του Στέλιου Ελληνιάδη

 

Ο γύφτος στο Λυκαβηττό! Μ’ αυτό τον πηχυαίο τίτλο τα ΝΕΑ έφτυσαν τον Μανώλη Αγγελόπουλο και εγκάλεσαν εμάς που είχαμε το θράσος να ανεβάσουμε τον τσιγγάνο τραγουδιστή στον «ιερό», για τους καθωσπρέπει «λευκούς» ευρωπαϊστές, λόφο του Λυκαβηττού, το καλοκαίρι του 1983.

 

Και, μάλιστα, οι βέβηλοι!, μαζί με μια ολόκληρη τσιγγάνικη κομπανία, στην οποία συμμετείχαν η Ελένη Βιτάλη και οι κορυφαίοι σολίστες Γιάννης Βασιλόπουλος στο κλαρίνο και Λευτέρης Ζέρβας στο βιολί. Τα ΝΕΑ, που όχι μόνο διαβάζονταν από ένα μεγάλο κομμάτι αριστερών, αλλά και γράφονταν από πολλούς αριστερούς των γραμμάτων και των τεχνών. Αριστερούς, «ορθόδοξους», «ανανεωτές» και «σοσιαλδημοκράτες», που , σε ομοφωνία με δεξιούς «ευρωπαϊστές» και ανομολόγητους ρατσιστές, έβγαζαν όχι μόνο σπυράκια, αλλά και χολή εναντίον των λαϊκών τραγουδιστών, με ιδιαίτερα επιβαρυντικό στοιχείο την ιδιαιτερότητα του «γύφτου». Παρόμοιοι μ’ αυτούς που μέσα από τις σελίδες του «Σχολιαστή» κατηγορούσαν την παρέα μας στο «ντέφι» για εθνικισμό επειδή αγαπούσαμε και προβάλαμε το λαϊκό και το δημοτικό τραγούδι! Ακολουθητές, φανερά τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, μιας αντίληψης που θεωρούσε το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι κατώτερο προϊόν ενός λούμπεν προλεταριάτου και το δημοτικό φορέα του χουντικού εθνικισμού, όψιμοι εκσυγχρονιστές που αλληθώριζαν με την αγγλοσαξονική ανωτερότητα. Ποιο φύλλο της Αριστεράς βγήκε να αντικρούσει τη ρατσιστική επίθεση που πήρε εξωφρενικές διαστάσεις στον Τύπο της εποχής;

Πολλοί απ’ αυτούς του προοδευτικούς, για να μην περιπέσουν σε αχρησία ερχόμενοι σε κόντρα με το λαϊκό αίσθημα της «βάσης» της Αριστεράς, μεταλλάχθηκαν συν τω χρόνω και έγιναν αυτόκλητοι υπερασπιστές των μειονοτήτων, τοποθετώντας καινούργια κουτάκια στο διανοητικό τους πεδίο. Άνθρωποι που αντιμετώπιζαν τους κάθε λογής «μειονοτικούς» σαν «απειλούμενα είδη», εξ αποστάσεως. Που δεν έκαναν ποτέ πραγματικές φιλίες με τους προστατευόμενούς τους, που ποτέ δεν τους κάλεσαν σπίτι τους να φάνε μαζί το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα, που ποτέ δεν έβαλαν τα παιδιά τους να παίξουν με τα παιδιά τους. Μ’ αυτές τις επιλογές, όμως, με τα «κουτάκια προστασίας» των μειονοτήτων, πήραν τα εύσημα του προοδευτικού και ουκ ολίγοι έκαναν καριέρα στα πανεπιστήμια, τις καθεστωτικές εφημερίδες, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις και τα κόμματα της Αριστεράς. Με χειρουργικά αποστειρωμένα γάντια προσέγγιζαν τους μειονοτικούς. (Καλά, φιλιέσαι στο στόμα με τους γύφτους; με ρώτησε με μια γκριμάτσα αηδίας ένας ακροατής σε μια συναυλία.) Δεν τους είδαμε ποτέ στους γάμους και τις κηδείες των τσιγγάνων, δεν τους συναντήσαμε ποτέ στις εκδηλώσεις και τις κινητοποιήσεις για τα δικαιώματα των «Ρωσοποντίων», δεν ασχολήθηκαν και δεν έβγαλαν κιχ για τη διαρκή αγνόηση και κακομεταχείριση των Ελλήνων της Διασποράς, κυρίως από το ελληνικό κράτος, στα Βαλκάνια και τη Μαύρη Θάλασσα. Εκτός από τους τσιγγάνους, άφησαν όλο αυτό τον Ελληνισμό στην τύχη του, όχι μόνο γιατί αυτό τους μύριζε εθνικισμό, αλλά και γιατί η πραγματική υπεράσπιση των μειονοτήτων πάσης φύσεως θέλει σκληρή και μακρόχρονη δουλειά χωρίς ανταμοιβή και προνόμια, πολύ πέρα από τα γραφεία και τις έδρες και, κυρίως, χωρίς γάντια.

Γι’ αυτό, οι πιο απόλυτοι, μόλις κάτι κινείται έξω από τα «κουτάκια» που ελέγχουν, εξανίστανται, το απορρίπτουν, το συκοφαντούν και, αν τους παίρνει, το καταδιώκουν. Αυτοί αποτελούν το μέτρο του σωστού, αυτοί ορίζουν τον τρόπο, το χρόνο και τον τόπο άσκησης των δικαιωμάτων του «είδους» που προστατεύουν. Όποιος παρεκκλίνει, γίνεται αντιδραστικός και καίγεται. Αυτή η «πολιτική ορθότητα» μιας θορυβώδους και προνομιούχας πλευράς του «προοδευτικού κόσμου», αφενός άφησε εντελώς ανοχύρωτες τις μειονότητες στα δολώματα και τις παγίδες των εθνικιστών-ακροδεξιών και αφετέρου -από την αδυναμία τους να ευθυγραμμιστούν με τις προδιαγραφές των «σοφών»- τις αφόπλισε.

 

Τουρκόγυφτοι

Όποιος δεν έχει ζωντανές παρτίδες με τους τσιγγάνους, είναι δύσκολο να καταλάβει σε τι απροσμέτρητο κοινωνικό βάθος ζούνε. Σε ποιο περιθώριο είναι καταδικασμένοι, τι περιφρόνηση βιώνουν και πόσο σχεδόν αδύνατο είναι να γίνουν ίσοι με τους «λευκούς» έχοντας να υπερπηδήσουν ένα δαιδαλώδες σύμπλεγμα αποκλεισμών. Μόνο ο Κώστας Χατζής κατάφερε να ξεφύγει από το γκέτο. Γιατί έπαιζε κιθάρα και όχι κλαρίνο ή τουμπερλέκι, γιατί μιλούσε άπταιστα τα ελληνικά έχοντας αποβάλει πλήρως την τσιγγάνικη προφορά, γιατί δεν έκανε παρέα με τσιγγάνους, γιατί διάλεξε δυτικό θρήσκευμα, γιατί είχε μεγάλο ταλέντο και επέλεξε ένα είδος ρεπερτορίου που απευθυνόταν όχι στους τσιγγάνους, αλλά στους «λευκούς». Αυτός πέρασε τις Συμπληγάδες και έγινε «sir». Η Βιτάλη το πάλεψε αλλιώς, αλλά το φορτίο είναι πολύ βαρύ και ο βράχος ράγισε. Οι άλλοι εξίσου σπουδαίοι τσιγγάνοι μουσικοί, που δεν ήθελαν ή δεν μπόρεσαν να αλλάξουν τις πολιτισμικές τους προδιαγραφές, παρ’ όλη τη μεγάλη προσφορά τους στο κοινωνικό σύνολο, παρέμειναν «γύφτοι» με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Για ένα μικρό μνήμα για τον εξαίρετο Γιάννη Βασιλόπουλο, των χιλιάδων ηχογραφήσεων και παραστάσεων, συνεργάτη του Καζαντζίδη, του Ξαρχάκου, του Κόρου και δεκάδων άλλων σπουδαίων καλλιτεχνών, χρειάστηκε να παρακαλέσω τους μισούς δημάρχους της Δυτικής Αττικής! Υπήρχε ποτέ περίπτωση να του παραχωρήσουν, τιμής ένεκεν, μια γωνίτσα στο Πρώτο Νεκροταφείο, δίπλα στους μη τσιγγάνους καλλιτέχνες;

Οι τσιγγάνοι, όντας ακραία περιφρονημένοι, (ας σκεφτούμε πότε αναφέρονται στα δελτία ειδήσεων), ήταν ανέκαθεν θύματα των κομμάτων εξουσίας που τους εκμεταλλεύονταν για ψηφοθηρικούς λόγους. Με την ελπίδα ότι θα αποσπάσουν ένα κομματάκι ανοχής και αποδοχής στην κοινωνία των «άλλων», σέρνονταν πίσω από τους πολιτευτές που κρατούσαν τα ηνία της εξουσίας και μοίραζαν εκδουλεύσεις. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, δεν κατάφεραν και πολλά. Κι όσοι προσπάθησαν να διαφοροποιηθούν ή να αντισταθούν χωρίς να αρνηθούν τη φυλή και τον πολιτισμό τους, έφαγαν τα μούτρα τους. Και πολλά από τα κονδύλια που διατέθηκαν γι’ αυτούς δεν ξέφυγαν από τη διαχείριση των πολιτευτών και των κολαούζων τους. Εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει πόσο ωφέλησε τους τσιγγάνους η δημαγωγία και το ρουσφέτι της ρατσιστικής Δεξιάς.

Αλλά εάν είναι δύσκολη η ζωή για τους τσιγγάνους της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης που τους κόβουν ακόμα και το ρεύμα, είναι ακόμα πιο δύσκολη η ζωή για τους τσιγγάνους της επαρχίας, που έχασαν τις περισσότερες από τις δουλειές που έκαναν στα χωράφια με την πλημμύρα των μεταναστών και την τεχνητή κρίση των Μνημονίων. Και ιδιαζόντως δύσκολη για τους τσιγγάνους της Θράκης που έχουν το στίγμα του «τουρκόγυφτου» επειδή είναι μουσουλμάνοι σε αντίθεση με τους εκχριστιανισμένους τσιγγάνους που είναι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων. Αυτοί υπέστησαν όλους τους πρόσθετους περιορισμούς που η πολιτεία εφάρμοσε για τη μειονότητα της Θράκης, με τις απαγορεύσεις μετακινήσεων, οικοδόμησης, οδήγησης κ.λπ. Και τώρα γίνεται πια εντελώς φανερό, δεδηλωμένο, ότι μερίδα του «προοδευτικού κόσμου», που παίζει με τους όρους των διακρατικών συμφωνιών και ισορροπιών, συναινεί σ’ αυτό τον αποκλεισμό, που είναι πλέον update και δεν πρέπει να διαταραχτεί! Δηλαδή, μια «ισονομία-ισοπολιτεία», που καταδικάζει επ’ άπειρον τους τσιγγάνους της Θράκης να παραμείνουν «τουρκόγυφτοι»!

 

Περίπτωση Σαμπιχά

Εάν η Σαμπιχά Σουλεϊμάν είναι πράκτορας της CIA, στο πυρ το εξώτερον. Αλλά αυτό πρέπει, πριν το υπονοήσει κανείς, να αποδειχτεί με ατράνταχτα ντοκουμέντα, αλλιώς είναι εφάμιλλο των κατηγοριών που έστελναν τους κομμουνιστές στα εκτελεστικά αποσπάσματα σαν Εαμοβούλγαρους. Εάν η Σαμπιχά, η κάθε Σαμπιχά, δεν τραβηχτεί με τους προέδρους, τους υπουργούς και κάθε παράγοντα από τον οποίο μπορεί να αποσπάσει μια βοήθεια, μια στήριξη, έστω μια υπόσχεση για τη βελτίωση των όρων ζωής μιας από τις πιο παραπεταμένες κοινότητες των Βαλκανίων, με ποιους θα συνδιαλλαχτεί; Μόνο με τους πανεπιστημιακούς που ζούνε τα προβλήματα των «κατώτερων» μέσα από μια εικονική πραγματικότητα και εκδίδουν πιστοποιητικά ορθοφροσύνης ή με τις κομματικές οργανώσεις της Αριστεράς που αλλού τυρβάζουν; Φωτογραφίες με τον Παπούλια τον οποίο συνόδευσα στα χωριά της Αζοφικής Θάλασσας προσπαθώντας να αποσπάσω κάποια υποστήριξή του στα ζωτικής φύσης ζητήματα του Ελληνισμού, έχω κι εγώ. Στο γραφείο του Εμφιετζόγλου έχω επίσης πάει μαζί με την πρόεδρο των Ελλήνων της Ουκρανίας για να τον πιέσουμε να τελειώσει την ανέγερση του Πολιτιστικού Κέντρου που είχε παραχωρήσει στην κοινότητα των Ελλήνων της Μαριούπολης και να καταβάλει τις αμοιβές μερικών εντόπιων δασκάλων της ελληνικής γλώσσας. Με τον Φαήλο Κρανιδιώτη έχω βγει στην τηλεόραση δύο φορές και, επί πλέον, μιλάω τούρκικα. Και λοιπόν;

Οι τσιγγάνοι που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, και ειδικά αυτοί των απομονωμένων περιοχών της Θράκης, οι «τουρκόγυφτοι», τρώνε τώρα και την αριστερή μούντζα, γιατί άθελά τους μπλέχτηκαν στους μηχανισμούς που χρησιμοποιούν τους ανθρώπους για να κάνουν τη δουλειά τους. Κι όταν θέλουν να τους ξεφορτωθούν, εμφανίζονται πρόθυμοι κουτσομπόληδες για να ρίξουν την απαραίτητη λάσπη στα θύματα, για να δικαιολογήσουν και να εξωραΐσουν την απρέπεια. Κάθονται στα λάπτοπ με ένα ποτήρι κρασί ή ένα φλιτζάνι καπουτσίνο και εξαπολύουν μύδρους, φήμες και στομφώδεις δηλώσεις εναντίον μιας φωνής των «νταλίτ», της κατώτερης κάστας της ελληνικής κοινωνίας, των «ανέγγιχτων» που όταν τους βλέπουν οι ευυπόληπτοι πολίτες αλλάζουν πεζοδρόμιο.

Άμα δεν βάζεις τους πονεμένους, αδικημένους, διωκόμενους και απόκληρους πάνω από τον εαυτό σου και πάνω από το σινάφι σου, τι σόι αριστερός είσαι;

Αναρωτήθηκε κανείς πώς θα συνεχίσει η Σαμπιχά την προσπάθειά της, στο πουθενά της Θράκης, για να είναι αυτή και οι φίλες και οι γειτόνισσές της μόνο «γύφτισσες» και όχι «τουρκογύφτισσες»; Την παρασύραμε, τη στιγματίσαμε, την απαξιώσαμε και την πετάξαμε στα αζήτητα σαν σκουπίδι. Επειδή δέχτηκε να είναι υποψήφια του ΣΥΡΙΖΑ! Δηλαδή, εδώ γελάμε και κλαίμε, πιο ακροδεξιά δεν θα μπορούσε να είναι «αυτή η κυρία»!

Η ανθρωπιστική τραγωδία και το πολιτικό φιάσκο θα κοστίσει πολύ στον ΣΥΡΙΖΑ. Εάν η Σαμπιχά προτάθηκε και ψηφίστηκε για να χρησιμοποιηθεί σαν σφήνα στην «τουρκοκρατία» στη Θράκη, είναι σοβαρό ατόπημα. Αλλά σοβαρότατο λάθος είναι και η αποβολή της χωρίς κανένα άξιο λόγου επιβαρυντικό στοιχείο εναντίον της μέχρι σήμερα, 25 Απριλίου, δύο βδομάδες μετά την ανακήρυξή της ως υποψήφια του ΣΥΡΙΖΑ. Για να μην πω τίποτα, επί του παρόντος, και για τις «δημοκρατικές διαδικασίες» που ακολουθήθηκαν! Μετά συγχωρήσεως, σύντροφοι, αλλά δεν βρίσκω τίποτα αριστερό σ’ αυτή την πρακτική, η οποία, μαζί με όλη τη σαβούρα που τη συνοδεύει για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα βγάζοντας στην επιφάνεια κι άλλες πλευρές του κακού μας εαυτού, τραυματίζει την Αριστερά στο πιο ευαίσθητό της σημείο, το ήθος, άνευ του οποίου δεν είμαστε καλύτεροι από τους αντιπάλους μας.

 

Αντί επιλόγου

1. Η Σαμπιχά Σουλεϊμάν συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των υποψηφίων για το ευρωψηφοδέλτιο με το χαρακτηρισμό δίπλα στο όνομά της «ακτιβίστρια Ρομά». Δηλαδή, εάν ήταν εβραϊκής καταγωγής θα αναφερόταν ως «ακτιβίστρια Εβραία»; Και τότε γιατί η Κούνεβα δεν αναφέρεται ως «συνδικαλίστρια Βουλγάρα»;

2. Σκίστηκαν ορισμένες γυναίκες-μέλη του ΣΥΡΙΖΑ για να διασφαλίσουν την αντιδημοκρατική, αλλά και αναχρονιστική και υποτιμητική για τις γυναίκες εκλογική ποσόστωση. Αλλά σιώπησαν κραυγαλέα για το διασυρμό της τσιγγάνας από τη Θράκη! Αχ, αυτά τα πόστα…

3. Εάν η ομάδα της Σαμπιχά παίρνει επιχορήγηση, καλό θα ήταν, όσοι την κατηγορούν για κάτι τέτοιο, να μην ξεχνούν ότι τις πιο μεγάλες χορηγίες από το κράτος τις παίρνουν επί δεκαετίες τα κόμματα, των αριστερών συμπεριλαμβανομένων. Κι απ’ αυτές τις χορηγίες πληρωνόμαστε κι εμείς που δημοσιογραφούμε στα αριστερά ΜΜΕ. Όσο για τους κρατικοδίαιτους πανεπιστημιακούς… ουδείς αναμάρτητος.

4. Δεν αποκλείεται η «πολιτική ορθότητα» να απαιτήσει να τραγουδάμε εφεξής όλα τα τραγούδια που μιλάνε για τσιγγάνους αντικαθιστώντας τη λέξη τσιγγάνος και τσιγγάνα με τη λέξη «ρομ» ή «ρομά»! Δηλαδή, για παράδειγμα, «Τρελέ ρομά» και «Ρίξε ρομά τα χαρτιά»…

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!