Επί φρανκικού απολυταρχισμού, η παλιότερη γενιά Ισπανών σκηνοθετών του ’70, Βίκτωρ Ερίθε, Κάρλος Σάουρα κ.ά., ανέπτυξε μια κινηματογραφική γλώσσα που εδράζει στην αλληγορία και στον συμβολισμό, για να παρακάμψει τη λογοκρισία. Στη μεταφρανκική περίοδο εμφανίστηκε το ποπ-πανκ σινεμά του ταλαντούχου Αλμοδόβαρ και άλλων σκηνοθετών δικής του επιρροής, ξορκίζοντας τη βιωμένη μυρουδιά της φασιστικής βίας, με μπονιουελικό φετιχισμό και μια ασυγκράτητη πλημμύρα χρωμάτων, τρέλας και ερωτισμού, δημιουργώντας ένα σχεδόν τουριστικό ρεύμα ισπανικών ταινιών το ’90, με επίκεντρο τη Μαδρίτη. Στη νέα χιλιετία εμφανίζεται μια επιστροφή στον κοινωνικό ρεαλισμό, με αξιόλογα δράματα όπως το «Δευτέρες με λιακάδα» (2002) του Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα αλλά και «Οι στρατιώτες της Σαλαμίνα»ς (2003) του Νταβίντ Τρουέμπα όπου αναφέρεται ακροθιγώς ο ισπανικός εμφύλιος, μια δεκαετία μετά την αγγλική ταινία του Λόουτς «Γη και Ελευθερία» (1995) που μίλησε ανοιχτά για τα πολιτικά γεγονότα.

Οι επιπτώσεις της τελευταίας οικονομικής κρίσης, στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, επαναφέρουν το σινεμά του είδους, με εξαιρετικά θρίλερ και αστυνομικά νουάρ, που όπλισαν μια νέα γενιά Ισπανών σκηνοθετών να μιλήσει με κινηματογραφικούς κώδικες για την απόκρυψη του βάθους της φρανκικής διαφθοράς και έξω από τη Μαδρίτη, στην ισπανική επαρχία, σε ένα συσχετισμό του χώρου με το ιστορικό παρελθόν, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αριστουργηματική ταινία «Το μικρό νησί» (2014) του Αλμπέρτο Ροντρίγκεζ.

Ακολουθώντας αυτή τη σχολή νουάρ αισθητικής, ο πρωτοεμφανιζόμενος Νάτσο Ρουιπέρεζ τοποθετεί εσκεμμένα την ταινία του «Αποκαλύψεις» πίσω στη δεκαετία του ’90, εποχή καλοπέρασης και ολονύχτιων ρέιβ πάρτι. Τα σκοτεινά γεγονότα που είχαν διχάσει στο παρελθόν δυο αδέρφια, με τον ένα να έχει εξαφανιστεί, βγαίνουν στο φως από τους γιους τους, μια 20ετία μετά.

Ο νεαρός Τζορδί επιστρέφει από την Αργεντινή όπου διέμενε, στην ισπανική επαρχία της Βαλένθια απ’ όπου κατάγεται, με αφορμή την κηδεία του θείου του, πρώην Δημάρχου. Στο νεκροταφείο ανακαλύπτει πως ο δικός του πατέρας δεν είναι θαμμένος εκεί και επιπλέον τον εκπλήσσει η παρουσία της νεαρής Βέρας, που όλοι θεωρούσαν νεκρή μετά την εξαφάνιση του πατέρα του. Μαζί με τον ξάδελφό του Ντιέγο αναζητούν σε νυχτερινά κέντρα τα ίχνη μιας Αλβανίδας πόρνης, της Τιράνα, κόρη της οποίας είναι η Βέρα.

Στην αστυνομική πλοκή που κάνει αναφορά σε ενοχοποιητικές ηχογραφήσεις, εμπλέκεται και η κρατική διαφθορά, με συμφέροντα μεγαλοεργολάβων που επιβουλεύονται την ισπανική γη, φέρνοντας στο νου την αριστουργηματική νουαρ ταινία του Πολάνσκι «Τσαϊνατάουν» (1974).

Γεμάτη από πισωγυρίσματα στο παρελθόν που ξετυλίγονται παράλληλα, η ταινία αποκαλύπτει πληροφορίες και απ’ τις προφορικές ομολογίες που συχνά υποστηρίζονται και οπτικά. Το κρυμμένο στοιχείο της μυθιστορηματικής αυτής αφήγησης εμπεριέχεται και στο στυλ γραμματοσειράς με την οποία αναγράφονται στη οθόνη οι διαφορετικές τοποθεσίες στα φλασμπάκ, σαν να πρόκειται για δακτυλογραφημένους τίτλους γραφομηχανής.

Η μαφία της νύχτας που εκμεταλλεύεται πόρνες από Βαλκανικές χώρες βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού του νέο-νουάρ, που σε πρώτο επίπεδο καταγγέλλει τόσο τα κυκλώματα διακίνησης λευκής σαρκός, αλλά και την εμπλοκή διεφθαρμένων πολιτικών παραγόντων, στην εμπορία γης. Σε δεύτερο επίπεδο όμως, η ταινία εμπεριέχει έμμεσα σημαντικές αιχμές για ό,τι παραμένει θαμμένο εκεί.

Σε μια εποχή που έχει ήδη ξεκινήσει η εκταφή σε μαζικούς τάφους αντιφρονούντων και έχει ανοίξει δημόσια συζήτηση για τους χιλιάδες αγνοούμενους της σαραντάχρονης δικτατορίας του Φράνκο, μετά τη διά νόμου αποσιώπηση και την επιβολή αμνηστίας για χάρη της αποκατάστασης της δημοκρατίας, η σημαδιακή ρήση εκτός κάδρου που σφραγίζει την αρχή αλλά και το τέλος της ταινίας, «όσο και να μένουν θαμμένα κάποια πράγματα αργά ή γρήγορα θα βγουν στο φως», σχετίζεται με την κυριολεκτική σημασία του ισπανικού τίτλου της ταινίας «El desentierro», που σημαίνει εκταφή.

Η επιστροφή του πρωταγωνιστή όχι μόνο πίσω στο χρόνο, αλλά και στην Βαλένθια, γενέτειρα και του ίδιου του σκηνοθέτη, εμπλέκει εσκεμμένα πολιτιστικά και ιστορικά στοιχεία. Από τις μεγαλύτερες και πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις, η Βαλένθια δεσπόζει στην ανατολική ακτή και υπήρξε η πρωτεύουσα της Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας μεταξύ ’36-’37. Στα μακρινά πλάνα μετάβασης, κινηματογραφημένα με ψηλοκρεμαστή κάμερα, κυριαρχούν οι ορυζώνες της περιοχής Αλμπουφέρα, όπου έχει γυριστεί η ταινία, ανάγοντας το τοπίο σε άλλον έναν κομβικό χαρακτήρα της ταινίας, όπως στο «Μικρό Νησί». Πλάνα λουσμένα στο καλοκαιρινό φως αντιπαρατάσσονται με τις βραδινές σκηνές δράσης, εντείνοντας δραματουργικά την ατμόσφαιρα μυστηρίου με πλάνα υπό βροχή.

Καθόλου τυχαία, ο Ντιέγο επιλέγει να απαγγείλει στίχους του ποιητή Μιγκέλ Χερνάντεζ (1910-1942), σπουδαίου κομμουνιστή ποιητή, γέννημα-θρέμμα της Βαλένθια, που πέθανε στη φυλακή όπου βρισκόταν για την εμπλοκή του στον ισπανικό εμφύλιο αγωνιζόμενος στο πλευρό του αντιφασιστικού μετώπου.

Η πρωτότυπη μουσική με το υπόκωφο τέκνο-μπιτ να κρατάει την πλοκή ακολουθεί τη χρονολογική σύνδεση της ταινίας με τα φλασμπάκ στο ’90, απ’ όπου εξάλλου ξεπηδάει και η ισπανική ποπ λάτιν επιτυχία «Macarena» (1994) από τους «Los Del Rio». Στις εμπνευσμένες μουσικές επιλογές, συγκαταλέγεται και το «More» (1990) των «Sisters of Mercy», με το χαρακτηριστικό ρεφρέν να ακούγεται στη σκηνή της εμπλοκής με την αλβανική μαφία, σχολιάζοντας μια κατάσταση ασυδοσίας και ατιμωρησίας που υπογραμμίζεται με αργή κίνηση, όπως στις ταινίες του Ταραντίνο. Αντίστοιχα λειτουργεί και το γνωστό τραγούδι «The house of the rising sun», σε ισπανική εκδοχή, όταν ο Τζορδί επισκέπτεται το μοναστήρι καρμελιτών, αφήνοντας υπόνοιες περί εγκληματικής συνενοχής της εκκλησίας.

Το πείσμα του Τζορδί να ανακαλύψει που είναι θαμμένος ο πατέρας του, μετά από δυο δεκαετίες, όσο και η εμμονή του σκηνοθέτη να δείξει τον πρωταγωνιστή να δακρύζει πάνω από τα λείψανα, στη σκηνή αποσπασματικών πλάνων που δένονται με την εξαιρετική μελαγχολική κιθαριστική ροκ μπαλάντα «Dust Flesh and Bones» (2012) του Ματ Έλιοτ, αποτελούν επιλογή του σκηνοθέτη για να καταστήσει σαφή την ανάγκη των συγγενών των αγνοουμένων να εντοπίσουν και να δουν τις σωρούς των δικών τους, ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία πένθους. Μια επίπονη διαδικασία που περιγράφεται και στο συγκλονιστικό ισπανικό ντοκιμαντέρ «Η σιωπή των άλλων» (2018) των Αλμουντένα Καρασέδο-Ρόμπερτ Μπαχάρ. Αυτή η σύνδεση της αποκατάστασης της ιστορικής μνήμης με τον τόπο, ενάντια στην επιβεβλημένη λήθη αποτελεί και το έμμεσο πολιτικό διακύβευμα της ταινίας από τη γενιά σκηνοθετών που επωμίστηκε το χρέος να αναζητήσει τα καλά θαμμένα μυστικά στην πολύπαθη ισπανική γη.

*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!