Την περασμένη Τετάρτη, στην καθιερωμένη συνάντησή του με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων και στις εξελίξεις που αφορούν στα Γλυπτά του Παρθενώνα και στις σχετικές συζητήσεις που έχουν ξεκινήσει (ακόμη μια φορά) με τη Βρετανία. Είναι αν μη τι άλλο εντυπωσιακό (αν και θα μπορούσαμε να βρούμε πολλά άλλα επίθετα) να χρησιμοποιείται τόσο ξεδιάντροπα το θέμα της ανάκτησης των γλυπτών για προεκλογικούς λόγους. Και αυτό δεν προκύπτει ως συμπέρασμα, αφού ειπώθηκε ξεκάθαρα από τα πρωθυπουργικά χείλη: «Εφόσον ο λαός θα μας εμπιστευτεί ξανά, πιστεύω ότι αυτόν τον στόχο θα μπορέσουμε να τον πετύχουμε με απόλυτο σεβασμό στις προφανείς “κόκκινες” γραμμές που έχουν θέσει όλες οι κυβερνήσεις».
Ποιες είναι όμως αυτές οι «κόκκινες» γραμμές οι οποίες γίνονται σεβαστές; Υποτίθεται πως βασική προϋπόθεση οποιωνδήποτε συνομιλιών είναι η μη αναγνώριση νόμιμης κατοχής των Γλυπτών από το Βρετανικό Μουσείο. Παρόλα αυτά, όλα τα δημοσιεύματα αφορούν συζητήσεις που εμπλέκουν δανεισμό, προσωρινή επιστροφή, ανταλλάγματα ή άλλες μορφές. Και όταν λέμε δημοσιεύματα, αναφερόμαστε στα βρετανικά Μέσα, αφού από τα εγχώρια δεν προκύπτει καμία πραγματική πληροφορία, κανένα ρεπορτάζ. Είτε μιλάμε για φίλα προσκείμενα ΜΜΕ ή αντιπολιτευτικά.
Οι «κόκκινες» γραμμές πάντως φαίνονται να γίνονται καμπύλες αφού προκρίνονται λύσεις με μακροπρόθεσμο δανεισμό, με ή χωρίς «ενέχυρα». Μάλιστα υπάρχει δημοσίευμα στην Telegraph που κάνει λόγο για ανταλλαγή με τον «Μικρό Ιππέα του Αρτεμισίου», ενώ αναφέρει ότι «η συμφωνία θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει ακόμα και το ηλικίας 3.600 ετών προσωπείο του Αγαμέμνονα, καθώς και το κύπελλο του Νέστορα». Λες και μιλάμε για πακέτα μεταγραφών στο ΝΒΑ. Ταυτόχρονα, μια πιο «δυτική» και σύγχρονη λύση που προκρίνεται είναι η σύσταση ενός ελληνοβρετανικού πολιτισμικού εταιρικού οργανισμού που θα είναι υπεύθυνος για τη διαρκή μεταφορά εκθεμάτων μεταξύ των δύο χωρών.
Η ελληνική κυβέρνηση κορυφώνει την υποτέλειά της απέναντι στη Βρετανία, μπαίνοντας στη διαδικασία να διαπραγματεύεται όχι με τους ομόλογούς της, αλλά με τον επικεφαλής του Βρετανικού Μουσείου, το οποίο αποτελεί τον τελικό κλεπταποδόχο των αρχαιοελληνικών ευρημάτων που έκλεψε ο αρχαιοκάπηλος Έλγιν πριν από πάνω από δυο αιώνες. Από τη μεριά της η βρετανική κυβέρνηση φαίνεται πως δεν είναι διατεθειμένη ούτε καν για αυτές τις, απαξιωτικές για την Ελλάδα, επιλογές
Υποτελής στάση
Τα τελευταία χρόνια γίνονται πολλές προσπάθειες από διάφορες χώρες στα πλαίσια αποαποικιοποίησης των μουσείων. Αυτή η προσπάθεια αφορά κυρίως τα μεγάλα, εμπορικά μουσεία της Δύσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επιστροφή των χάλκινων τέχνεργων του Μπενίν, που είχαν κλαπεί από τη Νιγηρία στα τέλη του 19ου αιώνα από τον βρετανικό στρατό κατοχής, και βρίσκονταν σε Μουσεία στο Βερολίνο και τη Βρετανία.
Αντί να πατήσει πάνω σε αυτό η ελληνική κυβέρνηση ή ακόμη και στην επιστροφή των τριών θραυσμάτων των Γλυπτών του Παρθενώνα από τα Μουσεία του Βατικανού, κορυφώνει την υποτέλειά της απέναντι στη Βρετανία, μπαίνοντας στη διαδικασία να διαπραγματεύεται όχι με τους ομόλογούς της, αλλά με τον επικεφαλής του Βρετανικού Μουσείου, το οποίο αποτελεί τον τελικό κλεπταποδόχο των αρχαιοελληνικών ευρημάτων που έκλεψε ο αρχαιοκάπηλος Έλγιν πριν από πάνω από δυο αιώνες.
Από τη μεριά της η βρετανική κυβέρνηση φαίνεται πως δεν είναι διατεθειμένη ούτε καν για αυτές τις, απαξιωτικές για την Ελλάδα, επιλογές. Χαρακτηριστική ήταν η πρόσφατη δήλωση της Βρετανής υπουργού Πολιτισμού η οποία μεταφέροντας συνομιλία που είχε με τον Τζορτζ Όσμπορν ανέφερε πως «δεν πρόκειται να τα στείλει πίσω, βασικά. Δεν είναι αυτή η πρόθεσή του. Δεν έχει καμία επιθυμία να το κάνει. Έχει επίσης συζητηθεί η ιδέα ενός δανεισμού διάρκειας 100 ετών, κάτι που σίγουρα δεν είναι αυτό που σχεδιάζει. Θα συμφωνούσε μαζί μου ότι δεν πρέπει να τα στείλουμε πίσω, και στην πραγματικότητα ανήκουν εδώ στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου τα φροντίζουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπου επιτρέπουμε πρόσβαση σε αυτά».
Απαξιωτικές τοποθετήσεις
Τέτοιες απαξιωτικές και προσβλητικές τοποθετήσεις δεν προέρχονται μόνο από πολιτικούς αλλά και από «επιστήμονες» όπως ο Ζαρίρ Μασάνι,ο οποίος αναφέρει πως την εποχή που ο λόρδος Έλγιν πήρε τα Γλυπτά, το 1802, ο Παρθενώνας ήταν ένα ξεχασμένο ερείπιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά τον ίδιο δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο πληθυσμός της σύγχρονης Ελλάδας δικαιούται μετά από δυόμισι χιλιετίες να ισχυρίζεται ότι κατάγεται είτε από τους σκλάβους που έχτισαν τον Παρθενώνα είτε από τους Αθηναίους ηγεμόνες που ανέθεσαν την κατασκευή του, αφού, όπως γράφει στο Spectator, «δεν υπάρχει απόδειξη ότι οι σύγχρονοι Έλληνες κατάγονται από τους Αθηναίους».
Μας θυμίζουν κάτι τέτοιες τοποθετήσεις; Φυσικά! Τις κατά καιρούς τοποθετήσεις της Σίας Αναγνωστοπούλου, τομεάρχη πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ, για ασυνέχεια των Ελλήνων ή τη δήλωση του Αριστείδη Μπαλτά ότι δεν πρέπει να διεκδικήσουμε την επανάκτηση των Γλυπτών γιατί θα χάσουμε. Είναι οι ίδιοι τώρα που επιχειρούν να κάνουν αντιπολίτευση και αυτοί σε προεκλογικούς τόνους. Λες και δεν ήταν κυβέρνηση για τέσσερα χρόνια κατά τα οποία δεν έπραξαν το παραμικρό. Κι ας προσπαθεί να μας πείσει ο Γ. Μπαλάφας πως η θετική γνωμοδότηση της UNESCO οφείλεται στην κυβέρνηση Τσίπρα.
Αυτό που μπορούμε με σιγουριά να πούμε είναι πως όντως η βρετανική κυβέρνηση και το Βρετανικό Μουσείο δέχονται πίεση, αλλά αυτή δεν έχει προκύψει από τις θεσμικές κινήσεις των πρώην και νυν κυβερνήσεων, αλλά τις προσπάθειες των ανεξάρτητων επιστημονικών επιτροπών και των απανταχού φίλων του αρχαίου ελληνικού (και κάθε άλλου) πολιτισμού.
Με το παρόν πολιτικό προσωπικό ίσως η καλύτερη λύση θα ήταν να μην πράξουν τίποτα, γιατί κινδυνεύουμε τα Γλυπτά του Παρθενώνα να αναγνωριστούν και επισήμως ως «ελγίνια μάρμαρα» τα οποία που και που θα εκτίθενται και στο Μουσείο της Ακρόπολης.