Βήματα μνήμης στην πόλη μου
«Γέννησα χθες, σε περιμένω στο νοσοκομείο να έρθεις να δεις το μωρό», ήταν το μήνυμα της φίλης μου στο κινητό, λιτό, κοφτό και συνάμα απαιτητικό. Δεν θα μείνω πολλές μέρες στην Πρέβεζα, σκέφτομαι, άρα πρέπει οπωσδήποτε σήμερα κιόλας να πάω. Θα πάω με τα πόδια, η μέρα είναι ηλιόλουστη σε προδιαθέτει για περπάτημα εξάλλου θα υπάρχει πολλή κίνηση αυτή την ώρα και με το αυτοκίνητο θα μπλέξω. Είμαι πολύ χαρούμενη, επιτέλους μετά από καιρό μια καλή είδηση, μια νέα ζωή ήρθε στον κόσμο. Ξεκινάω ευδιάθετη για το νοσοκομείο.
Δίπλα από το σπίτι μου οι φωνές των παιδιών με κάνουν να γυρίσω το κεφάλι μου. Το νεοκλασικό κτίριο στο χρώμα της ώχρας στέκεται εκεί, όπως το άφησα πριν χρόνια. Λίγο γερασμένο απλά, αλλά ακόμη ζωντανό να υποδέχεται νέες φουρνιές παιδιών.
Το παλιό μου σχολείο, το 1ο Γυμνάσιο, αλλά και Λύκειο τότε, της Πρέβεζας. Κοιτάζω το προαύλιο, το γυμναστήριο, τις βρύσες στο πλάι του και γυρνώ πίσω . Ακούω τις δικές μας φωνές, μου ‘ρχεται η μυρωδιά από τις τυρόπιτες του Στέργιου απέναντι από το σχολείο και η φωνή του Πιτσούνη του μικροπωλητή που περίμενε κάθε διάλειμμα για να μας πουλήσει το περίφημο σουτζούκι του. Τι θυμήθηκα τώρα! Περνώντας τον Άγιο Κωνσταντίνο κατηφορίζω προς την Λεωφόρο Ειρήνης. Η πόλη έχει ξυπνήσει για τα καλά, κορναρίσματα, βρισιές και κόσμος που πηγαινοέρχεται βιαστικός μου το θυμίζουν. Προσπερνώ το κτίριο του ΟΤΕ, εδώ αν θυμάμαι καλά ήταν παλιά η εβραϊκή συναγωγή και κατευθύνομαι προς το Σαϊτάν Παζάρ, το πιο φημισμένο και πολύβουο σοκάκι της πόλης.
Κόσμος πολύς, ντόπιοι αλλά και αρκετοί τουρίστες, γεμίζουν το πλακόστρωτο Σαϊτάν Παζάρ – το σοκάκι φόβο του «διάβολου» πασά. Άλλοι ψωνίζουν, άλλοι απολαμβάνουν τον πρωινό καφέ τους, άλλοι προσπερνούν βιαστικοί. Α, να και κάποιοι, τουρίστες προφανώς, που φωτογραφίζουν το σπίτι που έζησε ο Καρυωτάκης καθώς και την προτομή του. Πώς σημάδεψε την πόλη αυτός ο ποιητής! Το βλέμμα μου στέκεται για λίγο στο μαγαζάκι που είχε παλιά το τσαγκάρικό του ο κυρ-Σπύρος -μακαρίτης πια- ο φίλος του πατέρα μου. Σημείο συνάντησης της παρέας τους η «μικρή Βουλή» όπως το αποκαλούσαν.
Βγαίνοντας από το σοκάκι η γνωστή μυρωδιά του φρεσκοκομμένου καφέ από το πιο παλιό καφεκοπτείο της πόλης, τον Κωστούλα. Η αγορά αυτή την ώρα είναι γεμάτη, τα μαγαζιά έτοιμα να υποδεχτούν τους πελάτες. Αρκετοί και οι ξένοι, τα πρώτα γκρουπ των Γάλλων αλλά και μεμονωμένοι τουρίστες ήδη έχουν φτάσει. Ο Άγιος Χαράλαμπος, ο πολιούχος της πόλης, με το περίφημο καμπαναριό και το ηλιακό ρολόι δεσπόζει στο κέντρο της αγοράς. Τόπος κατάνυξης αλλά και ραντεβού από τα μαθητικά μου χρόνια. Σε πόσες, άραγε, λιτανείες του να πήρα μέρος ως μαθήτρια; Τα στενά με τα ουζερί και τα μπαράκια που οδηγούν στην παραλία, ακόμη είναι άδεια, περιμένουν το βράδυ για να αποκτήσουν ζωή, να γεμίσουν από νιάτα. Κατεβαίνω στην παραλία από το στενό της παλιάς Δημοτικής Αγοράς. Γυρνώ στο παρελθόν, όταν έσφυζε από ζωή, όταν ακούγονταν μέχρι έξω οι φωνές των χασάπηδων, των ψαράδων αλλά και των πελατών. Εδώ και χρόνια, βέβαια, εκεί δεν πωλούνται κρέατα και ψάρια αλλά «πωλείται» πολιτισμός, είναι το Πνευματικό Κέντρο του δήμου.
Φτάνω στην παραλία. Πόσο έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, Κάννες έχουμε γίνει λέει ένας φίλος μου. Η μυρωδιά από τα λουλουδάκια στα παρτέρια γαργαλά ευχάριστα τα ρουθούνια μου. Η αύρα της θάλασσας με δροσίζει. Τα κότερα και τα ιστιοφόρα που έχουν προσαράξει συμπληρώνουν το υπέροχο σκηνικό. Ο φάρος που έχει στηθεί δείχνει το παρελθόν αλλά και το παρόν αυτής της πόλης. Ήσυχη η παραλία αυτή την ώρα, θα ζωηρέψει το βράδυ, θα γεμίσουν οι καφετέριες και τα φαγάδικα και θα αρχίσει το πάνω-κάτω στον πεζόδρομο-απομεινάρι του παλιού «νυφοπάζαρου».
Στρίβω αριστερά προς την Πλατεία Ανδρούτσου άλλο σημείο συνάντησης των εφηβικών μου ραντεβού. Η μόνη μεγάλη πλατεία της πόλης. Από εδώ ξεκινούσε η παρέλαση για να φτάσει στο τέλος της παραλίας που τότε δεν ήταν πλακόστρωτη. Στολές, φτιάξιμο και μαλλί στην τρίχα, τσακωμός για τα τακούνια της τελευταίας στιγμής, και μετά το τέλος της παρέλασης για καφέ ή για σινεμά στην Όαση – κυρίως τα ζευγαράκια. Στην πλατεία, κάτω από το άγρυπνο μάτι του ευθυτενή και αγέρωχου Οδυσσέα Ανδρούτσου -με τα τρία πόδια όπως λέγαμε μικρά, αφού το σπαθί το βλέπαμε σαν τρίτο πόδι- γίνονταν και γίνονται ακόμη οι περισσότερες εκδηλώσεις, χοροί, ομιλίες. Κάθε Αύγουστο η γιορτή της σαρδέλας, χορός, τραγούδι, κρασί και φυσικά ψητή σαρδέλα. Η τσίκνα σκεπάζει την πόλη και η μυρωδιά της ποτίζει τα πάντα. Στην πλατεία συγκεντρώνονται και οι στολισμένοι επιτάφιοι κάθε Μ. Παρασκευή συνοδευόμενοι από χιλιάδες πιστούς, Πρεβεζάνους και ξένους. Θέαμα φαντασμαγορικό με τους επιτάφιους, σαν σε πασαρέλα, να «συναγωνίζονται» στο στολισμό αλλά και δέος όταν ακούγεται το κήρυγμα από το στόμα του Δεσπότη. Βλέπω μπροστά μου τον μακαριστό Μελέτιο να μιλά στο πλήθος ακόμη και όταν η φωνή, λόγω ασθενείας, έβγαινε με δυσκολία πια.
Μια φωνή με βγάζει ξαφνικά από τις αναμνήσεις μου. Είναι ο Πάνος, παλιός φίλος από τα χρόνια τα μαθητικά, ψαράς τώρα. Έχει τελειώσει το ψάρεμα, έχει πουλήσει την ψαριά του και καθαρίζει τα δίχτυα και τη βάρκα. Πιάνουμε για λίγο την κουβέντα, σπάνια βλεπόμαστε, χαθήκαμε, όπως και με πολλούς άλλους άλλωστε. «Στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε», όμως λέει το τραγούδι. Α, νομίζω ότι ξέφυγα τελείως σήμερα, ξαφνικά πολλές θύμησες, πολλά συναισθήματα. Ξέχασα πού ήθελα να πάω; Καιρός να βιαστώ λιγάκι αν θέλω να φτάσω στο νοσοκομείο στην ώρα του επισκεπτηρίου.
Περνώντας το Νέο Λιμάνι φτάνω στα Πευκάκια και βλέπω απέναντι το Ψαθάκι και τη Μαργαρώνα, απολαμβάνω το τοπίο με όλες μου τις αισθήσεις. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και τα πνευμόνια μου γεμίζουν οξυγόνο. Τα νερά ήρεμα σε καλούν για μια βουτιά, τα πεύκα αναδίδουν το άρωμά τους. Πώς μπόρεσε ο Καρυωτάκης να αποπειραθεί να δώσει τέλος στη ζωή του, αντικρίζοντας αυτή την ομορφιά; Άσε μην το ψάχνεις, ποιος μπορεί να καταλάβει την ψυχή ενός ποιητή; Επιτέλους, φτάνω στον προορισμό μου. Κοιτάζω το μωρό, το κρατάω στην αγκαλιά μου και αφήνω πίσω το παρελθόν, τις μνήμες. Η ζωή είναι μπροστά, η ζωή χαμογελάει μέσα από το πλασματάκι αυτό. Η πόλη μου είναι έτοιμη να υποδεχθεί ένα νέο μέλος.
Γράφτηκε στο Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής, Ναύπακτος 2015, Εμψυχώτρια: Χρυσούλα Σπυρέλη