Έχει κανείς την αίσθηση, μερικές φορές, πως στην Ελλάδα δεν συγκρούονται ιδεολογίες, κόμματα ή κοινωνικές τάξεις αλλά συλλογικές νευρώσεις. Διάφορα στοιχεία, κυρίως από το χώρο του «αστικού» παρασιτισμού, εξύψωσαν την δική τους νεύρωση σε καθολική πάθηση και στη συνέχεια προσπαθούν να λύσουν για λογαριασμό του Λαού ότι δεν μπορούν να λύσουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Το τραγικό είναι ότι μεγάλα τμήματα του Λαού μας υιοθέτησαν την νεύρωση τους ως την μόνη αλήθεια ή επιχειρούν να ανταπαντήσουν σ’ αυτήν με αντίστοιχους όρους, αντανακλώντας απλά τη δικιά τους νευρωτική απάντηση και πάει λέγοντας.

Γράφει, για παράδειγμα, ο Νίκος Δήμου τη «Δυστυχία του να είσαι Έλληνας», όπου περιγράφει την δική του νευρωτική ιδεοψυχαναγκαστική πραγματικότητα με όρους συλλογικής, όμως, ανεπάρκειας. Δηλαδή, αντί να θεραπεύσει την δική του νεύρωση, την απλώνει στο συλλογικό σώμα ως καθολική πάθηση και επιχειρεί να τη λύσει, προφανώς… αλλάζοντας Λαό. Όμως αυτή η νευρωτική πραγματικότητα του Δήμου υιοθετείται από τμήματα της κοινωνίας – ιδιαίτερα από εκείνους που βιώνουν την ίδια νευρωτική δυσλειτουργία και δεν χάνουν την ευκαιρία να ιδεολογικοποιήσουν την παθολογία τους, αφού κάτι τέτοιο τους απαλλάσσει και από μια προσωπική επίπονη διαδικασία θεραπείας. Με τον κυματικό αυτό τρόπο η αρχική νεύρωση γίνεται σιγά-σιγά αντιληπτή ως φωτισμένη και ριζοσπαστική σκέψη, ως ρηξικέλευθη ιδεολογία. Όλο αυτό είναι στην πραγματικότητα τόσο ακραίο –και ενδεχομένως αστείο– σαν να λέει κάποιος «δεν είμαι εγώ ψυχαναγκαστικός, εσείς είστε ανοργάνωτοι»… και οι Άλλοι να τον πιστεύουν! Γιατί ο Δήμου λέει ακριβώς αυτό!

Ο ΚΥΜΑΤΙΣΜΟΣ ΑΥΤΟΣ όμως, με τη σειρά του, εύλογα προκαλεί αντιδράσεις στο κοινωνικό σώμα. Μόνο που αυτές δεν είναι προς την κατεύθυνση εντοπισμού της νεύρωσης και θεραπείας της, αλλά ανταπάντησης στη νεύρωση με αντεστραμμένους όρους. Δηλαδή λες εσύ για τη Δυστυχία να είσαι Έλληνας, θα σου πούμε εμείς για την Ευτυχία να είσαι Έλληνας. Νομίζω μάλιστα ότι κυκλοφόρησε και αντίστοιχο βιβλίο.

Δηλαδή, με άλλα λόγια, η κεντρική για την συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους νευρωτική αφήγηση της «προγονοπληξίας» απαντήθηκε με μια νευρωτική απέχθεια σε οτιδήποτε ελληνικό. Και αυτό με την σειρά του προκάλεσε αντι-κυματισμούς εθνολαγνείας που κι αυτοί στη συνέχεια απαντήθηκαν με κυματισμούς εθνομηδενισμού και πάει λέγοντας. Με όρους Γνωστικών Σχημάτων το αίσθημα αναξιότητας, αποτυχίας και μειονεκτικότητας που συνοδεύει την ελληνική συλλογικότητα από ιδρύσεως του κρατιδίου των Αθηνών, ιδιαίτερα στη σύγκριση του με την φωτισμένη Εσπερία, προκαλεί είτε την «υποχώρηση» στα συναισθήματα αυτά και την εξ’ αυτών υποταγή, είτε την «διαφυγή» από αυτά με την καταγγελία κάθε χαρακτηριστικού ελληνικότητας – ως ο καταγγέλλων να μην είναι μέλος της συλλογικότητας–, είτε ακόμη την «υπεραναπλήρωση» τους που μας «αποκαθιστά» στη θέση του περιούσιου λαού και μπορεί να οδηγεί ακόμη και σε ρατσιστικές ή φασιστικές συμπεριφορές. Το πρόβλημα είναι ότι αυτοί οι νευρωτικοί τρόποι «αντιμετώπισης» του γνωστικού σχήματος της «εθνικής μας μειονεξίας» επενδύθηκαν, εν πολλοίς, με ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για μια παθολογία που παριστάνει την ιδεολογία. Γι’ αυτό και οι μύριες όσες αντιφάσεις της. Γι’ αυτό και η δυσκολία της να επιλυθεί με ιδεολογικούς όρους. Ως εκ τούτου και η δυσκολία μας να ερμηνεύσουμε συλλογικές συμπεριφορές με πολιτικούς, κοινωνικούς ή ιδεολογικούς όρους. Γιατί πραγματικό κίνητρο των συμπεριφορών είναι η νευρωτική-ενδοψυχική σύγκρουση που υποβόσκει.

Η δυσκολία μας να ερμηνεύσουμε συλλογικές συμπεριφορές με πολιτικούς, κοινωνικούς ή ιδεολογικούς όρους βρίσκεται στο ότι το πραγματικό κίνητρο των συμπεριφορών είναι η νευρωτική-ενδοψυχική σύγκρουση που υποβόσκει

Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς τη λειτουργία κομμάτων και συλλογικών κινήσεων κάτω από αυτό το πρίσμα. Γιατί έτσι μπορεί να φανεί, για παράδειγμα, η πασοκική «υπεραναπλήρωση» του πρώιμου ΠΑΣΟΚ με την «Ελλάδα στους Έλληνες», τα υπερήφανα γηρατειά κ.λπ. που στη συνέχεια εύλογα οδηγήθηκε στη σημιτική συνετή «διαφυγή». Μπορεί επίσης να φανεί η πρώιμη συριζέικη «διαφυγή», που μετεξελίχθηκε, λίγο πριν την ανάληψη της εξουσίας, σε «υπεραναπλήρωση» με τα βαρουφακικά «ουάου» και τα τσίπρικα «νταούλια», για να επανέλθει στη συνέχεια στη γνωστή θέση της ρεαλιστικής –αν και μη δηλούμενης– «υποχώρησης». Ίσως, μάλιστα, να μπορεί να πει κανείς ότι αυτή η θέση της συριζέϊκης «υποχώρησης» είχε σαν συνέπεια την άνοδο της «υπερ-αναπληρωτικής» Νέας Δημοκρατίας.

Είναι επίσης φανερό ότι και οι τρείς αυτοί δυσλειτουργικοί τρόποι «αντιμετώπισης» του πυρηνικού Σχήματος διαχέονται και οριζόντια στο πολιτικό σύστημα, ενώ οι συμπεριφορές, προφανώς, επηρεάζονται και από τα ατομικά βιώματα ενός εκάστου. Στοιχεία «διαφυγής», για παράδειγμα, μπορεί να δει κανείς πίσω από τις εθνομηδενιστές τάσεις που ενυπάρχουν σε όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς, εκτός ίσως της άκρας δεξιάς που έχει εναγκαλιστεί την «ελληνική λύση της υπεραναπλήρωσης» και έτσι πορεύεται.

ΣΤΟΝ ΕΟΡΤΑΣΜΟ ΤΗΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ μου έκανε, ακόμη μια φορά, εντύπωση πως σοβαροί άνθρωποι με ώριμη πολιτική σκέψη ήταν, ακόμη μια χρονιά, έτοιμοι να καταδικάσουν την ομοιομορφία των παρελάσεων, τον μιλιταριστικό συντονισμό του βήματος ή την έπαρση των στρατιωτικών εμβατηρίων, αλλά δεν είναι καθόλου έτοιμοι να καταδικάσουν την κυρίαρχη ομοιομορφία της «αναίσθητης σκέψης», τον καταναλωτικό συντονισμό της εκάστοτε μόδας ή την ναρκισσιστική έπαρση στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Όπως είναι έτοιμοι να καταδικάσουν την όποια ταυτοτική έκφραση της ελληνικής συλλογικότητας, ενώ υπερασπίζονται με πάθος την ταυτοτική έκφραση του οποιουδήποτε άλλου. Και αυτό συμβαίνει γιατί δεν αντέχουν το βάρος της υπαγωγής τους στην μειονεκτική –όπως έχουν πεισθεί– ελληνική συλλογικότητα. Και αυτό ακριβώς δείχνει ότι δεν πρόκειται για πολιτική θέση αλλά, μάλλον, για νευρωτική συμπεριφορά.

Πολύ φοβάμαι ότι στην Ελλάδα –ίσως και όχι μόνο– η πολιτική πραγματικότητα είναι περισσότερο μια διαδικασία κάλυψης των ατομικών μας νευρώσεων και κυρίως εκείνης της θεμελιακής μειονεκτικότητας και αναξιότητας, που έχει μπολιάσει κάθε θεσμικό οργανισμό της κοινωνίας μας. Αλλά το άθροισμα ή η συνάντηση παρόμοιων ατομικών ενδοψυχικών συγκρούσεων μπορεί προς ώρας να ανακουφίζει το άτομο, αλλά δεν συνιστά ούτε κοινωνία, ούτε Πόλη-πολιτική, ούτε το άτομο εν τέλει θεραπεύει.

* Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι αναπτυξιακός και κοινωνικός ψυχολόγος – Βοηθός διδασκαλίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!