Ο Γλάρος
Ο κεραυνός με τη φωτιά στο σκοτεινό το θόλο
Γράφει μια προσταγή:
Να σπάζουνε τα κύματα στο γκρεμισμένο μώλο,
Με λυσσασμένη οργή.
Δεν αρμενίζει τίποτε στο στοιχειωμένο αγέρα
Και στα θολά νερά.
Μόνο ένας γλάρος που πετά προς τη φωλιά του πέρα,
Λάμνει τ’ άσπρα φτερά.
Δειλή ψυχή, που κάποτε κ’ εσένα εσυγκινούσε
Μέσα στην τρικυμιά,
Το κυπαρίσσι πούγερνε στο χώμα και βογγούσε
Για λίγη απανεμιά,
Δεν είχες νοιώσει ακόμα εσύ πόσο κι’ ο άγριος γλάρος
Σου μοιάζει γι’ αδερφός.
Λευκός στη μπόρα υψώνεται και δεν τον νοιάζει ο χάρος,
Λευκός σαν άγιο φως…
Βράδυ σ’ ένα χωριό
Γαληνεμένη, ξάστερη, γαλάζια πέρα ως πέρα,
Κρουστάλλινη απ’ τον όρθρο της ως τον εσπερινό της,
Κ’ είχε πλανέψει και τ’ αχνό χρυσό φεγγάρι η μέρα
Κι’ αργοταξίδευε άγρυπνο κι’ αυτό στον ουρανό της.
Τώρα αποκάτω απ’ τα βουνά τα θεϊκά που ισκίωσαν
Μαζώξαν τα κοπάδια τους απ’ τα λιβάδια οι στάνες,
Του κάμπου τα μικρόπουλα σωπάσανε θολώσαν
Τα στενορύμια του χωριού κι’ οι αυλές τους με τις δράνες.
Πλήθος οι ολόχαρες φωνές. κ’ εσβύσαν λίγο-λίγο.
Κάποια τζιτζίκια μοναχά λαλούν και προς τ’ αμπέλια
Κάποιες κοπέλες ξένοιαστες, γυρνώντας απ’ τον τρύγο,
Σκορπάνε ακόμα στην ερμιά τα δροσερά τους γέλια.
Ω! σαν αρχίση γύρω μου για πάντα να νυχτώνη,
Δε θέλω τα ξερόφυλλα να τρεμοφτερουγίζουν
Στο δρόμο μου, κι’ απάνω μου οι αρφανεμένοι κλώνοι
Μ’ ένα βραχνό παράπονο να με καλονυχτίζουν.
Θέλω το βράδυ που θαρθή να μ’ αγκαλιάση, νάναι
Ειρηνικό σαν τ’ αγαθό, σαν τ’ άγιο ετούτο βράδυ,
Πως πέφτ’ η νύχτα τα τρελλά τζιτζίκια να ξεχνάνε
Και να μου λένε για το φως και μέσα στο σκοτάδι.
Θέλω οι θαμπές μου οι θύμησες στο βάθος να περνούνε
Σαν τις κοπέλες του χωριού κ’ εκείνες. νάχω γείρει,
Στη γρηάν ελιά μας. να γρικώ σκυφτός ν’ αχολογούνε
Τα γέλια τους απ’ της ζωής μακρυά το πανηγύρι…