν ουσιαστικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών. Και οι δύο περιπτώσεις καταδεικνύουν τη δυσκολία του πολιτικού συστήματος να προχωρήσει έστω και σε στοιχειώδη κάθαρση, έπειτα από όσα έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας. Έτσι, ενώ είναι εύλογο να υποθέτει κανείς ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη χρησιμοποίησε στο έπακρο τον προϋπάρχοντα μηχανισμό παρακολουθήσεων, τον οποίο συνδύασε με τη χρηματοδότηση των ΜΜΕ για να ελέγξει τους πάντες και τα πάντα, φαίνεται πως προς το παρόν μπορεί να παρεμποδίσει τις αντιδράσεις που συναντά, αποφεύγοντας έτσι να βγουν όλα στη φόρα παρότι η κατάσταση μοιάζει να έχει ξεφύγει από τον έλεγχο της.

Αυτό σχετίζεται με το βάθος και την έκταση που φαίνεται να έχει το φαινόμενο των παρακολουθήσεων στην χώρα, δεδομένου ότι από το 2010 έχουν γίνει περίπου 117.000 παρακολουθήσεις για λόγους «εθνικής ασφάλειας» δηλαδή κάτι παραπάνω από 10.000 το χρόνο ενώ από αυτές οι 40.000 έγιναν στην τετραετία του ΣΥΡΙΖΑ και οι 30.000 στα δύο πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Ν.Δ.. Επιπλέον, σύμφωνα με παλαιότερο πόρισμα της ίδιας της ΑΔΑΕ, οι μηχανισμοί ελέγχου για τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ είναι ελλιπείς και τα νούμερα θα μπορούσαν να είναι ακόμη μεγαλύτερα, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες το περιβόητο predator λειτουργούσε στη χώρα από το 2016. Επομένως, ο μηχανισμός παρακολουθήσεων, όχι μόνο προϋπήρχε , αλλά έτυχε και αδιανόητα διαδεδομένης χρήσης από όλες τις κυβερνήσεις. Θα ήταν βέβαια αφελές να σκεφτεί κάποιος πως αυτά δεν ήταν πάνω-κάτω γνωστά στα δύο κόμματα ή ότι δεν πρόκειται για τον ίδιο ακριβώς μηχανισμό, στον οποίο απλά άλλαξε ο πολιτικός προϊστάμενος. Επιπλέον και η αποτελεσματικότητα των ελεγκτικών διαδικασιών φαίνεται τουλάχιστον ανεπαρκής, καθώς είναι αδύνατο, αυτά τα νούμερα να μην έγειραν υποψίες για τη διαφάνεια μιας διαδικασίαςφασόν που ενέκρινε (ανάμεσα σε άγνωστο αριθμό αιτημάτων) κατά μέσο όρο 3040 παρακολουθήσεις τη μέρα.

Προβληματική αντιπολίτευση

Κάπως έτσι εξηγείται και η αντιπολιτευτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ενώ θεωρεί τον Κ. Μητσοτάκη μαέστρο της διαφθοράς στη χώρα και δεν χάνει ευκαιρία να κάνει λόγο για το μείζον δημοκρατικό ζήτημα που ανακύπτει από το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, αποφάσισε να πορευτεί με «θετική» προεκλογική αντιπολίτευση. Είναι, άλλωστε προφανές πως οποιαδήποτε αντιπολίτευση που θα σεβόταν τον εαυτό της, εφόσον έκανε λόγο για αντιδημοκρατική εκτροπή και ενώ οι κοινοβουλευτικοί και ελεγκτικοί μηχανισμοί αδυνατούν να δώσουν λύση, θα προσπαθούσε να πέσει η κυβέρνηση και να πάμε άμεσα σε εκλογές. Αυτό δε, ισχύει σε υπερπολλαπλάσιο βαθμό για τη συγκεκριμένη κυβέρνηση και όσα έχει κάνει, έννομα και παράνομα. Όμως εδώ συμβαίνει το αντίθετο ακριβώς: Η δημοσκοπική στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ καθιστά συμφέρουσα τη διεξαγωγή εκλογών όσο αργότερα γίνεται, ελπίζοντας ότι η Ν.Δ. θα φθαρεί από τα σκάνδαλα και ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρει να πάρει την πρωτιά στην προεκλογική κούρσα «κοστολογημένων θετικών μέτρων» που και τα δύο κόμματα έχουν ήδη αρχίσει να υπόσχονται. Βέβαια, αυτή η τακτική είναι συμφέρουσα και για την Ν.Δ. που θα καταφέρει να ολοκληρώσει την τετραετία της ανενόχλητη και να πάει σε εκλογές με προγραμματικές εξαγγελίες σαν να μην τρέχει τίποτα, κάνοντας την πάπια για τις παρακολουθήσεις. Όσο για το μείζον δημοκρατικό ζήτημα, αυτό πήγε προ πολλού περίπατο και για τα δυο αυτά κόμματα. Άλλωστε και το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων επιβεβαιώνει ότι το κράτος έχει συνέχεια

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!