Για τα σαράντα χρόνια του Θεάτρου Στοά ο Θανάσης Παπαγεωργίου δεν δίστασε να ξανανεβάσει το έργο του Παναγιώτη Μέντη κι ας έχουν περάσει μόνο 15 χρόνια από την προηγούμενη φορά. Ευτυχώς, φυσικά, για όσους από εμάς δεν μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε το πρώτο ανέβασμα που είχε σημειώσει, τότε, πολύ μεγάλη επιτυχία. (Τη σεζόν ’96-’97 ο γράφων ήταν τελειόφοιτος του ΕΜΠ κάτι που σημαίνει μηδέν ελεύθερος χρόνος). Πρόκειται για την ιστορία της Άννας, μιας συνηθισμένης κοπέλας, που μικρό κορίτσι στη δεκαετία του ’50, βιώνει την καταπίεση της μάνας της. Μεσήλικας πια, κλεισμένη σε ψυχιατρική κλινική, στοιχειώνεται από τη δεσποτική, τυραννική της φιγούρα και ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον διαταραγμένο ψυχισμό της.
Υποταγμένη στη μοίρα της, άβουλη και φοβισμένη, ζει και ξαναζεί την άρνηση της μάνας της να σπουδάσει και να μορφωθεί, την επιβολή της να αρνηθεί τον πρώτο της έρωτα και να παντρευτεί έναν γλοιώδη τύπο και τη συμβίωση της με το σύζυγο που της συμπεριφέρεται προσβλητικά και βάναυσα, διατηρώντας παράλληλες σχέσεις. Η έγκλειστη σε ψυχιατρική κλινική Άννα παρακολουθεί τις σκηνές της ζωής της. Μια ζωή στην οποία ποτέ δεν κατάφερε να ορθώσει ανάστημα ή να δραπετεύσει, μια ζωή υποταγμένη, μια ευθεία γραμμή χωρίς εκρήξεις, συναισθήματα, συγκρούσεις.
Στον αντίποδα ο πατέρας, που τον ενσαρκώνει με μοναδική τρυφερότητα ο Θανάσης Παπαγεωργίου διαρκώς παρών-απών, αντιμετωπίζει τα δικά του φαντάσματα και έχει παραχωρήσει τα ηνία της οικογένειας στη μάνα (όχι τυχαία εμφανίζεται κάθε φορά στη σκηνή ερχόμενος απ’ έξω, από τους θεατές, δηλαδή από κάπου «αλλού»).
Ρεσιτάλ ερμηνείας από τη Λήδα Πρωτοψάλτη, που δημιουργεί μια Άννα ευαίσθητη, εύθραστη, ανήμπορη, τρωτή, γεμάτη παράπονο και αδικία, χωρίς μίσος ή κακία για τη χαμένη της ζωή. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου που επιμένει να στηρίζει το νέο ελληνικό θέατρο (η Στοά ανακάλυψε τον Μάριο Χάκκα και καθιέρωσε τον Μέντη) στη δεύτερη ματιά του πάνω στο ίδιο έργο σκηνοθετεί με δύο ωραία ευρήματα. Καταρχήν εμφανίζει δύο μάνες στη σκηνή κι ενίοτε τρεις, δίνοντας με αυτό τον τρόπο μια διαρκή ένταση και κίνηση στο σαλεμένο μυαλό της Άννας, σαν οι εφιάλτες να μη σταματούν ποτέ αλλά, αντίθετα, να πολλαπλασιάζονται.
Χαρακτηριστική είναι η τελευταία σκηνή με τις δύο μάνες επί σκηνής, τη μία να πεθαίνει και την άλλη να κοιτά κατάματα την Άννα, υποδηλώνοντας ότι το μαρτύριο της δεν τελείωσε αλλά θα επαναλαμβάνεται εσαεί. Και το δεύτερο, που έχει να κάνει και με το θαυμάσιο σκηνικό της Αφροδίτης Κουτσουδάκη που έχει επιμεληθεί και τα κοστούμια, είναι το σπίτι που μεταμορφώνεται σε ψυχιατρείο, με το πέρασμα μιας νοσοκόμας και το μονότονο χαρακτηριστικό ήχο των κλειδαριών που αμπαρώνουν. Το ένα είναι συνέχεια του άλλου, σαν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος όπου και στα δυο η Άννα είναι έγκλειστη, ανελεύθερη και στα δύο ζει την προσωπική της κόλαση.
Η Ευδοκία Σουβατζή και η Νίκη Χατζίδου ερμηνεύουν τις δύο μάνες με αξιοθαύμαστη συνέπεια και συνεργασία, έτσι που στην αρχή δυσκολεύεσαι να καταλάβεις τη διαφορά, ενώ και οι υπόλοιποι ηθοποιοί στέκονται αξιοπρεπέστατα δίπλα τους.
Δημήτρης Οικονόμου
Στον αντίποδα ο πατέρας, που τον ενσαρκώνει με μοναδική τρυφερότητα ο Θανάσης Παπαγεωργίου διαρκώς παρών-απών, αντιμετωπίζει τα δικά του φαντάσματα και έχει παραχωρήσει τα ηνία της οικογένειας στη μάνα (όχι τυχαία εμφανίζεται κάθε φορά στη σκηνή ερχόμενος απ’ έξω, από τους θεατές, δηλαδή από κάπου «αλλού»).
Ρεσιτάλ ερμηνείας από τη Λήδα Πρωτοψάλτη, που δημιουργεί μια Άννα ευαίσθητη, εύθραστη, ανήμπορη, τρωτή, γεμάτη παράπονο και αδικία, χωρίς μίσος ή κακία για τη χαμένη της ζωή. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου που επιμένει να στηρίζει το νέο ελληνικό θέατρο (η Στοά ανακάλυψε τον Μάριο Χάκκα και καθιέρωσε τον Μέντη) στη δεύτερη ματιά του πάνω στο ίδιο έργο σκηνοθετεί με δύο ωραία ευρήματα. Καταρχήν εμφανίζει δύο μάνες στη σκηνή κι ενίοτε τρεις, δίνοντας με αυτό τον τρόπο μια διαρκή ένταση και κίνηση στο σαλεμένο μυαλό της Άννας, σαν οι εφιάλτες να μη σταματούν ποτέ αλλά, αντίθετα, να πολλαπλασιάζονται.
Χαρακτηριστική είναι η τελευταία σκηνή με τις δύο μάνες επί σκηνής, τη μία να πεθαίνει και την άλλη να κοιτά κατάματα την Άννα, υποδηλώνοντας ότι το μαρτύριο της δεν τελείωσε αλλά θα επαναλαμβάνεται εσαεί. Και το δεύτερο, που έχει να κάνει και με το θαυμάσιο σκηνικό της Αφροδίτης Κουτσουδάκη που έχει επιμεληθεί και τα κοστούμια, είναι το σπίτι που μεταμορφώνεται σε ψυχιατρείο, με το πέρασμα μιας νοσοκόμας και το μονότονο χαρακτηριστικό ήχο των κλειδαριών που αμπαρώνουν. Το ένα είναι συνέχεια του άλλου, σαν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος όπου και στα δυο η Άννα είναι έγκλειστη, ανελεύθερη και στα δύο ζει την προσωπική της κόλαση.
Η Ευδοκία Σουβατζή και η Νίκη Χατζίδου ερμηνεύουν τις δύο μάνες με αξιοθαύμαστη συνέπεια και συνεργασία, έτσι που στην αρχή δυσκολεύεσαι να καταλάβεις τη διαφορά, ενώ και οι υπόλοιποι ηθοποιοί στέκονται αξιοπρεπέστατα δίπλα τους.
Δημήτρης Οικονόμου
Σχόλια