της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Ο εικαστικός υπαρξισμός των Αντονιόνι και Μπέργκμαν δεν έχει επηρεάσει μόνο τους Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν (Τρεις Πίθηκοι / 2008) και Σεμίχ Καπλάνογλου (Έκπτωτος Άγγελος / 2005), αλλά και τον συμπατριώτη τους, τον 59χρονο Ταϊφούν Πιρσελίμογλου, που έχει αναπτύξει μια εξίσου επιμελημένη κινηματογράφηση. Ζωγράφος και συγγραφέας αρχικά, ο Πιρσελίμογλου στράφηκε στο σινεμά πρώτα ως σεναριογράφος και στη συνέχεια ως σκηνοθέτης. Η νέα μεγάλου μήκους ταινία του Sideway, σε δικό του σενάριο, συμπαραγωγή Τουρκίας- Ελλάδας-Γαλλίας, δομείται σε μια ασπρόμαυρη οπτική, δίχως σκληρά κοντράστ.

 

* * *

 

Σ’ ένα ψαροχώρι, που το απομονώνουν βουνίσιες πλαγιές με πυκνά έλατα, διάσπαρτες φήμες αναστατώνουν τους λιγοστούς κατοίκους, που προσμένουν κάποιον Μεσσία είτε το τέλος του κόσμου και την Ημέρα της Κρίσης.

Η επιβλητική εισαγωγική σκηνή ενός στατικού, βωβού πλήθους που παρατηρεί ένα πλοίο να διασχίζει την ανταριασμένη θάλασσα, μεταφέρει αίσθηση μεγάλης προσμονής. Αλλόκοτα συμβάντα συνθέτουν ένα σκηνικό μπεκετικού παραλόγου. Μισόλογα διαδίδουν καταγγελίες υπόπτων και κατασχέσεις βιβλίων, στο πλαίσιο ενός επιβεβλημένου απολυταρχισμού. Διαπεραστικά βλέμματα δείχνουν τους πάντες ως εν δυνάμει καταδότες, σκόρπιοι διάλογοι ακροβατούν ανάμεσα σε πολιτικά υπονοούμενα και υπαρξιακές αγωνίες. Ανακρίσεις σε εγκαταλελειμμένα δωμάτια διαχέουν διάσπαρτο κλίμα καχυποψίας και χαφιεδισμού. Ένα σύνολο ανδρών κοιτά απορροφημένο τις φλόγες που καταστρέφουν τα «απαγορευμένα» βιβλία, ενώ στο νεκροτομείο, συγκαλύπτονται ίχνη εν ψυχρώ δολοφονιών. Σαν οπτικό μοτίβο επαναλαμβανόμενης καφκικής μυστηριακής έμπνευσης, ένας άντρας με καπέλο και βαλίτσα αναζητά τον αδερφό του, αφήνοντας υπόνοιες για αγνοούμενους.

Ξένος σε ξένο τόπο, ο νεαρός πρωταγωνιστής που έφτασε εκεί αναζητώντας δουλειά, σερβίρει τσάι στο παραθαλάσσιο καφενείο, καθαρίζει το πανδοχείο στο οποίο διαμένει, παρουσιάζεται εμμονικά ερωτευμένος με την νοσοκόμα του χωριού, που είναι παντρεμένη, ενώ σε μια μακάβρια διάγνωση εντοπίζεται φυλλόσχημη κηλίδα στην ακτινογραφία του πνεύμονά του. Ο ήρωας επισκέπτεται ένα κοντέινερ στο βάθος του κάδρου, όπου στέκεται για πενταροδεκάρες ένα αξιολύπητο κορίτσι ντυμένο γοργόνα, μέσα σε μια γυάλινη δεξαμενή με νερό, ανακαλώντας το έκθεμα στις Αρμονίες του Βερκμάιστερ (2000) του Μπέλα Ταρ, όπου το βαλσαμωμένο κουφάρι μιας τεράστιας φάλαινας, στριμωγμένο σ’ ένα κοντέινερ, παρουσιάζεται ως μυστηριακό σύμβολο εξέγερσης.

Γυναίκες-υπηρέτριες των μονίμως απόντων συζύγων αγοράζουν ποντικοφάρμακο για τους δυνάστες τους. Άντρες καταλήγουν στυγνοί δολοφόνοι των συζύγων τους, τη στιγμή που έτρωγαν αποξενωμένοι μαζί. Με την κάμερα μάρτυρα του φόνου, κάποιος σκάβει ένα λάκκο στο βάθος, έχοντας δίπλα του πτώμα τυλιγμένο σε σεντόνι, ενώ στο πρώτο πλάνο δυο άντρες κουβεντιάζουν κυνικά αμέριμνοι, δείγμα της δεδομένης ατιμωρησίας που απολαμβάνει το αντρικό φύλο, σε μια σκηνή που καταγγέλλει την παράδοση ενδοοικογενειακής βίας, ενώ ταυτόχρονα ξεχειλίζει από βαθιά ματαιότητα, ανακαλώντας την περίφημη υπαρξιακή σαιξπηρική σκηνή με το κρανίο του ξεθαμμένου γελωτοποιού.

 

* * *

 

Υπό τους ήχους εγχόρδων, η στιγμιαία σκηνή ενός φλεγόμενου δρομέα, ως ζοφερού οιωνού, ανακαλεί βιβλικούς συμβολισμούς αγγίζοντας παράλληλα συνειρμούς σουρεαλιστικών εικόνων στα εξώφυλλα των Pink Floyd.

Σε μακρινό σταθερό πλάνο, η κομψή σιλουέτα μιας λευκοντυμένης γυναίκας που διασχίζει το δρόμο με μαύρες γόβες, κρυμμένη κάτω από μια ομπρέλα, αγγίζει μυστηριακό ερωτισμό από φιλμ νουάρ, εντείνοντας τον πόθο του πρωταγωνιστή, που την παρακολουθεί. Ο εικαστικός φετιχισμός της γυναίκας με τη λευκή στολή νοσοκόμας, αποτελεί επιρροή γερμανικού εξπρεσιονισμού, από έναν σκηνοθέτη που έχει σπουδάσει εικαστικές τέχνες στη Βιέννη.

Η επεξεργασμένη σκηνογραφική επιμέλεια υποστηρίζει ψυχολογικές προεκτάσεις. Μια ασφυχτικά γεμάτη αποθήκη με βαλσαμωμένα ζώα αποτελεί το ψυχαναγκαστικό φόντο ενός άντρα που καθαρίζει σχολαστικά την καραμπίνα του. Οι αδειανοί χώροι στο πρώτο πλάνο διαχέουν σουρεαλιστική αίσθηση ερήμωσης, ενώ οι συννεφιασμένοι ουρανοί, η ταραγμένη χειμωνιάτική θάλασσα και τα ορεινά τοπία επιφορτίζονται με έναν εσώτερο υπαρξιακό συμβολισμό, όπως σε πίνακες του ρομαντισμού.

Το πλάνο όπου μια πινακίδα στην άκρη του δρόμου με τη φωτογραφία κάποιου υποψήφιου πολιτικού, περιστοιχίζεται από δυο άλλες πινακίδες με τις λέξεις κράτος και έθνος αποτελεί αιχμηρό σχόλιο για την κυβερνητική πολιτική.

Αυτή η φιλμική κατασκευή βασίζεται στα στατικά μετωπικά και συμμετρικά πλάνα, με την κάμερα συχνά να οπισθοχωρεί σταδιακά προς τα μπρος, ενώ οι σκηνές σβήνουν βαθμιαία σε μαύρο. Στα σταθερά πλάνα, η συχνή καταγραφή της διάρκειας, σε πραγματικό χρόνο, που χρειάζεται για να διασχίσει ο χαρακτήρας απ’ το βάθος προς τα μπρος, ιδωμένος αρχικά ως κουκίδα, γίνεται σκηνοθετικό σήμα κατατεθέν, που συνδέει σημειολογικά την αίσθηση του βιωμένου χρόνου με την έννοια της ατέρμονης προσμονής.

Ο θεατής μαγνητίζεται από τα πανέμορφα μελαγχολικά τοπία, τη στιγμή που βομβαρδίζεται από τον μόνιμα υπόκωφο βόμβο που τα συνοδεύει. Οι συνθέσεις του Νίκου Κυπουργού για έγχορδα, σόλο τσέλο ή βιόλα, ακολουθούν το σκοτεινό ύφος της ταινίας, συνεισφέροντας στη μυστηριακή ατμόσφαιρα. Ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα σύστημα συμβολικών εικόνων και ήχων που μεταφέρουν διάχυτη αίσθηση κινδύνου. Ο ήχος γκάιντας συνοδεύει σαν συναγερμός την εισαγωγική σκηνή, δυνατά κρωξίματα γλάρων και ήχοι βροντής αντηχούν σαν σινιάλα κινδύνου, όταν ένα άρρωστό αγόρι, σωριάζεται άψυχο, μόλις διασταυρωθεί με τον ήρωα. Τα στρογγυλά φινιστρίνια σηματοδοτούν το εσωτερικό του πλοίου που δεσπόζει στην ταινία και χαρακτηρίζεται ηχητικά από την αναγνωρίσιμη εισαγωγή του ρεμπέτικου Αργοσβήνεις Μόνη, του Βασίλη Τσιτσάνη, στο ραδιόφωνο.

 

* * *

 

Επιχειρώντας να μετουσιώσει το χαοτικό πολιτικό κλίμα της χώρας του, σε μια άκρως εικαστική κινηματογραφική δημιουργία, ο Πιρσελίμογλου στο Sideway εξετάζει συμπεριφορές που προκύπτουν υπό παρατεταμένη απειλή, αφήνοντας υπόνοιες για τα πάντα. Η έννοια του συγκεχυμένου στην ταινία μεταφράζει το φίμωμα μιας ολόκληρης κοινωνίας, όπου αντιφρονούντες φυλακίζονται κατά χιλιάδες. Αυτή η κατάσταση ανακινεί παλιότερες σκηνοθετικές λύσεις για την συγκαλυμμένη έκφραση πολιτικής ανελευθερίας, ανασύροντας την αγγελοπουλική αποστασιοποίηση και το άρρητο, προκειμένου να αντιμετωπιστεί κινηματογραφικά η λογοκρισία. Το πέτρινο μονοπάτι προς τη θάλασσα που δεσπόζει στην πρώτη σκηνή, αποτελώντας έκτοτε επαναλαμβανόμενο οπτικό μοτίβο, ως μεταφορά της ελπίδας, για τη χαμένη ελευθερία, απεικονίζεται σε σταθερό και μετωπικά συμμετρικό πλάνο, θυμίζοντας τόσο την εικόνα της σχεδίας, στο Ταξίδι στα Κύθηρα (1984), όσο και της εξέδρας, στο Αιωνιότητα και μια Μέρα (1998), σε μια ταινία με διευθυντή φωτογραφίας τον Ανδρέα Σινάνο, συνεργάτη του Αγγελόπουλου στις τελευταίες του ταινίες.

Ακουμπώντας στο παράδοξο και το παράλογο που ενέχουν τα όνειρα, ως φευγαλέες εικονικές αποτυπώσεις του ασυνείδητου, η σκοτεινή αυτή ταινία θα μπορούσε να αποτελεί μια εφιαλτική φαντασίωση μέσα από τα μάτια ενός μελλοθάνατου, εμπλουτίζοντας με υπαρξιακή αγωνία το κλίμα ανελευθερίας που επιχειρεί να αποδώσει.

 

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

 

 

 

INFO

Η ταινία Sideway προβάλλεται αποκλειστικά στον κινηματογράφο ΑΛΚΥΟΝΙΣ (Ιουλιανού 42-46, Πλ. Βικτωρίας), Τρίτη-Τετάρτη στις 19:00.

 

Το 19ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου (20-28/3/2018), που διοργανώνει το Γαλλικό Ινστιτούτο της Ελλάδος, διεξάγεται στους κινηματογράφους Δαναό, Άστορ και στο αμφιθέατρο «Θόδωρος Αγγελόπουλος» του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθήνας. Από τις 10 ταινίες του Διαγωνιστικού αναφέρουμε ενδεικτικά: τη νέα ταινία Μαύρος Φάκελος (Βενσάν Κασέλ), του Ερίκ Ζονκά και Οικογενειακός φίλος του Φιλίπ Λιορέ. Από τις 24 του Τμήματος Πανόραμα: Καλλονές της Σοφί Φιλιέρ και Απόδημη (Σαντρίν Μπονέρ) της Γκαέλ Μορέλ. Εκτός συναγωνισμού θα προβληθεί το βραβευμένο με 3 Σεζάρ Χωριατόπαιδο του Ουμπέρ Σαρουέλ ενώ στα πλαίσια του αφιερώματος Μόδα και Κινηματογράφος, Η Πεντάμορφη και το Τέρας (1946) του Ζαν Κοκτό και Όλο φωτιά, όλο φλόγα (1981) του Ζαν-Πολ Ραπενό (Ιζαμπέλ Ατζανί / Ύβ Μοντάν).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!