Μετά από μια χρονιά που σημαδεύτηκε από τις κινήσεις για το κλείσιμο κινηματογραφικών αιθουσών στο κέντρο της Αθήνας, καθώς και την προβολή της λαμπερής υπερπαραγωγής-μιούζικαλ «Babylon», του Ντάμιεν Σαζέλ, όπου ξεδιπλώνεται η μαγευτική υπόθεση που ήταν το Χόλυγουντ την εποχή του βωβού σινεμά, στο φαντασιακό του εργατικού δυναμικού των μεταναστών, το συναρπαστικό βιβλίο «Οι Έλληνες στο Χόλιγουντ την εποχή του βωβού κινηματογράφου», των Φώντα Λάδη και Νίκου Θεοδοσίου (2020/ Μνήμες) αποδεικνύεται εξαιρετικά επίκαιρο.

Μ’ αυτή την ευκαιρία και εν μέσω απεργίας διαρκείας των σωματείων ηθοποιών στο Χόλυγουντ, ζητήσαμε από τον 77χρονο Νίκο Θεοδοσίου, ξεχωριστό κινηματογραφιστή, συγγραφέα και ερευνητή της ιστορίας του κινηματογράφου, να μας παραχωρήσει μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη.

Συνυπογράφετε το βιβλίο με τον Φώντα Λάδη. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία και τι σας ώθησε να το δημοσιεύσετε;

Βάση για το βιβλίο αυτό αποτέλεσαν δυο μελέτες που προηγουμένως είχαμε κάνει τόσο ο Φώντας Λάδης, όσο και εγώ. Ο Φώντας Λάδης είχε προλάβει να πάρει το 1985 μια μεγάλη συνέντευξη από τον Θανάση Λυμπέρη, για το περιοδικό «Ταχυδρόμος». Ο Λυμπέρης στα νιάτα του έπαιζε σε βουβές ταινίες στο Χόλυγουντ, έχοντας συλλέξει και σχετικό φωτογραφικό υλικό. Μετά το θάνατό του, το αρχείο του το κράτησε ο Φώντας Λάδης, ο οποίος ήθελε να φτιάξει ένα βιβλίο, όπου θα συμπεριελάμβανε και τις δικές μου έρευνες, για τον Έλληνα μεγιστάνα του θεάματος Αλέξανδρο Πανταζή. Σκέφτηκα ότι για να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα, για τους Έλληνες στο Χόλυγουντ, την περίοδο του βωβού κινηματογράφου, θα έπρεπε να επεκτείνω την έρευνα και σε ηθοποιούς, αναλαμβάνοντας το ενδιάμεσο κομμάτι μεταξύ Λυμπέρη και Πανταζή. Ανακαλύψαμε διάφορα από το ψηφιοποιημένο αρχείο ημερήσιων εφημερίδων της Αμερικής, αλλά ήταν δύσκολο να εντοπίσουμε τους ηθοποιούς, γιατί συχνά χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμο ή αμερικανοποιούσαν το ελληνικό όνομα, όπως Μάικ Τέλεγκαν, από το Μιχάλης Οικονόμου. Έπρεπε λοιπόν να διασταυρώνουμε διαρκώς τα στοιχεία, γιατί πολλοί από αυτούς δεν ήταν γνωστοί, τους ανακαλύπτουμε για πρώτη φορά.

Υπάρχει ιδιαίτερη αναφορά στον ηθοποιό Δημήτρη Μήτσουρα…

Ο Δημήτρης Μήτσουρας, επαγγελματίας ηθοποιός στην Ελλάδα, πήγε στην Αμερική το 1911, όπου εντόπισα ότι είχε παίξει σε καμιά 30αριά ταινίες. Ουσιαστικά ήταν ο πρώτος Έλληνας επαγγελματίας ηθοποιός στην Αμερική, αλλά με την έλευση του ομιλούντος κινηματογράφου διέκοψε, όπως και πολλοί άλλοι ηθοποιοί. Η εκφορά λόγου στον ομιλούντα παραμέρισε ανθρώπους σαν τον Μήτσουρα, που δεν είχαν καλή προφορά στα αγγλικά. Τον Τζόρτζ Ρήγα ή Ρηγάκο, από την Λακωνία, τον χρησιμοποίησαν, όπως και πολλούς Έλληνες, σε ρόλους λατίνων, Μεξικανών ή Ινδιάνων, εξαιτίας της διαφορετικής προφοράς. Ξεχωρίζει η περίπτωση της «Ελληνίδας Καλλονής» Ρίτα Καρίτα, που ξεκίνησε ως μεταφράστρια για τους Έλληνες μετανάστες στην Αμερική, όμως την είχε στρατολογήσει η αστυνομία για να παρακολουθεί συνδικαλιστικές συγκεντρώσεις των «κόκκινων». Μόλις την «μυρίστηκαν» έφυγε για το Μπρόντγουέη, όπου δούλευε ως χορεύτρια σε καμπαρέ. Εκεί την εντόπισε ο γνωστός σκηνοθέτης Σεσίλ Ντε Μίλ, ο οποίος την πήρε στο Χόλυγουντ και έπαιξε σε δύο ταινίες, πριν χαθούν τα ίχνη της. Τότε δεν έμπαιναν όλα τα ονόματα των ηθοποιών στους τίτλους, μόνο των πρωταγωνιστών, ενώ είναι γεγονός ότι σχεδόν το 70% των ταινιών του βωβού κινηματογράφου έχει καταστραφεί. Μάλιστα, μετά τον Α΄ Π.Π., για να αποκτήσουν υλικό στην Ευρώπη λιώνανε τα παλιά φιλμ και έτσι έχουν χαθεί πολλές βουβές ταινίες. Από αυτή την έρευνα ανακαλύψαμε τον παραγωγό Αντώνη Ξυδιά, από την Τήνο, που μετανάστευσε στην Αμερική πριν το 1900. Λουστράκος αρχικά, μετά υπάλληλος αρτοποιείου στο Τέξας, το 1906 αγόρασε τον πρώτο κινηματογράφο και γύρισε πάνω από 100 ταινίες, κυρίως καουμπόικες, που ανέδειξαν Έλληνες σε ρόλους πιστολέρο. Από τους Έλληνες που αναδείχτηκαν στο Χόλυγουντ, είναι και ο σημαντικός πρωτοπόρος στο χώρο του μακιγιάζ, Τζακ Πιρς, με ελληνικό όνομα Ιωάννης Πίκουλας, που ξεκίνησε ως μηχανικός προβολής, ηθοποιός και βοηθός σκηνοθέτη, μέχρι να καταλήξει συστηματικά στο μακιγιάζ, αναπτύσσοντας πρώτος τα περίτεχνα μακιγιάζ για τα παραμορφωμένα προσωπεία τύπου Φρανκενστάιν, στα θρίλερ.

Αναφέρετε πως ο κινηματογράφος στο ξεκίνημά του στην Αμερική, «τη Βαβέλ του εισαγόμενου εργατικού δυναμικού» κατέλαβε κυριαρχική θέση, ως φτηνό θέαμα, ενώ έγινε ο προνομιακός χώρος επιχειρηματικής δράσης των μεταναστών που αναζητούσαν ευκαιρίες. Ωστόσο, οι Έλληνες ασχολήθηκε μαζικότερα με το σινεμά.

Πιστεύω ότι έτυχε. Όταν κάποιος μετανάστης βλέπει έναν συμπατριώτη του να πετυχαίνει, συνήθως προσπαθεί να τον μιμηθεί. Τότε πολλοί Έλληνες ασχολήθηκαν με τα ζαχαροπλαστεία και ξεκίνησαν χτίζοντας αίθουσα σινεμά πίσω από το μαγαζί τους. Υπολογίζεται πως αν το 1926 υπήρχαν συνολικά στην Αμερική 14.000 αίθουσες κινηματογράφου, οι 1.400 (δηλαδή 10%) ανήκαν σε Έλληνες. Οι αιθουσάρχες δεν είχαν μόνο μία αίθουσα, έφτιαχναν ολόκληρα δίκτυα, γιατί επεκτεινόντουσαν επιχειρηματικά. Στο ξεκίνημά τους, οι Έλληνες αιθουσάρχες ήταν ταυτόχρονα διαχειριστές, ταμίες, ταξιθέτες, μηχανικοί προβολής και μεταφορείς ταινιών. Πρόκειται για απαιτητικές επιχειρήσεις, συνήθως οικογενειακές, με πολλά αδέρφια να συνεταιρίζονται, δημιουργώντας μεγάλα δίκτυα. Ιδιαίτερη περίπτωση ήταν ο Αλέξανδρος Πανταζής, γιατί παρουσίαζε σύνθετο θέαμα βοντβίλ, με χορευτικά, ζωντανή μουσική και σινεμά.

Το 3ο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Πανταζή, ενώ στο εξώφυλλο απεικονίζεται μια τεράστια κινηματογραφική του αίθουσα.

Ο Πανταζής ξεκίνησε 9 ετών από την Άνδρο. Μπαρκάρισε ναύτης, πέρασε από το Αλγέρι, ενώ δούλεψε και στη διώρυγα του Παναμά ως εργάτης. Φτάνοντας στο Σαν Φρανσίσκο, δούλεψε αρχικά γκαρσόνι, αλλά εκείνη την εποχή πήγαιναν όλοι στην Αλάσκα για χρυσάφι. Εκεί, δουλεύοντας σε ένα σαλούν, συνέλαβε την ιδέα να εγκαταστήσει χορευτικό θέαμα, ώστε να μένουν περισσότερη ώρα οι πελάτες. Στο Ντόουσον, στον Καναδά, ο Πανταζής νοικιάζει το θέατρο «Ορφεύς», στήνοντας την πρώτη του επιχείρηση. Το 1904 στήνει στο Σιάτλ το πρώτο θέατρο με την επιγραφή «Πανταζής». Η φιλοσοφία του ήταν να παρουσιάζει λαϊκό φτηνό θέαμα, με καλλιτέχνες δικής του επιλογής. Δεν είχε γραφείο, ήταν όλα στο μυαλό του. Δίχως πολιτικές διασυνδέσεις και παρότι δεν μίλαγε καμία γλώσσα καλά, δημιούργησε μεγάλη αυτοκρατορία, με δίκτυο άνω των 100 αιθουσών, σ’ όλη τη δυτική ακτή. Έχτισε πολυτελή τεράστια κτίρια, με χρυσοποίκιλτα φουαγιέ, με επιστέγασμα την ναυαρχίδα του στο Χόλυγουντ, αίθουσα 2.800 θέσεων, εκεί όπου γινόταν αρχικά η τελετή των Όσκαρ. Στα εγκαίνια όμως, ο Πανταζής βρισκόταν στη φυλακή.

Με τον ερχομό του ομιλούντος, τα μεγάλα στούντιο παραγωγής επιχειρούν να ελέγξουν τη διανομή. Πολλοί αιθουσάρχες πούλησαν τις αίθουσές τους, όπως οι αδερφοί Σκούρα. Επειδή ο Πανταζής αρνήθηκε, του έστησαν προβοκάτσια, με επικεφαλής τον πατέρα των Κένεντυ, φιλοναζί πρέσβη της Αμερικής στην Αγγλία, ο οποίος έστειλε μια χορεύτρια στον Πανταζή, για να τον κατηγορήσει για βιασμό. Τον συλλαμβάνουν και τον διασύρουν στις εφημερίδες. Ο Πανταζής πηγαίνει σε δίκη, καταδικάζεται πρωτόδικα και κλείνεται φυλακή, όπου αρρωσταίνει σοβαρά, ενώ αποδεικνύεται πως είναι στημένη υπόθεση. Για να αντιμετωπίσει τα δικαστικά έξοδα ο Πανταζής αναγκάζεται να πουλήσει τα θέατρά του και καταστρέφεται οικονομικά. Αυτή είναι η τραγική ιστορία ενός μετανάστη, που κατάφερε να μεγαλουργήσει, όμως τον καταστρέψανε, γιατί έπρεπε να υποταχτεί στους νόμους του μεγάλου κεφαλαίου.

Πόσο καιρό κράτησε αυτή η έρευνα;

Είναι καμιά εικοσαετία συνολικά που αναζητώ και συλλέγω σχετικές πληροφορίες, αρχικά για τους Έλληνες αιθουσάρχες στο Χόλυγουντ, που στο βιβλίο αναφέρω περιληπτικά, και στη συνέχεια για το υλικό του βιβλίου με τον Φώντα. Εντόπισα τον Πανταζή με τη βοήθεια του Ελληνοαμερικάνου συλλέκτη κινηματογραφικών μηχανών Σωτήρη Γκαρδιακού, από την Καλαμάτα, που ζει στην Αμερική. Ωστόσο, μαζί με το βιβλίο, έχω φτιάξει και ένα ομότιτλο ντοκιμαντέρ, που παίζεται από πέρσι στο CosmoteTV, με αποσπάσματα ταινιών όπου όλοι αυτοί οι Έλληνες ηθοποιοί συμμετείχαν, οπότε μπορούμε πλέον και να τους βλέπουμε.

Εκτός από αυτό το βιβλίο, έχετε ασχοληθεί εκτεταμένα με την κινηματογραφική εκπαίδευση στη χώρα μας, μέσα από το φεστιβάλ Ολυμπίας και την κάμερα Ζιζάνιο.

Ξεκινήσαμε το φεστιβάλ Ολυμπίας μια τριμελής γραμματεία, ο Δημήτρης Σπύρου, ο Χρήστος Κωνσταντόπουλος και εγώ. Είμαι μέλος της ΚΙΝΣΕΠ και έχω και την καλλιτεχνική διεύθυνση της «κάμερας Ζιζάνιο», το πρώτο, στην Ευρώπη, φεστιβάλ ταινιών που έχουν φτιάξε τα ίδια τα παιδιά. Από το ξεκίνημα του φεστιβάλ Ολυμπίας, το 1997, δημιουργήσαμε και εκπαιδευτικά προγράμματα, ενώ από το 2001 που ξεκινάει η «κάμερα Ζιζάνιο», πρωτοπορήσαμε οργανώνοντας κινηματογραφικά εργαστήρια για παιδιά. Γενική συντονίστρια πλέον του «κάμερα Ζιζάνιο» είναι η Λητώ Θεοδοσίου, η κόρη μου, που συμμετείχε εξαρχής στην «κάμερα Ζιζάνιο».

Είναι γνωστή η δυνατή φιλία σας με τον Ροβήρο Μανθούλη. Θα θέλατε να μας μιλήσετε γι’ αυτή τη σχέση, 15 μήνες μετά τον χαμό του, τον Απρίλη του 2022;

Η πιο στενή σχέση του φεστιβάλ Ολυμπίας και εμένα προσωπικά με τον Ροβήρο, ξεκίνησε όταν οργανώσαμε το 2006, στον κινηματογράφο ΦΙΛΙΠ, το μεγάλο αφιέρωμα «Ροβήρος Μανθούλης: μια ζωή ταινίες», όπου για πρώτη φορά προβάλαμε στην Ελλάδα ντοκιμαντέρ του για τη γαλλική τηλεόραση. Τότε ξεκίνησε μια σχέση που εξελίχθηκε μέσα από παρουσιάσεις και μάστερκλας, με ένα συνεχές πήγαινε-έλα μεταξύ Αθήνας-Παρισιού. Ο Ροβήρος Μανθούλης για μένα ήταν ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης, πρωτοπόρος σε πολλά σημεία. Σκηνοθέτησε το πρώτο δημιουργικό ντοκιμαντέρ για την Λευκάδα, έκανε την πρώτη σημαντική αρχαιολογική ταινία για την Ακρόπολη και συνέχισε με την κορυφαία πρωτοποριακή ταινία «Πρόσωπο με πρόσωπο» (1966). Λόγω της χούντας υποχρεώθηκε να διαμείνει στην Γαλλία και να συνεχίσει από εκεί τα ανθρωποκεντρικά του ντοκιμαντέρ, γυρίζοντας όλο τον κόσμο, με τη σειρά «Μουσικές του κόσμου», όπου αναδεικνύει την ιστορία και τους ανθρώπους κάθε χώρας, για να παρουσιάσει τις μουσικές της. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, έκανε το πρώτο ντοκιμαντέρ για τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο, την εποχή που παρέμενε θέμα-ταμπού. Μετά την πτώση της χούντας, ο Καραμανλής του ζήτησε να έρθει στην Ελλάδα για να στήσει την ΕΡΤ, όπου έμεινε για έναν χρόνο, με διάσημες εκπομπές όπως «Παρασκήνιο» και «Μονόγραμμα», να αποτελούν δικές του ιδέες. Επί ΠΑΣΟΚ, στην προσπάθεια  αποστρατιωτικοποίησης της ΥΕΝΕΔ, αναλαμβάνει πάλι ο Μανθούλης για ένα εξάμηνο, μετατρέποντάς την σε ΕΡΤ2, φέρνοντας άλλον αέρα στην ελληνική τηλεόραση. Δεν υπήρξε ποτέ το πρότυπο του καλλιτέχνη που ζει στο θρόνο του, αλλά δούλευε πάρα πολύ και συνέχεια, ταξιδεύοντας διαρκώς σ’ όλο τον κόσμο, για να καταγράψει εικόνες και μουσικές σε ντοκιμαντέρ που χρειαζόντουσαν μεγάλη προετοιμασία και έρευνα.

Στο 24ο ΦΝΘ το 2022, προβλήθηκε η ταινία σας «Τι απέμεινε από τον Νίκο Λούβρη», όπου συνθέτετε αποσπάσματα νεανικών ταινιών σας που είχατε γυρίσει στο Παρίσι το 1968. Θέλετε να μας μιλήσετε για αυτή την εποχή;

Έφυγα στο Παρίσι, βλέποντας τότε προοπτικές πολιτικής δράσης στο εξωτερικό, αφού εδώ μας είχε στριμώξει η χούντα. Φτάνοντας, πρώτο μέλημα ήταν η επιβίωση και στη συνέχεια το σινεμά. Υπό αυτές τις συνθήκες συμβαίνουν τα γεγονότα του Μάη. Το σημαντικό όμως, δεν ήταν οι φοιτητές στα οδοφράγματα, αλλά η φλόγα που ξεπετάχθηκε μέσα από τη φοιτητική κινητοποίηση και εξαπλώθηκε στους εργαζόμενους με ένα κύμα καταλήψεων στα εργοστάσια, σ’ ολόκληρη την Γαλλία. Αυτό δημιούργησε μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας: από τη μια η επίσημη κυβέρνηση που είχε παραλύσει, από την άλλη, ένα κίνημα το οποίο απλώς δεν κατάφερε να οργανωθεί και να παρουσιαστεί σαν εναλλακτική εξουσία. Για μένα ο Μάης του ‘68 είναι παραπάνω από μια εξέγερση, καθώς εμπεριέχει στοιχεία κοινωνικής επανάστασης και κοινωνικής αλλαγής. Εκείνες τις μέρες, κυριαρχούσε πνεύμα αλληλεγγύης, ενώ σημαντικές ήταν και οι ατελείωτες συζητήσεις παντού και για τα πάντα. Οι κινητοποιήσεις τελικά ηττηθήκαν, καθώς έγιναν συμφωνίες και τα συνδικάτα υποχώρησαν, γιατί κανείς δεν ήθελε να το πάει παραπέρα. Παρόλα αυτά, κανείς δεν ένιωσε ηττημένος και ο Μάης του ’68 θεωρήθηκε άλλο ένα ορόσημο στην ιστορία του εργατικού κινήματος, με αντίκτυπο αντίστοιχο της Κομμούνας του Παρισιού. Δεν θα ξεχάσω την Πρωτομαγιά του ’68, πριν τα επίσημα γεγονότα, όπου είχα ακούσει τους εργάτες να διαδηλώνουν τραγουδώντας την Διεθνή, κάτι που στην Ελλάδα δεν μπορούσαμε να κάνουμε. Όσοι ζήσανε τον Μάη του ’68, έχουν άλλα μυαλά, βλέπουν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα, γιατί ζήσανε τη δυνατότητα αυτού που μπορεί να γίνει.

Μετά τον Μάη, επιδιώξαμε μαζί με τον Τέο Ρόμβο να κάνουμε σινεμά, με ό,τι μέσα είχαμε, παράλληλα με τον πολιτικό αγώνα, γιατί κανείς δεν ξέχναγε, ότι είχαμε δικτατορία στην Ελλάδα. Μετά την πτώση της χούντας, όλοι οι κινηματογραφιστές γυρίσαμε πίσω, εκτός από τον Ροβήρο, που έμεινε στην Γαλλία. Η ταινία στη Θεσσαλονίκη ήταν σύνθεση ημιτελών προσπαθειών όσων είχα καταφέρει να κινηματογραφήσω τότε, προκειμένου να διασωθεί το υλικό και να αναπλαστεί εκείνη η πορεία μας, η αγωνία κάποιων νέων να δημιουργήσουνε σε αντίξοες συνθήκες. Ήταν βέβαια και το ανατρεπτικό πνεύμα της εποχής, που σου επέτρεπε να επιδιώκεις και να ονειρεύεσαι.

Λίγες βδομάδες μετά τις εκλογές, θα θέλατε να σχολιάσετε την εκ νέου είσοδο ακροδεξιών μορφωμάτων στο ελληνικό κοινοβούλιο;

Πρέπει να καταλάβουμε ότι είναι μια πραγματικότητα που δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Έχουμε άνοδο της ακροδεξιάς, σε πολλές χώρες. Πιστεύω ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στην κρίση ηγεσίας της εργατικής τάξης, που μπορεί να οδηγήσει τους εργαζόμενους μπροστά. Για μένα, ποτέ οι «αστικές» εκλογές δεν αντιπροσωπεύουν αυτό που πραγματικά υπάρχει στην κοινωνία, γιατί οι εργαζόμενοι εκδηλώνονται όταν είναι μαζί, στο χώρο δουλειάς, στις συνελεύσεις. Στις εκλογές καθένας ρίχνει ένα χαρτάκι ατομικά, σε μία κάλπη. Δεν λειτουργεί ως τάξη ή συλλογικότητα. Οι εκλογές δεν είναι δημοσκόπηση της κοινωνίας. Είναι μια στιγμή που μπορεί να ανατραπεί, όπως έγινε με τον παριζιάνικο Μάη, όπου φοιτητές με κουστούμι και γραβάτα βρέθηκαν στα οδοφράγματα, πετώντας πέτρες. Δεν παγιώνεται τίποτα γιατί οι εκρήξεις δεν προβλέπονται. Ας δούμε τι γίνεται τώρα στη Γαλλία. Έχουμε μια τυφλή εξέγερση, από μάζες νεαρών παιδιών που περιθωριοποιηθήκανε με την ανεργία. Παραμένουν Γάλλοι Β΄ κατηγορίας, ξένοι στην ίδια τους τη χώρα. Σε εμάς, το δυναμικό των νέων άνεργων το πήρε η ακροδεξιά. Βρισκόμαστε στην αναζήτηση μιας χαμένης έμπνευσης προς νέους αγώνες…

 *Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,
[email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!