του Στέλιου Ελληνιάδη

 

Στην τετάρτη Δημοτικού βρέθηκα σε ένα σχολείο στα Πατήσια, στο 22ο, μέσα στο πελώριο κτήριο του Η΄ Γυμνασίου, στην Κολιάτσου.

 

Τα παιδιά με κοιτούσαν με περιέργεια. Μεγαλύτερη απ’ αυτή που έδειχναν οι συμμαθητές μου την προηγούμενη χρονιά στο σχολείο, στην Κοκκινιά. Παιδιά από αστικές οικογένειες και παιδιά από την επαρχία, απορούσαν που ήμουν καστανόξανθος, ψηλός, με πολύ λευκό δέρμα και καλά ελληνικά. Μάλλον από τη Γερμανία είσαι, έλεγαν. Αν ήσουνα από την Τουρκία θα ήσουν μελαχροινός, κοντός και με σκούρο δέρμα. Αυτή η απορία με γλίτωσε από κάποιο παρατσούκλι «Τούρκος», «Τουρκόσπορος» ή «Μογκόλος», που εύκολα σου κολλάνε, χωρίς οίκτο, τα παιδιά. Και η πλάκα ήτανε ότι τα περισσότερα παιδιά ταίριαζαν τα ίδια πιο πολύ με την περιγραφή που κάνανε για τους προερχόμενους από την Ανατολή. Περιγραφή που προέκυπτε μέσα από τις ζωγραφιές που περιλαμβάνονταν στα σχολικά βιβλία και με τις οποίες γέμιζαν οι τοίχοι του σχολείου στην 25η Μαρτίου, του μαυριδερού Ιμπραήμ και του αιμοδιψή Κιουταχή σε αντιπαράθεση με την αρχοντιά του Αθανάσιου Διάκου και τη μεγαλοσύνη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη που ήταν ανοιχτόχρωμοι, πολεμιστές, αλλά καλοσυνάτοι με ωραίες ενδυμασίες, ακόμα και περικεφαλαία στα μακριά καλοχτενισμένα μαλλιά. Αντίστοιχες ήταν και οι ζωγραφιές ή γκραβούρες στα ιστορικά μυθιστορήματα του Ρομάντζου και του Θησαυρού, αλλά και οι φιγούρες του Καραγκιόζη που αντιπαρέθεταν την ευγένεια των ηρώων του ’21 στην αγριάδα των Τουρκαλβανών μπέηδων και πασάδων. Μπορεί τα περισσότερα παιδιά να είχαν επώνυμα σλάβικα ή αλβανικά, αλλά πίστευαν ότι μόνο αυτά που έχουν κατάληξη «ογλού» είναι ξένα και, μάλιστα, τούρκικα. Με τούρκικη υπηκοότητα εγώ και με προσωρινή άδεια παραμονής στην Ελλάδα, σαν ξένος, λογικά θα έπρεπε να τουρκοφέρνω εμφανισιακά.

Στο Γυμνάσιο, έχοντας πλήρως ενσωματωθεί, συμμετείχα στην καζούρα που κάναμε στα παιδιά από την Πόλη που ήρθαν στην Αθήνα με τις απελάσεις του ’64, και είχαν μεγαλύτερη δυσκολία να αποβάλλουν την έντονη πολίτικη προφορά τους επειδή ήταν ήδη 13 ή 14 ετών. Θυμάμαι ότι κολλήσαμε στον Αιμίλιο το παρατσούκλι «Μπάλαμ’», επειδή πρόφερε τη λέξη μπάλα με το βαρύ «λ» δημιουργώντας την αίσθηση ότι η λέξη στο τέλος είχε κι ένα μαλακό «μ» ξενόφερτο. Η ουσία είναι ότι, σε πολύ πιο ήπια μορφή απ’ ό,τι μετά τη μικρασιατική καταστροφή, συνεχιζόταν ο διαχωρισμός των Ελλαδιτών από τους Ρωμιούς της Ανατολής στη βάση στερεοτύπων που δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Οι Έλληνες της Ελλάδας ήταν γνήσιοι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Λεωνίδα, ενώ της Ανατολής τουρκοφέρνανε. Γιατί σε τέτοια ατμόσφαιρα γινόταν, ιδίως μέσα από το σχολείο και τις διάφορες εκφάνσεις της εξουσίας, η πρόσληψη της ιστορίας και η διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας.

Με έμφαση σ’ αυτού του τύπου την εθνική αφήγηση-παραποίηση η χούντα των συνταγματαρχών επέβαλε πιο αποφασιστικά τα εθνικιστικά πρότυπα, με βιβλία, ταινίες, λόγους, απαγορεύσεις και φαντασμαγορικές γιορτές στα στάδια όλης της χώρας, με τη συνδρομή καραβανάδων, χωροφυλάκων, δασκάλων, δημοσιογράφων, καλλιτεχνών και παπάδων. Στρατιωτικό κούρεμα, λιτανείες, χλαμύδες και ασπίδες, ένας αχταρμάς αρχαιοελληνοχριστιανοφασιστικός, αποτέλεσε για μια ολόκληρη επταετία, 1967-74, την επίσημη ιστορία της Ελλάδας, αφήνοντας ένα ανεξίτηλο στίγμα στη νεοελληνική συνείδηση σε επίπεδο καθολικό και όχι μόνο μειονοτήτων και περιθωριακών ομάδων. Ένα στίγμα που παραμένει εμφανές.

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!