Οι αγορές, η ΕΚΤ και η μεταβίβαση εξουσιών από τα κράτη προς το οικονομικό κέντρο της Ε.Ε. Του Wolfgang Streeck

Στην εποχή της ασύστολης τιποτολογίας που κατακλύζει τον μιντιακό χρόνο και χώρο, η συζήτηση για το «ευρωπαϊκό όραμα», τη δικτατορία των αγορών και τη δημοκρατία έχει καταδικαστεί στο πυρ το εξώτερον. Το θέμα όμως είναι καίριας σημασίας. Παραθέτουμε σήμερα σχετικό άρθρο του Wolfgang Streeck, που δημοσιεύτηκε στην Επιθεώρηση της Νέας Αριστεράς, τ. 73, Ιαν.-Φεβ. 2012.

[…] Πριν από λίγους μήνες, μεσ’ απ’ αυτές τις σελίδες, υποστήριξα πως ο μεταπολεμικός «δημοκρατικός καπιταλισμός» κρύβει μέσα του μια θεμελιακή αντίθεση ανάμεσα στα συμφέροντα των κεφαλαιαγορών και τα συμφέροντα των ψηφοφόρων· μια αντίθεση που μετατοπιζόταν διαδοχικά από δεκαετία σε δεκαετία, μέσω μιας διαδικασίας «δανεισμού από το μέλλον» που δεν ήταν βιώσιμη: από τον πληθωρισμό της δεκαετίας του ’70, στον κρατικό δανεισμό του ’80, από ‘κει στο ιδιωτικό χρέος του ’90 και των αρχών της δεκαετίας του 2000, ώς την τελική έκρηξη της οικονομικής κρίσης το 20081. Από τότε η διαλεκτική ανάμεσα στη δημοκρατία και τον καπιταλισμό ξετυλίγεται με ταχύτητα που κόβει την ανάσα. […]

Ηπειρωτικές ανισορροπίες
Στο μεταξύ φαίνεται πια καθαρά πως τα δημοκρατικά κράτη του καπιταλιστικού κόσμου δεν έχουν μόνο έναν κυρίαρχο, αλλά δυο: το λαό τους, από κάτω, και τις διεθνείς «αγορές», από πάνω. Η παγκοσμιοποίηση, η χρηματιστικοποίηση και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εξασθένησαν τον πρώτο και ισχυροποίησαν το δεύτερο. Η ισορροπία δύναμης γέρνει τώρα προς τα πάνω. Στο παρελθόν οι ηγέτες έπρεπε να καταλαβαίνουν και να μιλάνε τη γλώσσα του λαού· τώρα πρέπει να κατέχουν τη γλώσσα του χρήματος. Τους «γητευτές του λαού» διαδέχτηκαν οι «γητευτές του κεφαλαίου», με την ελπίδα πως αυτοί γνωρίζουν τα μυστικά κόλπα που θα εξασφαλίσουν στους επενδυτές ότι θα πάρουν τα λεφτά τους πίσω με τόκο. Κι αφού η εμπιστοσύνη του επενδυτή είναι πιο σημαντική από την εμπιστοσύνη του ψηφοφόρου, η Δεξιά και η κεντροδεξιά όχι μόνο δεν βλέπουν σαν πρόβλημα την εξελισσόμενη ανάληψη της εξουσίας από τους έμπιστους του κεφαλαίου, αλλά τη θεωρούν σαν τη λύση. Στη βόρεια Ευρώπη η παροιμιώδης δημιουργική λογιστική της Ελλάδας και το ενδημικό πελατειακό καθεστώς της Ιταλίας, διευκολύνουν την κατά κράτος νίκη της ιδέας πως η δημοκρατία δεν μπορεί να υποστηρίζει το δικαίωμα να ζει κανείς πάνω από τις δυνατότητές του ή να μην πληρώνει τα χρέη του, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για τα χρήματά «μας».
Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Δεν είναι τα χρήματά «μας» που παίζονται, αλλά τα χρήματα των τραπεζών, ούτε είναι η αλληλεγγύη προς τους Έλληνες, αλλά αυτή προς τις «αγορές». Όπως γνωρίζουμε, οι δεύτερες κυριολεκτικά πλημμύρισαν με λεφτά τους πρώτους, με την προσδοκία πως θα πληρωθούν, κι αν όχι απ’ αυτούς, τότε από τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης, στην ανάγκη με τον εκβιασμό του 2008 «είμαι πολύ μεγάλος για να χρεοκοπήσω». Οι κυβερνήσεις δεν πρόβαλαν αντιρρήσεις σ’ αυτές τις προσδοκίες, αν και δεν είναι δυνατό να ξέφυγε από την προσοχή των γιγάντιων εποπτικών οργάνων των μεγάλων κρατών-εθνών και των διεθνών οργανισμών πώς χώρες σαν την Ελλάδα έφτασαν στο σημείο υπερκορεσμού σε φτηνή πίστωση μετά την είσοδό τους στην Ευρωζώνη. Στ’ αλήθεια εκ των υστέρων φαίνεται πως αυτή η εξέλιξη –η τροφοδότηση, την εποχή της παγκόσμιας σταθεροποίησης προϋπολογισμών, των κρατών του Νότου με χρήμα από την ιδιωτική πίστωση, σε αντικατάσταση των επιδοτήσεων που μειώνονταν καθώς προέρχονταν από εξαντλημένους περιφερειακούς και λειτουργικούς κοινοτικούς πόρους– ήταν ένας από τους κυριότερους λόγους που επέτρεψαν στους Μεσόγειους αργοπορημένους επιβάτες του δημοκρατικού καπιταλισμού να μπουν στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση. Έτσι, όχι μόνο οι τράπεζες έκαναν προσοδοφόρες και φαινομενικά ασφαλείς δουλειές, αλλά και οι εξαγωγικές βιομηχανίες των βόρειων κρατών επωφελούνταν από την σταθερά ανανεωμένη αγοραστική δύναμη των πελατών στο Νότο, χωρίς το φόβο πως χώρες σαν την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα θα κάνουν περιοδικά υποτιμήσεις νομίσματος για να προστατευτούν από τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα των βόρειων οικονομιών.
Την υποκριτική έκπληξη των πολιτικών ελίτ του Βορρά για το πώς χρησιμοποίησαν οι Μεσογειακοί γείτονες τα δάνεια και τις επιδοτήσεις για να τροφοδοτήσουν τη διαφθορά και την κερδοσκοπία -αντί για «έντιμη» αγγλοσαξονική ανάπτυξη- πρέπει να τη λογαριάσουμε σαν ένα από τα πιο ξεδιάντροπα κατορθώματα της πολιτικής προϊστορίας. Ακόμα κι αυτοί που δεν ήσαν καλά πληροφορημένοι ήξεραν για τις απίθανα τεράστιες συγκομιδές ελιών στην Ελλάδα, που επιδοτούνταν διπλά από την Ε.Ε.: μια φορά σαν παραγωγή και άλλη μια σαν υποθετική μετατροπή σε μηχανέλαιο – ακριβώς όπως οι στενές διασυνδέσεις στη μεταπολεμική Ιταλία μεταξύ της Χριστιανικής Δημοκρατίας και της μαφίας, με ένα υποκείμενο σαν τον Τζούλιο Αντρεότι να ‘ναι το νευραλγικό σημείο του πανίσχυρου δικτύου που ένωνε τον κρατικό μηχανισμό, τα πολιτικά κόμματα, το στρατό, το οργανωμένο έγκλημα και τις μυστικές υπηρεσίες δεν ήσαν απλά ένα κρατικό μυστικό. Σ’ ό,τι αφορά την Ελλάδα, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ήσαν ενήμεροι για τους παλιούς εκκρεμείς λογαριασμούς που μαζεύτηκαν μετά το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας: διανομή πλούτου που θύμιζε Λατινική Αμερική· ανώτερη τάξη που πρακτικά εξαιρούνταν από τη φορολογία· δημοκρατικό κράτος που δεν είχε άλλη επιλογή παρά να δανείζεται από τις «αγορές» ή από άλλα κράτη τους πόρους που οι πλούσιοι πολίτες του φυγάδευαν στο εξωτερικό, έτσι που τα «παλιά λεφτά» να αναπαύονται στην ησυχία τους και τα νέα λεφτά να χρησιμοποιούνται για να εξαγοράζουν την υποστήριξη της ανερχόμενης μεσαίας τάξης που στρεφόταν σε όλο και πιο βόρειου τύπου πρότυπα κατανάλωσης. […]

Σύγκλιση ιταλικού τύπου;
Όσο για την οργανωμένη Ευρώπη, διχασμένη σήμερα σε Βορρά και Νότο, ίσως πρέπει να προετοιμαστούμε για ένα νέο γύρο ολοκλήρωσης. Κάτι που μάλλον προκαλεί έκπληξη, αν σκεφτούμε πως είναι κοινή η διαπίστωση ότι η «ευρωπαϊκή συνείδηση» λιγοστεύει. Γι’ άλλη μια φορά η νέα προσπάθεια θα γίνει με την καθοδήγηση του δοκιμασμένου νεολειτουργικού μοντέλου, χωρίς τη συμμετοχή -και πιθανά ενάντια στη θέληση- του πόπολου. Η νεολειτουργική ολοκλήρωση βασίζεται στο «ξεχείλισμα» από τα ήδη οργανικά πεδία προς άλλες περιοχές, που σχετίζονται λειτουργικά, που δημιουργήθηκαν από περιστασιακούς δεσμούς, και που αυτοπροσδιορίζονται πολιτικά σαν πραγματικές συνθήκες (Sachzwänge) που απλά μένει να επικυρωθούν. Έτσι έβλεπε ο Ζαν Μονέ την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης κι έτσι την έγραψε στους μαυροπίνακες μια ολόκληρη γενιά πολιτικών επιστημόνων. Πάντως, ήδη πριν από το 1990 φάνηκε ότι ο μηχανισμός αυτός είχε εξαντλήσει τα όριά του. Καθώς η ολοκλήρωση εισχωρούσε στον πυρήνα των εθνών-κρατών και της κοινωνικής οργάνωσής τους, βαθμιαία «πολιτικοποιούνταν» και τελικά στόμωνε. Τα νέα βήματα προς την ολοκλήρωση γίνονταν όλο και πιο δύσκολα, και όταν γίνονταν, γίνονταν μόνο μέσω του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Ένα φάντασμα στοίχειωνε την Ευρώπη των Βρυξελλών: μήπως του λοιπού η κατάργηση εξουσιών στα έθνη-κράτη θα ‘πρεπε να εξαρτηθεί από την «Ευρωπαϊκή συνείδηση» των λαών τους – ή, ακόμα παραπέρα, από την επίκληση της δημοκρατικής ευρωπαϊκής συνείδησης;
Η κρίση της Ευρωζώνης έλυσε το ζήτημα διαχωρίζοντας και πάλι τη διαδικασία της ολοκλήρωσης από τη θέληση των λαών. Η νομισματική ένωση, που αρχικά ξεκίνησε σαν τεχνοκρατική άσκηση -που κατά συνέπεια δε θα ‘θιγε τα θεμελιώδη ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και δημοκρατίας που θα προκύπτανε στην περίπτωση της πολιτικής ένωσης- μετασχηματίζει τώρα ταχύτατα την Ε.Ε. σε ομοσπονδιακή οντότητα, στο εσωτερικό της οποίας η κυριαρχία και άρα η δημοκρατία των εθνών-κρατών, πρώτ’ απ’ όλα των μεσογειακών, υπάρχει μόνο στα χαρτιά. Η ολοκλήρωση «ξεχειλίζει» τώρα από τη νομισματική προς τη δημοσιονομική πολιτική. Οι Sachzwänge (όροι) των διεθνών αγορών -στην παρούσα μορφή τους η χωρίς ιστορικό προηγούμενο ένταση της αξίωσης των κατόχων χρεόγραφων για κέρδος και ασφάλεια- σφυρηλατούν μια ολοκλήρωση που δεν τη θέλησαν ποτέ οι πολιτικοί-δημοκρατικοί θεσμοί και που τη θέλουν ακόμα πιο λίγο σήμερα. Οι νομικές μορφές που παίρνουν είναι δευτερεύουσας σημασίας: οτιδήποτε κι αν συμβεί, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θ’ αγοράσει ατέλειωτες ποσότητες χρεογράφων που οι ιδιώτες επενδυτές δεν τα θέλουν πια· κι η Φρανκφούρτη, οι Βρυξέλλες, το Βερολίνο, κι ίσως και το Παρίσι, με ή χωρίς αλλαγή της συνθήκης, θα «σφίγγουν το λουρί» (Άνγκελα Μέρκελ) για δεκαετίες στα νοικοκυριά των εθνών που χρωστάνε.
Αντίθετα προς τη φάρσα της «Συνταγματικής Συνθήκης» του 2005, τώρα δεν θα ‘χει δημοψηφίσματα. Ο Βορράς θα πληρώσει τον Νότο και ο Νότος θα πληρώσει τις τράπεζες αντί για το Βορρά. Η ισχύς των απρόσβλητων από τη δημοκρατική πίεση ευρωπαϊκών θεσμών, και ειδικά της ΕΚΤ, σκαρφαλώνει πια σε αφάνταστα ύψη, με τις πλάτες και την αντιστήριξη του διευθυντηρίου των δυο ηγεμονικών εθνών – που θα ‘ταν διευθυντήριο του ενός, αν η νέα υπέρτατη δύναμη δεν ήταν υποχρεωμένη να συσκοτίζει για ιστορικούς λόγους όσο μπορεί τις πραγματικές περιστάσεις.

Δυστυχισμένος γάμος
Ειν’ αλήθεια πως αυτή η «ακόμα πιο στενή ένωση» δεν θα ‘ναι ειδυλλιακή· θα γίνει σαν γάμος με το πιστόλι στον κρόταφο, που τον έφερε μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και τον επέβαλαν οι γονείς – συνταγή που σπάνια φέρνει την ευτυχία. Η «ένωση εμβασμάτων» που αναδύεται τώρα, μπορεί κάλλιστα να συγκριθεί με την ενοποιημένη Ιταλία, όπου οι πλούσιες βόρειες περιοχές επιδοτούσαν σ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο τις καθυστερημένες νότιες χωρίς σπουδαία αποτελέσματα. Αυτό που ξεκίνησε σαν τρόπος ολοκλήρωσης της εθνικής ενότητας γρήγορα εξελίχθηκε σε σύστημα θεσμοθετημένης διαφθοράς. Η οικονομική βοήθεια της Cassa del Mezzogiorno (Ταμείο της Μεσημβρίας) αντί να ρέει στους δυναμικούς τοπικούς επιχειρηματίες -που ‘σαν σχεδόν ανύπαρκτοι και που άλλωστε ασφυκτιούσαν- έρρεε προς την περιχαρακωμένη μετα-φεουδαρχική ανώτερη τάξη, που με τη σειρά της παρέδιδε στη Χριστιανική Δημοκρατία τις ψήφους των ορεινών πληθυσμών που έλεγχε· ταυτόχρονα η εθνική κυβέρνηση φρόντιζε να μη διαταράσσει την κυριαρχία τους. Κι έτσι, όπως ακριβώς γινόταν στον Γατόπαρδο, τα πράγματα μένανε όπως ήσαν. […]
Αν η ίδια η Λομβαρδία δεν κατάφερε, επί μισό αιώνα, να πετύχει τον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό της Μεσημβρίας, πόσο μπορούμε να ελπίζουμε πως τα εμβάσματα της βόρειας Ευρώπης προς τη Μεσόγειο δε θα’ ναι τίποτα παραπάνω από κεφαλικός φόρος στους φορολογούμενους του Βορρά στη βάση της μεγαλύτερης παραγωγικότητας των επιχειρήσεων των χωρών τους; Έλληνες και Φινλανδοί δεν μοιράζονται καμιά κοινή ιστορία εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα· ούτε και φαίνεται κάποια προοπτική επιδοτήσεων περιφερειακής ανάπτυξης από κάποιον τρίτο. Γιατί λοιπόν οι Βόρειο-Ευρωπαίοι να είναι πιο υπομονετικοί με τη νότια Ευρώπη, απ’ όσο είναι οι Βόρειοι Ιταλοί με τη νότια Ιταλία; Η εισαγωγή του ευρώ δημιούργησε ένα παράλληλο απειλητικό πρόβλημα που συχνά το υποτιμούν, το μπλοκάρισμα κάθε δυνατότητας υποτίμησης στις οικονομικά αδύναμες περιοχές του Νότου της Ευρώπης, όπως και στην Ιταλία. Το αποτέλεσμα θα ‘ναι το ίδιο: διαρκής οπισθοδρόμηση, συνεχής εξάρτηση από εμβάσματα, διογκούμενη δυσφορία τόσο των αποδεκτών όσο και των παρόχων της οικονομικής βοήθειας.
Η ανοχή της Βόρειας Ευρώπης στην παραμονή της Ελλάδας στη Νομισματική Ένωση μοιάζει με Δούρειο Ίππο – μόνο που αυτή τη φορά οι Έλληνες δεν φέρνουν, αλλά παίρνουν δώρα. Το ελληνικό κράτος και η ελληνική αστική τάξη φαίνεται πως συνεχίζουν να προτιμούν το «κάλλιο ένα και στο χέρι -με τη μορφή περιστασιακών ευρωπαϊκών επιδοτήσεων- από το δέκα και καρτέρει»: αυτόνομη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη μετά την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Το κουβάρι των συμφερόντων που διακυβεύονται είναι πολύ μπλεγμένο και δεν μπορούμε να ξετυλίξουμε εδώ τις λεπτομέρειές του. Αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι το γερμανικό συνδικάτο IG Metall υποστηρίζει ανοιχτά τη «διεθνή αλληλεγγύη» προς την Ελλάδα στη λογική ότι έτσι εξασφαλίζονται σε μακροπρόθεσμη βάση οι εξαγωγές στη Μεσόγειο². Επειδή όμως η «αλληλεγγύη» δεν μπορεί να ‘ναι «μονόδρομος», πρέπει και η οικονομική και κοινωνική πολιτική της Ελλάδας να μπουν κάτω από επίβλεψη, έτσι που το ευρύ κοινό του Βορρά που ήδη υποφέρει από την πολιτική αυστηρής λιτότητας να δεχτεί πιο εύκολα το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για τη συνοχή της Ένωσης. Η Νομισματική Ένωση, λοιπόν, «ξεχειλίζει» προς μια μορφή πολιτικής ένωσης, σε κόστος της δημοκρατίας τόσο στον Νότο -με την εξουσία των κοινοβουλίων στη διαμόρφωση του προϋπολογισμού να μεταφέρεται στα εποπτικά όργανα της Ε.Ε. και του ΔΝΤ- όσο και στον Βορρά, όπου σχεδόν κάθε πρωί απλοί άνθρωποι και κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι μαθαίνουν από τις εφημερίδες πώς και ποιο νέο χρεοκοπημένο χαρτοφυλάκιο μοχλεύτηκε το βράδυ.

Ο καπιταλισμός της φούσκας
Στο μεταξύ, οι κυβερνήσεις και η κοινή γνώμη της Βόρειας Ευρώπης βάζουν πάνω στα έθνη-οφειλέτες τη σφραγίδα της ενάρετης ουτοπίας τους για μια ζωή συμμορφωμένη με τις αγορές, χωρίς να αμφισβητούν πως και οι ίδιοι εθίστηκαν σ’ αυτό που ο Ralf Dahrendorf ονόμασε Pumpkapitalismus -καπιταλισμό της φούσκας- και που βασίζεται στο φτηνό χρήμα που δίνουν οι χρηματοοικονομικές αγορές όταν πέσουν σε κατάσταση αμόκ. Πιο παραγωγικό θα ‘ταν να αναρωτηθούμε πώς πρέπει να ξαναγραφτεί το κοινωνικό συμβόλαιο του δημοκρατικού καπιταλισμού, έτσι ώστε να ξεκόψει από την επικίνδυνη συνήθεια να εκτονώνει τις συγκρούσεις με πληρωμές προκαταβολών. Πώς πρέπει να ‘ναι ένας καπιταλισμός που, για το καλό της κοινωνικής συνοχής, να μην εξαρτάται από το φουσκωμένο πιστωτικό σύστημα που προσυπογράφει πρότυπα απεριόριστης κατανάλωσης, όταν ο καθένας πια γνωρίζει πως δεν μπορούν να ισχύουν για όλους; Πιστωτικό σύστημα που οι υποσχέσεις του μοιάζουν άλλωστε όλο και πιο πολύ χωρίς αντίκρισμα και που όλο και λιγότεροι πιστωτές το εμπιστεύονται. Τούτα τα ερωτήματα τα έβαλαν με διαφορετικό τρόπο, τόσο συντηρητικοί σαν τον Meinhard Miegel, όσο και προοδευτικοί σαν τον Amartya Sen και τον Jean-Paul Fitoussi. Ξέρουμε όμως -ή θα ‘πρεπε να ξέρουμε- πως η ρήξη με τον αυτοκαταστροφικό μαζικό καταναλωτισμό, που έχει αρπάξει όλο τον κόσμο στη λαβή του, μπορεί να γίνει μόνο αν αυτοί που επωφελήθηκαν περισσότερο από τους πρόσφατους μετασχηματισμούς της καπιταλιστικής οικονομίας θυσιάσουν πιο πολλά απ’ αυτούς που είδαν τις ευκαιρίες στη ζωή τους να λιγοστεύουν στη διάρκεια των δεκαετιών της φιλελευθεροποίησης και της παγκοσμιοποίησης.
Για να γίνει η δημοκρατική αποχώρηση από την εφησύχαση που προσφέρει ο καπιταλισμός του φτηνού χρήματος και που είναι απειλή για τη ζωή, πρέπει να λυθούν τα προβλήματα που αυτός χειροτέρεψε. Η καταναλωτική πίστη σαν αντιστάθμισμα των καθηλωμένων μισθών και το χάσμα που ανοίγεται ανάμεσα στην κορυφή και στη βάση θα ‘σαν δευτερεύοντα ζητήματα αν όλοι κέρδιζαν έναν αξιοπρεπή μισθό. Η καλύτερη ζωή και οι καλύτερες συνθήκες εργασίας για τη μεγάλη πλειοψηφία θα μετριάζανε την ανάγκη για όλο και περισσότερα καταναλωτικά παιχνίδια, αντίδοτα στο άγχος της κοινωνικής κατάστασης, στην πίεση του κοινωνικού ανταγωνισμού και στην ανασφάλεια που αυξάνεται. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει αν δεν αναζωογονηθεί το συνδικαλιστικό κίνημα, για να βοηθήσει να μπει τέλος στην καταστρεπτική εκμετάλλευση της ικανότητας του ανθρώπου για εργασία και για δημιουργία οικογένειας. Ταυτόχρονα, η χρηματοδότηση των δημόσιων δαπανών από δάνεια πρέπει να αντικατασταθεί από την αποτελεσματική φορολόγηση των εισοδημάτων και των μετοχών των κερδισμένων από την φιλελευθεροποίηση. Τα κράτη δεν θα πρέπει να κάνουν με δανεικό χρήμα το κοινωνικό έργο που τους αναθέτουν οι πολίτες τους, χρήμα που μετά πρέπει να πληρωθεί με τόκο στους δανειστές, που με τη σειρά τους θα το κληροδοτήσουν σαν πλούτο στα παιδιά τους. Μόνο αν αναστραφεί η τάση για βάθεμα της κοινωνικής διαίρεσης -η υπογραφή του καπιταλισμού στον ύστερο εικοστό και στον πρώιμο εικοστό πρώτο αιώνα- μπορούμε να σκεφτούμε μια σύγχρονη κοινωνία που να είναι απελευθερωμένη από την πίεση να εξασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη κατασκευάζοντας συνθετική ανάπτυξη με ανεξέλεγκτη παραγωγή τοξικών ομολόγων.
Το θέμα αυτό δεν είναι καθόλου νέο. Αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει δεν είναι ότι ήρθε ξαφνικά -ή ξαναήρθε- αλλά ότι η δημοκρατική λύση μοιάζει τόσο αδύνατη που ντρεπόμαστε ακόμη και να την αναφέρουμε, για να μη φανεί πως μένουμε κολλημένοι στο παρελθόν. «Όπως οι αρχαίοι λαοί θεωρούσαν υπέρτατη ανάγκη της ζωής την κοινή πίστη, έτσι κι εμείς χρειαζόμαστε τη δικαιοσύνη», έγραψε ο Emile Durkheim στη γόνιμη εργασία του για τη διαίρεση της εργασίας3. Από το τέλος της μεταπολεμικής εποχής, το νερό μπήκε στ’ αυλάκι, το πιο πολύ κυλάει στον ποταμό Χάντσον, δίπλα από τη νότια άκρη του Μανχάταν, απ’ όπου σήμερα κυβερνιέται ο κόσμος. Τα συνδικάτα εξαφανίζονται, το κεφάλαιο αφουγκράζεται μόνο τους προέδρους των κεντρικών τραπεζών κι αγνοεί τα πολιτικά κόμματα· το χρήμα των πλουσίων είναι παντού και πουθενά, κι εξαφανίζεται αστραπιαία μόλις εμφανιστούν προοδευτικές φορολογικές κλίμακες. Μένει μόνο η απορία τι μορφή θα ‘χει το νέο όπιο του λαού που θα επινοήσουν οι κερδοσκόποι του ύστερου καπιταλισμού, όταν το πιστωτικό ντοπάρισμα της εποχής της παγκοσμιοποίησης πάψει να λειτουργεί, ενόσω δε θα ‘χει ακόμα στηθεί γερά η δικτατορία των «ανθρώπων του χρήματος». Ή μήπως να ελπίσουμε πως ξεμείνανε από ιδέες;

(1) Streeck: «Οι κρίσεις του δημοκρατικού καπιταλισμού»:, nlr 71, Σεπ-Οκτ 2011. Το παρόν κείμενο γράφτηκε σαν επίλογος στη γερμανική μετάφραση εκείνου του δοκίμιου· με μια μικρή ενημέρωση, δημοσιεύτηκε με την ευγενική παραχώρηση στο Lettre Internationale. Βλ. ‘Völker und Märkte: Demokratischer Kapitalismus und Europäische Integration. Ein Epilog’, li, Winter 2011.
Στμ: Η έβδομη ενότητα από τις «κρίσεις του δημοκρατικού καπιταλισμού», δημοσιεύτηκε στο Δρόμο της Αριστεράς, το Μάρτη 2012, τ. 108, με τον τίτλο «Η περίοδος της πολιτικής αταξίας».
(2) Βλ. IG Metall, 10 Gründe für den Euro und die Währungsunion (10 Λόγοι υπέρ του ευρώ και της νομισματικής ένωσης), 19 Αυγούστου 2011. «Σε αντίθεση με τις άλλες εθνικές οικονομίες η γερμανική ζει από τις εξαγωγές. Οι πελάτες μας στο εξωτερικό λογίζονται σαν εκατομμύρια θέσεις εργασίας στη Γερμανία. Οι σπουδαιότεροι αγοραστές γερμανικών προϊόντων είναι οι Ευρωπαίοι … το κοινό νόμισμα συνέβαλε σε τεράστιο βαθμό στην ανταγωνιστικότητα των γερμανικών προϊόντων. Αν πετάξουμε τις οφειλέτριες χώρες έξω από το κοινό νόμισμα, αυτές θα υποτιμήσουν το νόμισμά τους για να τονώσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Το ευρώ που θ’ απομείνει, θα ‘ναι το νόμισμα των οικονομικά εύρωστων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα δεχτεί μαζική πίεση για ανατίμηση. Η επιστροφή στο γερμανικό μάρκο θα σημάνει ανατίμηση το λιγότερο 40% … τα ευρωομόλογα, τα πακέτα διάσωσης καθώς και κάθε άλλη βοήθεια προς τις ελλειμματικές χώρες πρέπει να συνοδεύονται από όρους για τη μείωση του χρέους … τα χρέη και τα πλεονάσματα κάθε χώρας πρέπει να παρακολουθούνται από ένα Ταμείο Ευρωπαϊκού Νομίσματος. Υπερβολικά χρέη ή πλεονάσματα  πρέπει να εντάσσονται σε πορεία διόρθωσης.
(3) Emile Durkheim, The Division of Labour in Society [1893], Houndmills 1984, p. 322.
Μετάφραση Γ.Φ., Αύγουστος 2012

* Ο Wolfgang Streeck γεννήθηκε το 1946, είναι Γερμανός, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κολονίας και διευθυντής Κοινωνιολογικών Μελετών του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ.

Σημείωμα του μεταφραστή: Το άρθρο τούτο του W. Streeck γράφτηκε το Φλεβάρη του 2012. Ένας καλός σύντροφος μου το ‘στειλε να το διαβάσω από τον Μάρτη. Σκέφτηκα ότι άξιζε τον κόπο να μεταφραστεί και να διαβαστεί, αλλά τελικά κατάφερα να βρω χρόνο να το μεταφράσω τον Αύγουστο. Παρ’ όλη την καθυστέρηση το άρθρο δεν έχει χάσει την αξία του.
Ειν’ αλήθεια πως βομβαρδιζόμαστε από πληθώρα διαπιστώσεων και κοινότοπου λόγου, τόσο που να ‘χουμε πια μπουχτίσει, οι δε ειδικοί, κυβερνητικοί και μη, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι, ρήτορες, πολιτικοί, παράγοντες, αυτοσχέδιοι και μη οικονομολόγοι, είναι τόσοι πολλοί, που δίνουν την εντύπωση φαινόμενου συρροής τσαρλατάνων σε εποχή πανούκλας στο μεσαίωνα. Δεν περισσεύει χώρος και χρόνος για νηφαλιότητα, ούτε για ρεαλιστική σκέψη και η όποια καλή ιδέα χάνεται μέσα στο χάος της «υπερπληροφόρησης» και της υπερδιέγερσης. Πάντως, τούτο το άρθρο δεν προσφέρεται για πρόχειρη ανάγνωση. Συνιστώ στον αναγνώστη να κάνει τον κόπο να το διαβάσει προσεκτικά και να το ξαναδιαβάσει. Θα βγει πολλαπλά ωφελημένος. Ο συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά το αντικείμενο. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η πρόβλεψή του για το νέο ρόλο της ΕΚΤ επιβεβαιώθηκε και ότι η νέα μορφή ολοκλήρωσης, η μεταβίβαση εξουσιών από τα κράτη προς το οικονομικό κέντρο της Ε.Ε., μέσω του δημοσιονομικού ελέγχου, το «ξεχείλισμα», όπως παραστατικά το λέει, αρχίζει να υλοποιείται θεσμικά. «Όποιος ελέγχει το χρέος, ελέγχει τα πάντα», λέει μια σοφή ρήση.
Όλα τα θέματα που μας απασχολούν, οικονομικά, πολιτικά, ιδεολογικά, βρίσκονται εδώ και προκαλούν τον καθένα να τοποθετηθεί. Όπως και το ερώτημα, αν υπάρχει περιθώριο για αναστήλωση του δημοκρατικού καπιταλισμού ή αν απέναντι στη δικτατορία των αγορών πρέπει να προσανατολιστούμε προς άλλη κατεύθυνση. Τα όσα δε καίρια αναφέρει για το Νότο και ειδικά για την Ελλάδα, σίγουρα θέτουν το ερώτημα ποιο είναι το μέλλον αυτού του «δυστυχισμένου γάμου».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!