Έναν χρόνο μετά την υπόσχεση Χρυσοχοΐδη για «εκκένωση» των καταλήψεων, ήρθε η ώρα της υλοποίησης του σχεδίου και στα Χανιά. Μια κατάληψη που μετρούσε 16 χρόνια, η Rosa Nera, εκκενώθηκε ξημερώματα Σαββάτου από αστυνομικές δυνάμεις που μεταφέρθηκαν απ’ όλη την Κρήτη. Και δεν χρειάστηκαν επιχειρήματα περί «νόμου και τάξης», όπως αυτά που προσχηματικά προβάλλονται σε παρόμοιες επιχειρήσεις καταστολής. Ήταν αρκετό το επιχείρημα της «αξιοποίησης», του «κέρδους» και του πανταχού παρόντα «τουρισμού». Και όλα αυτά για ένα ιστορικό κτίριο, όπως αυτό της V Μεραρχίας Κρητών, στον Λόφο Καστέλι, στο καλύτερο σημείο της Παλιάς Πόλης, που είναι αμφίβολο αν θα παρέμενε ακόμα όρθιο, αν δεν είχαν φροντίσει γι’ αυτό οι συλλογικότητες που χρησιμοποιούσαν τον χώρο τόσα χρόνια, ή θα κατέρρεε αργά και βασανιστικά όπως τα Νεώρια, το παλάτι του πρίγκιπα και τόσα ιστορικά κτίρια της πόλης που έχουν αφεθεί στην τύχη τους.

Δημιουργείται το ερώτημα κατά πόσο δικαιούται μια κυβέρνηση, με υπογραφή πρώην πρύτανη και νυν υφυπουργού Παιδείας, να μετατρέψει ένα μνημείο νεότερης ιστορίας σε ξενοδοχειακή μονάδα. Με ποια λογική ο κ. Διγαλάκης, τότε πρύτανης του Πολυτεχνείου Κρήτης, παραχωρεί, έναντι ενός διόλου ευκαταφρόνητου ποσού, το κτίριο για 25 χρόνια σε ιδιώτη, αντί να πιέσει για τη μετατροπή του σε χώρο που θα κάλυπτε τις ανάγκες των φοιτητών και της τοπικής κοινωνίας, διεκδικώντας ταυτόχρονα περισσότερα χρήματα από τον κρατικό προϋπολογισμό για τις ανάγκες του Ιδρύματος. Είναι σημαντικό να αναφερθεί το αντισυνταγματικό πλαίσιο της παραχώρησης, αφού απαγορεύεται η εκποίηση κτηρίων που αποτελούν δωρεά υπέρ του Δημοσίου ή υπέρ κοινωφελούς σκοπού. Εκτός και αν το Πολυτεχνείο Κρήτης δεν θεωρείται δημόσιος φορέας και είναι απλά μία ακόμα επιχείρηση…

Το ζήτημα ξεπερνά την όποια άποψη για κατάληψη και τον ιδεολογικό προσανατολισμό της, παρόλο που αξίζει να σημειωθεί ότι η Rosa Nera ήταν, για πολλά χρόνια, μια κατάληψη ζωντανή, με ποικίλες δράσεις, γειωμένη στην τοπική κοινωνία, με νέους ανθρώπους, που σήμερα έχουν μεγαλώσει, να θυμούνται στιγμές που ζήσανε στον χώρο. Ήταν μια «διαφορετική» κατάληψη κι αυτό φάνηκε και από τη μεγάλη συμμετοχή κόσμου στην κινητοποίηση που έγινε την ίδια μόλις μέρα της κατασταλτικής επίθεσης στον χώρο και τις δράσεις που συνεχίζονται. Αυτή η συναισθηματική σχέση, δεν μπορεί να σβηστεί με την εκκένωση της κατάληψης.

Η κυβέρνηση, κατά τον Άδωνι Γεωργιάδη «έπραξε το αυτονόητο, η κατάληψη εκκενώθηκε και η επένδυση προχωρά». Και το επίδικο τώρα, είναι το αίτημα των Χανιωτών, το κτίριο να μην δοθεί στην Belvedere προκειμένου να δημιουργηθεί ένα boutique hotel, όπως αναφέρεται στη σύμβαση που έχει υπογράψει το Πολυτεχνείο, αλλά να παραμείνει δημόσιος, ανοιχτός χώρος με κοινωνική χρήση. Χώρος ζωντανός και όχι ένα ακόμα κλειδαμπαρωμένο κτίριο-μουσείο, τον οποίο θα μπορούν να χρησιμοποιούν όλοι οι Χανιώτες, χώρος κάλυψης κοινωνικών αναγκών και όχι ιδιωτικών συμφερόντων.

Αυτό είναι το αίτημα της τοπικής κοινωνίας και προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να ασκηθεί πίεση, όχι μόνο από τους Χανιώτες και τις συλλογικότητές τους, αλλά και από την τοπική αυτοδιοίκηση που οφείλει να παίξει καταλυτικό ρόλο στην υπόθεση διεκδίκησης του δημόσιου χαρακτήρα του χώρου, και να πάρει θέση είτε με την κοινωνία, είτε με τις επιχειρήσεις και το «δικαίωμα του Πολυτεχνείου να διαθέτει την περιουσία του», χωρίς ημίμετρα και υπεκφυγές περί «υπάρχουσας σύμβασης παραχώρησης».

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι απαραίτητος ένας τέτοιος χώρος. Μέσα στην καταιγίδα της τουριστικοποίησης της πόλης στο σύνολό της, που κάνει το περιβάλλον αβίωτο για τους κατοίκους της πόλης, το μοντέλο «ξενοδοχεία, real estate, Rbnb» είναι καταστροφικό τόσο για τις συνθήκες ζωής των ντόπιων κατοίκων, όσο και για την οικονομία, ειδικά σε μια περίοδο όπως αυτή της πανδημίας που φάνηκε πόσο αίολο μπορεί να αποδειχτεί. Ο μονόδρομος που ταυτίζει την ανάπτυξη με τον τουρισμό, όπως και ο μονόδρομος της εκχώρησης γης στο ΝΑΤΟ και τους συμμάχους Αμερικανούς, λίγα χιλιόμετρα παραπέρα, στη βάση της Σούδας που θα μας παρείχε εθνική ασφάλεια δήθεν, δείχνουν τα αδιέξοδά τους, όλο και πιο συχνά, όλο και πιο έντονα.

Στα Χανιά, στις πόλεις μας, στα βουνά, και στη φύση που παραδίδονται στις ορέξεις ενός αδηφάγου μοντέλου που φωνάζει «επενδύσεις-επενδύσεις-επενδύσεις» και θυσιάζει περιβάλλον, ποιότητα ζωής, κοινωνικές σχέσεις, εργασιακά και άλλα δικαιώματα, είναι προκλητικό να εκκενώνονται κοινωνικοί χώροι με πρόταγμα τα επιχειρηματικά κέρδη και ακόμα πιο προκλητικό να δίνονται προς αγοραία εκμετάλλευση ιστορικοί χώροι, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των κατοίκων, χωρίς πρώτα να έχουν τοποθετηθεί ως προτεραιότητα οι ανάγκες τους.

E.B.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!