του Ηλία Φιλιππίδη*

Η Βούλα Πατουλίδου στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης το 1992 χάρισε στην Ελλάδα το πρώτο χρυσό μετάλλιο στον στίβο από το 1912. Είναι αυτή, η οποία προσπαθώντας και η ίδια να βρει μία εξήγηση για τον απίστευτο θρίαμβο της, είπε το περίφημο: «Για την Ελλάδα ρε γαμώτο!»

Η Πατουλίδου αναζήτησε στην συλλογική ψυχή το ελατήριο, που την εκτόξευσε προς το κατόρθωμά της. Είναι το ίδιο ελατήριο που ανακάλυψε ένας ξένος, ο αμερικανός αθλητής Τζόνυ Κέλυ, που εθεωρείτο φαβορί στον Μαραθώνιο της Βοστώνης του 1946 και προηγείτο στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής. Μετά την νίκη τού ελληνοκυπρίου Στέλιου Κυριακίδη ο Κέλυ δήλωσε: «Εγώ έτρεχα για τον εαυτό μου, ο Κυριακίδης έτρεχε για έναν ολόκληρο λαό»!

Η περίπτωση του Κυριακίδη είναι ένα βιολογικό θαύμα. Ήταν λιπόσαρκος λόγω της κατοχικής πείνας στην Ελλάδα και είχε 5 χρόνια να προπονηθεί. Οι γιατροί δεν του επέτρεπαν να συμμετάσχει λόγω της γενικής σωματικής του αδυναμίας. Τον προειδοποιούσαν , ότι αν τρέξει, θα πεθάνει. Λόγω της επιμονής του υποχρεώθηκε τελικά, να υπογράψει υπεύθυνη δήλωση, ότι φέρει ο ίδιος την ευθύνη για ό,τι ήθελε συμβεί. Ο ηρωικός Κυριακίδης δήλωσε μετά την ανέλπιστη νίκη του: «Το έκανα για την Ελλάδα!» Και αντί για προσωπικά δώρα, τόσο από τους Ελληνο-αμερικανούς όσο και από τον ίδιο τον Πρόεδρο Τρούμαν, ζήτησε να σταλούν τρόφιμα στην λιμοκτονούσα Ελλάδα. Ο Κυριακίδης αισθανόταν το βάρος ενός άλλου, συλλογικού, θαύματος που είχε προηγηθεί, του Έπους του 1940-41 και ήθελε να το συνεχίσει. Δεν ήθελε να κατεβάσει τον πήχυ σε «ρεαλιστικό» επίπεδο.

Η αντίδραση της Πατουλίδου ήταν μία κραυγή, ένα μίγμα πείσματος, πόνου, διαμαρτυρίας, διεκδικήσεως, αντιστάσεως. Η Πατουλίδου αισθανόταν την πρόκληση της «Νέας Εποχής» και ήθελε να αντιδράσει. Ήθελε, η Ελλάδα μας να παραμείνει μέσα στον χρόνο ως ιστορικό υποκείμενο, να παραμείνει σημείο υπέρτατης αναφοράς όλων των Ελλήνων και να μην καταντήσει ένα αντικείμενο «κανονικότητας» και «εκσυγχρονισμού».

Η Πατουλίδου μας έδωσε ένα μάθημα ιστορίας, πολιτικής, κοινωνιολογίας και ψυχολογίας: ότι αντικειμενικά η Ελλάδα είναι σαν τον γίγαντα Ανταίο, ο οποίος έχανε την δύναμή του, όταν έχανε την επαφή με την μητέρα του, την Γη και έτσι τον νίκησε ο Ηρακλής.

Το δίδαγμα είναι, ότι η πατρίδα είναι ένα ζωντανό υποκείμενο. Η δύναμη του Ελληνισμού είναι η υποκειμενικότητα, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Τα άτομα να γίνουν υποκείμενα, δηλ. φορείς αυτοεκτιμήσεως, συλλογικής αντιπροσωπευτικότητας και αξιακής αναφοράς.

Δεν είναι υπερβολή να πούμε, ότι ο γενάρχης των Ελλήνων είναι ο Σίσυφος. Τιμωρείται, τις περισσότερες φορές εξ αιτίας των λαθών του. Όμως επιμένει, έχει πείσμα. Οι αντιδράσεις του απέναντι στην ιστορία έχουν τον χαρακτήρα της κραυγής. Άλλοτε κραυγή θριάμβου και άλλοτε θρήνου, ποτέ όμως απελπισίας. Ο Σίσυφος είναι ο εκφραστής του ελληνικού «γαμώτο». Όταν ο Θεός έπλασε τον Έλληνα, φύσηξε στους πνεύμονες του το πνεύμα του «γαμώτο»! Ο Έλληνες είναι ο κατ΄ εξοχήν αντιστεκόμενος άνθρωπος. Το σύνθημα του είναι «Αντίσταση και πάλη!». Συμπληρώνουμε: «και πάλι και πάλι!…»

Τα συλλαλητήρια είναι ακριβώς τέτοιες συλλογικής κραυγές αντιστάσεως στην αυθαιρεσία του γνωστού «Διεθνούς παράγοντα».

Πρέπει να καταλάβουμε, ότι το Σκοπιανό πρόβλημα έχει μία ιδιαίτερη βαρύτητα, όχι μόνο συναισθηματική λόγω του Μακεδονικού αγώνα αλλά κυρίως γεωπολιτική. Η ιστορία του Ελλαδικού κράτους και του σύγχρονου Ελληνισμού αρχίζει πάλι από την αρχή. Οι νέες αφετηρίες είναι:

α. Η επιθετικότητα των Τούρκων ( Κύπρος, Αιγαίο, Θράκη, ΑΟΖ ).

β. Ο σφετερισμός όχι μόνο του ονόματος, αλλά και της ιστορίας και της πολιτισμικής κληρονομιάς της Μακεδονίας από τα Σκόπια.

Για το Κυπριακό δικαιολογηθήκαμε στον εαυτό μας, ότι η Κύπρος είναι μακριά, ότι είναι ένα άλλο κράτος, ότι δεν ανήκει στο ΝΑΤΟ. Για τις προκλήσεις των Τούρκων δικαιολογούμαστε, ότι είναι μία ιστορική ατυχία να τους έχουμε γείτονες και ότι εν πάση περιπτώση πρόκειται για ένα πρόβλημα, που μπορεί να ελεγχεί με διολισθαίνουσες υποχωρήσεις και με καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ.

Όμως το Σκοπιανό πρόβλημα μας ανησυχεί ακόμη περισσότερο, όχι γιατί φοβόμαστε στρατιωτικά τα Σκόπια, όπως ειρωνεύονται μερικοί ανόητοι, αλλά διότι αυτή την φορά η πίεση για υποχωρήσεις προέρχεται κατευθείαν από τον Δυτικό παράγοντα. Η πολιτική συρρικνώσεως του Ελληνισμού κλιμακώνεται. Μήπως η Δύση θέλει να ακυρώσει την επιτυχία του Ελ. Βενιζέλου, να φθάσουν τα σύνορά μας στον Έβρο;

Γιαυτό χρειάζεται εθνική ομοψυχία και πολύ καλά κάνει ο λαός που ανησυχεί. Τα Συλλαλητήρια ενισχύουν τις αντιστάσεις της εξωτερικής πολιτικής μας και πιέζουν την άλλη πλευρά για περισσότερες υποχωρήσεις.

* Ο Ηλίας Φιλιππίδης είναι παν. καθηγητής κοινωνιολογίας.
[email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!