Η ανάπτυξη του εθνικισμού του 19ου αιώνα επηρεάζει και το χριστιανικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με την επιρροή της πρωτοπορίας της αστικής τάξης αρχίζει και διαμορφώνει την ιδεολογία ότι οι Ρωμιοί ανήκουν στο ελληνικό έθνος. Στην πραγματικότητα ο μακρινός Πόντος έχει ελάχιστη επικοινωνία με την Ελλάδα, που απόκτησε την ανεξαρτησία της μετά το 1821. Η διαδικασία κρίσης ταυτότητας του 19ου και 20ού αιώνα υπήρξε η περίοδος διαμόρφωσης και του σύγχρονου Ελληνισμού. Η αιτία είναι η δημιουργία μιας νέας αυτογνωσίας με νέα δεδομένα. Αποτέλεσμα της κρίσης αυτής είναι η μεταμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας σε μια πολιτική ταυτότητα.
Το ποντιακό ζήτημα έχει άμεση σχέση με το διεθνές επαναστατικό κίνημα. Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι το κομμουνιστικό κίνημα υπό την ηγεσία του Λένιν ενστερνιζόταν την απελευθέρωση των εθνών, βλέπει την αντίφαση με αυτά που είχε πει: «εγώ και οι Μπολσεβίκοι είμαστε οι Νεότουρκοι της Σοβιετικής Επανάστασης». Αντίθετα η Ρόζα Λούξεμπουργκ, εγκλεισμένη σε φυλακές του Βερολίνου, καλούσε σε αμέριστη συμπαράσταση προς τους χριστιανικούς λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λέγοντας: «Καμιά χώρα δεν έχει ελπίδα για πρόοδο εφ’ όσον μένει υπό τουρκική κυριαρχία. Για το Ανατολικό ζήτημα το καθήκον μας είναι να δεχτούμε τον κατακερματισμό της Τουρκίας και να δείξουμε αμέριστη συμπαράσταση προς τους χριστιανικούς λαούς».
Όπως λέει η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η ανάληψη του ρόλου από τους Γερμανούς της ανάστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν είναι τίποτα άλλο από το μακιγιάρισμα ενός νεκρού. Ο ρόλος της Deutsche Bank είναι καθοριστικός. Οι Γερμανοί κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για να φανατίσουν τους Τούρκους εναντίον των μη-μουσουλμανικών λαών της Αυτοκρατορίας μετά από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Στα πλαίσια αυτά ο γερμανός Στρατάρχης Λίμαν Φον Σάντερς το 1916 είχε διατάξει τον εκτοπισμό των Ελλήνων από τα παράλια. Ο ίδιος όταν βλέπει ότι παρά όλους τους εκτοπισμούς, οι Έλληνες του Αϊβαλί μένουν ακόμα στα σπίτια τους θα διατάξει το Πάσχα του 1917 τον εκτοπισμό τους λέγοντας «Δεν διώξατε ακόμα αυτούς τους άπιστους»! Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός θέλει μια Ανατολή που θα έχει εκκαθαριστεί από τα χριστιανικά της στοιχεία. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τις άλλες δυτικές δυνάμεις, την Αγγλία, την Γαλλία, τις Η.Π.Α. και την Ιταλία, αν μελετήσουμε τη συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια του Πολέμου και μετά. Δεν είναι αδικία να πούμε ότι αυτά τα κράτη έμειναν αδιάφορα στην εξόντωση των αρχαίων λαών της Ανατολής.
Η πολιτική οργάνωση στον Πόντο
Τα γραφόμενα στα Τουρκικά για το ζήτημα του Πόντου είναι πανομοιότυπα και προέρχονται από την ίδια πηγή. Όλα τα αναφερόμενα βασίζονται σε προπαγανδιστικό βιβλίο που τυπώθηκε το 1922 από το Εκδοτικό Τυπογραφείο Πληροφοριών με τίτλο το «Ζήτημα του Πόντου» (Pontos Meselesi). Πρόκειται για προπαγανδιστικό κείμενο. Σ’ όλες τις πηγές διατυπώνονται οι ίδιες προτάσεις… Κατά το προπαγανδιστικό βιβλίο του 1922, σκοπός ήταν η ίδρυση μιας Δημοκρατίας του Πόντου με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα ή την Σαμψούντα στα εδάφη από το Μπατούμι μέχρι την Σινώπη. Τα γραφόμενα αυτά είναι πολύ μακριά από το να εξηγήσουν τι συνέβη πραγματικά στον Πόντο. Ο Μουσταφά Κεμάλ χρησιμοποιεί τις ίδιες εκφράσεις στο Λόγο (Νutuκ) του…
Στη διάρκεια έναρξης του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, ενώ μέχρι τότε οι Πόντιοι έχουν υπηρετήσει μόνο σε υπηρεσίες αγγαρείας στο Οθωμανικό Ναυτικό, καλούνται όπως και οι υπόλοιποι λαοί της Αυτοκρατορίας να καταταγούν στο στρατό. Αποτελεί ιστορική αλήθεια ότι με την έναρξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου πολλοί χωρικοί λιποτάκτησαν από το στρατό και επέστρεψαν σε περιοχές κοντά στα χωριά τους, με τα όπλα τους ή χωρίς, και διέμειναν σε υπαίθριους χώρους. Με τον τρόπο αυτό αρχίζουν να συγκροτούνται ένοπλες αντάρτικες ομάδες.
Με την προσπάθεια της Οθωμανικής Κυβέρνησης να εγκαταστήσει στα χωριά πρόσφυγες από τα Βαλκάνια εισερχόμαστε στο δεύτερο στάδιο των επεισοδίων. Η απόφαση άρνησης των Ποντίων να δεχτούν τους πρόσφυγες στα χωριά τους αποτελεί την έναρξη της αντίστασης κατά των αρχών. Ενώπιον της κατάστασης αυτής η Κυβέρνηση το φθινόπωρο του 1915, αρχίζει την επιχείρηση κατά των χωριών Οκσέ, Τσιχμάν και Τεύκερης, που πρωτοστάτησαν στην αντίσταση της εγκατάστασης των προσφύγων. Τα χωριά πυρπολούνται, ο πληθυσμός διασκορπίζεται και οι μάχιμοι άνδρες όπως ο πιο γνωστός Βασίλης Ανθόπουλος –Βασίλη Ουστάς– αρχίζουν και συγκροτούν ένοπλες δυνάμεις ομάδες αντίστασης. Πολλές ένοπλες ομάδες συγκεντρώνονται στην περιοχή Νεμπιάν της Μπάφρας.
Μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους, η επικρατούσα άποψη των διανοουμένων είναι ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια Τουρκο-Ποντιακή Ένωση σε ειρήνη και συνεργασία με τους Τούρκους της περιοχής. Στη διάδοση της άποψης αυτής ο ρόλος του «Ανατολικού Κόμματος» υπό την ηγεσία του Μητροπολίτη Χρύσανθου είναι μεγάλη.
Οι Νεότουρκοι μετά από τους Βαλκανικούς Πολέμους και πριν από την έναρξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου θέτουν σε εφαρμογή το σχέδιο της «λύσης» των εθνοτικών προβλημάτων με την εξόντωση των άλλων εθνοτήτων, πράγμα που είχαν αποφασίσει στο συνέδριο τους το 1911 στη Θεσσαλονίκη. Αρχίζει με την έναρξη του Πολέμου η πρακτική των εκτοπίσεων. Το γεγονός ότι η ιδέα ίδρυσης μιας ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας βρίσκει εύκολα οπαδούς οφείλεται και στην αντίδραση κατά των ενεργειών των Νεοτούρκων.
Αρχίζει η εποχή ίδρυσης οργανώσεων που έχουν σκοπό την υπεράσπιση των πολιτικών δικαιωμάτων των Ποντίων σ’ όλη την περιοχή του Πόντου. Ο Κ. Κωνσταντινίδης, που είναι γιος του πρώην δημάρχου Κερασούντας, του καπετάν Γιώργη, επηρεασμένος από τη διακήρυξη των Σοβιέτ να καθορίσουν οι λαοί της Ρωσικής Αυτοκρατορίας τις δικές τους τύχες, οργανώνει την 4 Φεβρουαρίου 1918 στη Μασσαλία Συνέδριο Όλων των Ποντίων με συμμετοχή από τις ευρωπαϊκές χώρες, τις Η.Π.Α. και άλλού. Το Συνέδριο, ελπίζοντας στην υποστήριξη των Σοβιέτ απευθύνει επιστολή προς τον υπουργό Εξωτερικών των Σοβιέτ Λέον Τρότσκι. Στην επιστολή αυτή τονίζεται ότι θα αποτελέσει μεγάλο λάθος να επιστραφεί η Τραπεζούντα στους Τούρκους και ζητείται η υποστήριξη της ιδέας της ανεξαρτησίας του Πόντου.
Ανατολικός και Δυτικός Πόντος
Με την κατάληψη του ανατολικού Πόντου το 1916, ο Πόντος έχει διαιρεθεί σε δύο τμήματα με αποτέλεσμα να διαφοροποιηθεί η πορεία των δυο περιοχών. Όταν ο ρωσικός στρατός φθάνει στην Γεμουρά, η πτώση πλέον της Τραπεζούντας είναι αναπόφευκτη. Η τουρκική διοίκηση βλέποντας το αναπόφευκτο της πτώσης της Τραπεζούντας κάλεσε το Μητροπολίτη Χρύσανθο και τους έλληνες προύχοντες και παρέδωσε την τύχη της πόλης σ’ αυτούς αναθέτοντάς τους την προστασία του αμάχου μουσουλμανικού πληθυσμού. Μετά από μια σύντομη τελετή ο νομάρχης Αζμί απευθυνόμενος στον Χρύσανθο είπε: «πήραμε αυτή τη χώρα από τους Ρωμιούς, τώρα την επιστρέφουμε στους ίδιους». Όταν οι Ρώσοι εισήλθαν την 16 Αυγούστου 1916 βρήκαν μια ελληνική διοίκηση στην πόλη. Η υποδοχή από τους Έλληνες Ποντίους προς τους Ρώσους ήταν ένθερμη. Ο Χρύσανθος δημιούργησε μια τυπική Βουλή υπό την ηγεσία του που διοίκησε την περιοχή μέχρι την επάνοδο των Τούρκων στην περιοχή. Ο Μητροπολίτης προστάτεψε τις οικογένειες των Μουσουλμάνων που είχαν φύγει από το φόβο των Ρώσων. Επίσης ο ίδιος προσπάθησε να εισαγάγει ένα νέο πνεύμα ισότητας μεταξύ των εθνοτήτων. Η ανεξάρτητη αυτή διοίκηση συμμετείχε στα Σοβιέτ το 1917.
Η κατάσταση στο δυτικό Πόντο είναι πολύ διαφορετική. Οι ένοπλοι αντάρτες που είχαν καταφύγει στα βουνά και που αποτελούνται από ανεξάρτητες ομάδες, ενισχύονται μετά από την έναρξη των εκτοπίσεων του τοπικού πληθυσμού από τους Τούρκους το 1916. Ο Βασίλης Ανθόπουλος συγκροτεί στις 3 Ιουλίου 1916 μια ομάδα ένοπλης αντίστασης στη Σεβάστεια και με την ελπίδα ότι όταν οι ρωσικές δυνάμεις προχωρήσουν προς τον δυτικό Πόντο θα ξεκινήσει γενική επανάσταση. Όμως η διακοπή της ρωσικής προέλασης αλλάζει τα σχέδια του Ανθόπουλου. Πιστεύοντας ότι οι Ρώσοι τον εμπαίζουν, αποφασίζει να δημιουργήσει νέα δεδομένα και με την ένοπλη ομάδα του των 80 ατόμων επιτίθεται σε τουρκικά χωριά σε άτομα που θεωρεί ότι έχουν τυραννήσει τους χριστιανούς και σκοτώνοντας αυτούς καίει τα σπίτια τους, στη συνέχεια συγκρούεται στα Κοτύωρα με τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις και χάνοντας τη μάχη καταφεύγει στην Τραπεζούντα όπου διαμένει μέχρι το τέλος του Πολέμου. Η αντίδραση των Τούρκων στα συμβάντα αυτά είναι δύο: Οι αντεπιθέσεις των τούρκων τσετέδων και η εξορία. Όσον αφορά την πρώτη φαίνεται ότι είναι μια περισσότερη τοπική αντίδραση. Όπως στην περίπτωση των χριστιανών υπάρχουν και μουσουλμάνοι λιποτάκτες που είναι έτοιμοι να εφαρμόσουν τα εθνικιστικά σχέδια του Σωματείου Ένωσης και Προόδου. Ο πλέον δραστήριος στην περιοχή είναι ο Τοπάλ Οσμάν Αγάς από την Κερασούντα. Ο ίδιος και οι βοηθοί του δρουν με τους λιποτάκτες και φυγόδικους ελεύθερα χωρίς κανένα περιορισμό. Ο Τοπάλ Οσμάν είναι παράγοντας τρόμου στην περιοχή. Ακόμα και ο τοπικός μουσουλμανικός πληθυσμός ζητάει την απομάκρυνση του.
Μεταξύ των ένοπλων ανταρτών των Ποντίων, ο κυριότερος στρατιωτικός ηγέτης είναι ο Αντών Πασάς. Ενώ υπερασπίζεται μαζί με τη σύζυγο του Πελαγία, τα ποντιακά χωριά είναι ο κυριότερος παράγοντας φόβου των τουρκικών κρατικών και αντάρτικων δυνάμεων. Ο ίδιος σκοτώνεται το 1917 ενώ η σύζυγος του Πελαγία συνεχίζει τον αγώνα μέχρι το 1923. Μεταξύ των ενόπλων ομάδων στην περιοχή βρίσκονται και Κιρκάσιοι.
Οι εξορίες
Σε έγγραφο που ετοίμασε το Υπουργείο Εξωτερικών της Αυστρίας για να σταλεί στο Βερολίνο αναφέρονται τα εξής: «Η τουρκική πολιτική έχει τον χαρακτήρα της ολοκληρωτικής εκδίωξης από την περιοχή με σκοπό την πλήρη εξαφάνιση τους με τη δικαιολογία ότι οι Έλληνες της περιοχής αποτελούν κίνδυνο κατά του κράτους, μια μέθοδος που εφαρμόστηκε στο παρελθόν και κατά των Αρμενίων. Οι Τούρκοι χωρίς να διακρίνουν καμιά διαφορά στον πληθυσμού και χωρίς να αφήνουν καμιά πιθανότητα στην επιβίωση του πληθυσμού με την πρόφαση της μετακίνησης σε άλλες περιοχές, δηλαδή τη μετακίνηση από τις παραλίες στα ενδότερα, εγκαταλείποντας αυτούς σε τραγικές, απάνθρωπες συνθήκες στην πείνα τους να οδηγούν προς το θάνατο. Τα δε σπίτια τους αφού καταληφθούν από τους τσετέδες λεηλατούνται, πυρπολούνται και κατεδαφίζονται. Όποια μέτρα εφαρμόστηκαν κατά των Αρμενίων εφαρμόζονται και κατά του Πόντου».
Με την ήττα των Οθωμανών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην περιοχή του Πόντου εγκαθίστανται αγγλικές δυνάμεις (ινδοί στρατιώτες με άγγλους αξιωματικούς) και για να εξασφαλίσουν τα μελλοντικά τους συμφέροντα ζητούν από τους πόντιους αντάρτες να παραδώσουν τα όπλα τους στον τουρκικό στρατό. Οι αντάρτες δεν πέφτουν σ’ αυτή τη παγίδα και δεν παραδίδουν τα όπλα τους. Οι Έλληνες του Πόντου ενστερνίζονται το σκοπό της ίδρυσης της Ποντιακής Δημοκρατίας. Επιστρέφουν από τη Ρωσία περίπου 100.000 Πόντιοι…
Επειδή το ποντιακό κίνημα φθάνει σ’ ένα επικίνδυνο για το Οθωμανικό κράτος βαθμό, η οθωμανική Κυβέρνηση αποφασίζει να στείλει στον Πόντο τον Μουσταφά Κεμάλ. Ο Κεμάλ ξεκινάει τις προσπάθειές του για να καταπνίξει το ποντιακό κίνημα με τη συμφωνία των Άγγλων και την ηθική και υλική υποστήριξη του Σουλτάνου. Όταν φθάνει στη Σαμψούντα συναντιέται με τον άγγλο Ταγματάρχη Hurst και καλεί τους εκπροσώπους των κοινοτήτων στο στρατιωτικό κυβερνείο. Ο ηγέτης των Ελλήνων Μητροπολίτης Γερμανός δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση. Στην έκθεση που στέλνει ο Μουσταφά Κεμάλ στη Σουλτανική Κυβέρνηση αναφέρει ότι οι ποντιακές αντάρτικες δυνάμεις υπό την ηγεσία του Γερμανού έχουν πολιτικούς σκοπούς…. Ο Μουσταφά Κεμάλ με την άφιξη του στη Σαμψούντα την 19 Μαΐου 1919 αρχίζει αμέσως την οργάνωση των τουρκικών ανταρτικών ομάδων κατά των ποντιακών ομάδων που επεδίωκαν την ανεξαρτησία. Λέγεται ότι ένας από τους πρώτους που συνάντησε ήταν ο Τοπάλ Οσμάν. Όπως φαίνεται και από τα κρατικά αρχεία, ο Μουσταφά Κεμάλ δίνει μεγαλύτερη σημασία στο ποντιακό αντάρτικο κίνημα παρά στο ελληνικό κράτος…
Οι αντάρτες αν και δεν επιτυγχάνουν να αποτρέψουν τον εκτοπισμό των Ελλήνων του Πόντου, δημιουργούν «απελευθερωμένες περιοχές» στα βουνά στις οποίες καταφεύγουν οι Έλληνες από τα καταστραμμένα τους χωριά. Η δημιουργία νέων ανταρτικών ομάδων και η αδυναμία του τουρκικού στρατού να τους εξουδετερώσει οδηγεί σ’ ένα τοπικό συμβιβασμό κατά τον οποίο τα τουρκικά χωριά έναντι της ασφάλειας τους παρέχουν τροφή και υλικά στους πόντιους αντάρτες.
Ο Ali Sait Çetinoğlu είναι Τούρκος ακαδημαϊκός. Στα ενδιαφέροντά του περιλαμβάνονται οι Νεότουρκοι, ο Κεμαλισμός, το Ποντιακό Ζήτημα κ.ά. Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα, με βάση την έρευνα στα Εθνικά Αρχεία της Τουρκίας. Το βιβλίο του «Varlık Vergisi (1942-1944) / Konomik ve Kültürel Jenosid» (Φόρος Περιουσίας (1942-1944) Οικονομική και πολιτιστική γενοκτονία) εκδόθηκε το 2009 στην Κωνσταντινούπολη. Συνέγραψε τη μελέτη «Pontos Sorunu» (To Ποντιακό Ζητημα). Στο διεθνές επιστημονικό συνέδριο «Τρείς Γενοκτoνίες, Μία Στρατηγική», Αθήνα, Σεπτέμβριος 2010, παρουσίασε την εισήγηση «Η ιδέα του ανεξάρτητου Πόντου και η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου».