Της Αλίκης Βεγίρη.
Όπως κάθε προϊόν που φιλοδοξεί να κάνει καριέρα στην αγορά πρέπει πρωτίστως να πιστοποιηθεί, έτσι και η εκπαίδευση, ειδικά η Tριτοβάθμια, προτού αναβαπτιστεί στο καθαρτήριο λουτρό της αγοράς, οφείλει προηγουμένως να αξιολογηθεί και να τιμολογηθεί, έτσι ώστε οι επίδοξοι αγοραστές/επενδυτές να γνωρίζουν επακριβώς την αξία της επένδυσης, το ρίσκο που θα αναλάβουν, ώς και τις μελλοντικές αποδόσεις των κεφαλαίων τους.

Αν για τα κοινά εμπορεύματα και τις υπηρεσίες υπάρχει η πιστοποίηση κατά ISO, για το τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό προϊόν, το πρωτόκολλο πιστοποίησης, ώς και οι πιστοποιημένοι οργανισμοί που θα δικαιούνται να πιστοποιούν δεν έχουν εισέτι πιστοποιηθεί…
Αντ’ αυτών, στη μεταβατική αυτή κατάσταση, χρέη άτυπης πιστοποίησης των ανά την υφήλιο πανεπιστημιακών ιδρυμάτων έχουν αναλάβει αρκετοί καλοθελητές, με προεξάρχοντες τους: 1) QS World University rankings, 2) Academic Ranking of World Universities (του Πανεπιστημίου της Σαγκάης), και 3) THE World University Rankings (των TIMES),  οι οποίοι και θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια.
Για να μπορέσει η επιχείρηση lifting, (κοινώς μεταρρύθμιση) να εφαρμοστεί και στα ελληνικά πανεπιστήμια, ώστε να βγαίνουν πλέον ευπρόσωπα στην αγορά, εξαπολύθηκε μια άγρια εκστρατεία σπίλωσης η οποία, συν τοις άλλοις, αλίευε επιχειρήματα και από τη θέση που αυτά κατείχαν στους πίνακες κατάταξης των προαναφερθέντων μηχανισμών αξιολόγησης.

Μηχανισμοί αξιολόγησης και ελληνικά πανεπιστήμια
Ας δούμε, λοιπόν, από κοντά, ποια είναι αυτά τα κριτήρια:
1) Ο QS World University rankings αξιολογεί συνολικά ένα πανεπιστήμιο σύμφωνα με: α) τη φήμη που έχει στην ακαδημαϊκή κοινότητα, με στατιστικό βάρος 40%,  β) τη γνώμη που έχουν σχηματίσει οι εργοδότες για τους αποφοίτους του, με 10%, γ) τον αριθμό των αναφορών ανά ερευνητή για τις εργασίες που παράγονται σ’ αυτό, με ένα 20%, δ) την αναλογία φοιτητών προς διδάσκοντες, με 20%, ε) τον αριθμό των αλλοδαπών φοιτητών που σπουδάζουν εκεί, με 5% και ζ) τον αριθμό των αλλοδαπών καθηγητών που προσελκύει, μ’ άλλο ένα 5%.
Σύμφωνα με το πρώτο κριτήριο, είναι φανερό ότι ευνοούνται τα μεγάλα πανεπιστήμια, μια και λόγω εκτοπίσματος έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν γνωστά. Σύμφωνα με το δεύτερο, ευνοούνται εκείνα τα οποία εδρεύουν σε ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες και αγορές, σύμφωνα με το τρίτο, αυτά στα οποία υπάρχει ικανή χρηματοδότηση για τη διεξαγωγή έρευνας και για πρόσληψη διδακτικού προσωπικού ενώ, σύμφωνα με τα δυο τελευταία κριτήρια, ευνοούνται τα αγγλοσαξονικά πανεπιστήμια, κυρίως λόγω γλώσσας.  Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι το 65% των πρώτων 100 θέσεων του πίνακα καταλαμβάνεται από αγγλόφωνα πανεπιστήμια.
Από την Ελλάδα, το Καποδιστριακό, η ΑΣΟΕΕ, το Μετσόβιο, και το Αριστοτέλειο, παρά την οπισθοδρομική παραγωγική δομή της χώρας, την σχεδόν ανύπαρκτη χρηματοδότηση της έρευνας, (με ποσοστό, το μικρότερο εντός Ε.Ε.) και παρά το μειονέκτημα της γλώσσας, βρίσκονται στην ομάδα 201-300, ενώ με μόνο το κριτήριο της ακαδημαϊκής επίδοσης πλησιάζουν τη 200η, αφήνοντας ξωπίσω τους πανεπιστήμια ολκής, όπως το Tufts, το Stony Brook, την École Normale Supérieure de Lyon, το Vanderbild, το George Washington, το Πανεπιστήμιο του Essex, το Πανεπιστήμιο του Reading, το Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός. Το δε ΕΜΠ, στην κατηγορία των τεχνολογικών ιδρυμάτων, βρίσκεται μια ανάσα μόνο από την εκατοστή.
2) Οι πίνακες του Πανεπιστημίου της Σαγκάης καταρτίζονται με βάση κριτήρια τα οποία απευθύνονται στα θετικής κατεύθυνσης, κυρίως ελίτ και πλούσια πανεπιστήμια. Εδώ, λαμβάνονται υπ’ όψιν ο αριθμός των καθηγητών κατόχων Βραβείων Νόμπελ, ο αριθμός των αποφοίτων με Βραβείο Νόμπελ επίσης, ο αριθμός των διδασκόντων με τις περισσότερες αναφορές στο έργο τους, ο αριθμός των εργασιών που έχουν δημοσιευτεί στα υψηλού κύρους περιοδικά Nature και Science, καθώς και ο συνολικός αριθμός των δημοσιεύσεων σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά. Παρ’ όλα αυτά, και παρά το γεγονός ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια δύσκολα θα έβρισκαν τους πόρους για την πρόσληψη Βραβείων Νόμπελ, το Καποδιστριακό τα καταφέρνει να βρίσκεται στην ομάδα 201-300, παρέα με πολύ γνωστά πανεπιστήμια.
3) Η κατάταξη κατά TIMES είναι η μοναδική η οποία επιχειρεί να μετρήσει(!) την ποιότητα της διδασκαλίας, με συντελεστή μάλιστα ίσο με 30%. Πέρα από τον όγκο της ερευνητικής δραστηριότητας, τη φήμη και τον αριθμό των αλλοδαπών φοιτητών, λαμβάνει επίσης υπ’ όψιν της και τα εισοδήματα του πανεπιστημίου από παροχή υπηρεσιών προς τη βιομηχανία, με ένα μικρό προς το παρόν ποσοστό, (2,5%). Στον κατάλογο αυτό, όπου περιλαμβάνονται μόνο τα πρώτα 200 πανεπιστήμια, τα ελληνικά απουσιάζουν.
«Το να βρίσκεται κάποιο πανεπιστήμιο συστηματικά στις πρώτες 20 θέσεις, είναι κάτι το πολύ σημαντικό, αλλά κι αυτά που απαντώνται στις πρώτες 300, αν σκεφτούμε ότι υπάρχουν γύρω στα 20,000 πανεπιστήμια παγκοσμίως, είναι εξ ίσου σημαντικό, και δείχνει αξιόλογη συμμετοχή στην παγκόσμια διανοητική αγορά», λέει ένας ειδικός επί των αξιολογήσεων.
Έτσι, με βάση τα προαναφερθέντα κριτήρια, οι ακαδημαϊκές και ερευνητικές περγαμηνές των ελληνικών πανεπιστημίων παρουσιάζουν μια αρκετά ευπρεπή εικόνα, τέτοια που να μην δικαιολογεί το μέγεθος του εξευτελισμού που υφίστανται.

Ασάφεια και παραπλάνηση
Πόσο σοβαρά, όμως, πρέπει να παίρνουμε τις εν λόγω κατατάξεις; Όχι και πολύ, αποφαίνονται οι ειδικοί, μια και σύμφωνα με τον Αϊνστάιν «ό,τι μπορεί να μετρηθεί, δεν σημαίνει ότι “μετράει”, ούτε ό,τι “μετράει” μπορεί τελικά να μετρηθεί». Και οι εφαρμοζόμενες μεθοδολογίες μπάζουν νερά από παντού.  
Για παράδειγμα, πώς ένα ποιοτικό μέγεθος, όπως η διδασκαλία, μπορεί κανείς να το καταστήσει ποσοτικό και να το μετρήσει ακριβώς;
Επίσης, κάποιοι δείκτες είναι πολύ ευαίσθητοι στο «θόρυβο», εξαιτίας ενός μικρού στατιστικού δείγματος, όπως για παράδειγμα η κατάταξη με βάση τους κατόχους Βραβείου Νόμπελ στο διδακτικό προσωπικό, όπως ορίζει η μέθοδος της Σαγκάης.
Μια άλλη ιδιότητα των κατατάξεων είναι ότι η κατανομή του αριθμού των πανεπιστημίων με βάση τη βαθμολογία τους  παρουσιάζει «μακριές ουρές», δηλαδή πέρα από τα λίγα πανεπιστήμια της πολύ υψηλής βαθμολογίας που βρίσκονται στην κορυφή, τα περισσότερα απ’ τα υπόλοιπα είναι απλωμένα σε παρεμφερείς βαθμολογίες, έτσι ώστε μια μικρή διαφοροποίηση σε ένα μόνο κριτήριο να μπορεί την επόμενη χρονιά να τα σπρώξει έως και 100 θέσεις παραπάνω ή παρακάτω.  
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι η ίδια η προοπτική μέτρησης των επιδόσεων θέτει σε κίνηση και τον μηχανισμό χειρισμού τους. Δηλαδή, για να μπορέσουν τα πανεπιστήμια να κερδίζουν θέσεις, εφαρμόζουν κάτι ανάλογο με τα «greek statistics».
Επίσης, όλες οι μεθοδολογίες καταρτίζονται με ένα συγκεκριμένο μοντέλο για το τι συνιστά «καλό» πανεπιστήμιο που, φυσικά, είναι το Harvard και μόνο το Harvard. Διαφορετικοί ορισμοί, όπως είναι φυσιολογικό θα θεσπίσουν και διαφορετικά κριτήρια, απ’ όπου θα προκύψουν και διαφορετικές κατατάξεις.
Η κατάταξη, όμως, δεν είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Δηλαδή, η άνοδος ενός πανεπιστημίου στον πίνακα, δεν σημαίνει τον αυτόματο υποβιβασμό κάποιου άλλου. Πολύ απλά, ένα πανεπιστήμιο μπορεί να χάνει θέσεις, όχι λόγω υστέρησης σε επιδόσεις, αλλά διότι κάποια άλλα, όπως για παράδειγμα τα ασιατικά, εισέρχονται δυναμικότερα στην αρένα και το προσπερνούν.  
Συμπερασματικά, αφενός οι μηχανισμοί αξιολόγησης δεν αντανακλούν ποιότητες per se, αφετέρου, όσα επιχειρήματα αντλούνται από αυτούς για ν’ απαξιώσουν τα ελληνικά πανεπιστήμια, δεν στηρίζονται και σε πολύ υγιείς βάσεις.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!