Η μουσική ορφάνεψε. Οι λόγοι, λογικά, είναι πολλοί. Από το τι συνέβη στη δισκογραφία μέχρι το τι συνέβη στην κοινωνία γενικότερα και στον κόσμο ολόκληρο. Το ποιοι είναι οι πιο σημαντικοί δεν είναι εύκολο να το πει κανείς κι όταν, μάλιστα, πρέπει να πάει πολύ πίσω. Ξεκινώντας, όμως, από τους εγγύτερους στη μουσική παράγοντες θα κάνω μια προσπάθεια να ξεδιπλώσω αυτό το μεγάλο ζήτημα πιάνοντάς το από το «τέλος».

Στο τραγούδι, στη σύγχρονή του μορφή, εν αρχή ην, ας πούμε, η δισκογραφία η οποία ταυτίζεται με τη δισκογραφική παραγωγή, που ξεκίνησε από μικρή βιοτεχνία για να γίνει μια πολύ μεγάλη βιομηχανία. Στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες άλλες χώρες, η εξέλιξη συνδέεται αναπόσπαστα με τη μεγέθυνση αυτής της βιομηχανίας που εξαρτιέται από τη μουσική, αλλά σταδιακά με τη σειρά της επηρεάζει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τη διαμόρφωση και πορεία της ίδιας της μουσικής.

Παρακολουθώ εκ του σύνεγγυς το τραγούδι και τη δισκογραφία από τη δεκαετία του 1960. Μάλιστα, εργάζομαι σε δύο μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες σε όλη τη δεκαετία 1970-1980, περίοδο μεγάλης ακμής του είδους, ενώ στη συνέχεια κάνω δικές μου δισκογραφικές παραγωγές παράλληλα με άλλες συγγενείς και αλληλεπιδραστικές δραστηριότητες, μέχρι τώρα.

Απ’ αυτή την εμπειρία συνάγω ανεπιφύλακτα το συμπέρασμα ότι, στη φάση που διανύει η ελληνική κοινωνία, ο ρόλος της δισκογραφίας είναι πάρα πολύ σημαντικός. Όχι μόνο για το προφανές που είναι η έκδοση και κυκλοφορία των δίσκων με τις μουσικές και τα τραγούδια που γράφουν οι συνθέτες και οι στιχουργοί και εκτελούν οι μουσικοί και οι τραγουδιστές.  Γιατί, εξίσου σημαντικό είναι ότι οι δισκογραφικές εταιρίες προσφέρουν στο τραγούδι και στους καλλιτέχνες ανεκτίμητες υπηρεσίες, αφού διαχειρίζονται το έργο και τους δημιουργούς του με ένα τρόπο συνολικό. Μια εταιρία διαθέτει στελέχη ή τμήματα που ασχολούνται συστηματικά και επισταμένα με ό,τι χρειάζεται για να υποβοηθηθεί η γέννηση της μουσικής από την πηγή της, για να πάρει την τελική μορφή του το προϊόν που γεννιέται και για να φτάσει στο ακροατήριο με τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο. Η εταιρία είναι ένα μεγάλο εργαστήρι, εντοπισμού, υποστήριξης, επεξεργασίας, διαμόρφωσης και διάδοσης της μουσικής και του τραγουδιού.

Στις εταιρίες

Ξεκίνησα στη «Λύρα», το 1972, ως υπεύθυνος του ρεπερτορίου των εταιριών που αντιπροσώπευε η ελληνική εταιρία (Warner, United Artists, MCA, Vanguard, Elektra, Asylum κ.ά.), με καλλιτέχνες από Τζόαν Μπαέζ και Βαν Μόρισον μέχρι Ντορς και Φρανκ Ζάππα, για να ασχοληθώ στη συνέχεια με τα πάντα, από την ελληνική παραγωγή μέχρι τις ραδιοφωνικές εκπομπές, όπως ήταν το «μικτό» στυλ του εταιριάρχη Αλέκου Πατσιφά. Στη CBS αργότερα, ο καταμερισμός εργασίας ήταν αμερικάνικος, αλλά έχοντας αναλάβει εξ αρχής να στήσω τα νευραλγικά τμήματα παραγωγής και προβολής του ελληνικού και ξένου ρεπερτορίου της εταιρίας, και παρ’ όλο που γρήγορα επικεντρώθηκα στην ελληνική μουσική, είχα μια συνολική εποπτεία, με όλη τη χρήσιμη εκ των έσω άμεση πληροφόρηση, για τα μουσικά πράγματα στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Ανέκαθεν, οι εταιρίες δίσκων αντιμετωπίζονταν με πολλή επιφύλαξη, έως και εχθρότητα, όχι μόνο από μία μερίδα του λεγόμενου προοδευτικού κόσμου, αλλά και από αρκετούς καλλιτέχνες που ήταν ή πίστευαν ότι ήταν αδικημένοι από το σύστημα ή, πιο συγκεκριμένα, κι απ’ την εταιρία με την οποία συνεργάζονταν. Οι κριτικές αυτές ήταν άλλοτε βάσιμες κι άλλοτε αβάσιμες. Και αδικίες γίνονταν στον καλλιτεχνικό τομέα και οι λογαριασμοί δεν ήταν πάντοτε διαφανείς, αν και το τελευταίο βελτιώθηκε πολύ στα τελευταία χρόνια, με εξαίρεση ίσως την ΑΕΠΠΙ, η οποία δεν ήταν εταιρία δίσκων, αλλά διαχειριζόταν καταχρηστικά τεράστια ποσά από τα δικαιώματα των καλλιτεχνών που προέρχονταν από την παραγωγή και χρήση της μουσικής.

Εν ολίγοις, οι εταιρίες δίσκων ήταν απαραίτητες για την εύρυθμη λειτουργία της παραγωγής και διάδοσης της μουσικής. Εντόπιζαν και προσέγγιζαν τον καλλιτέχνη, αλληλοδεσμεύονταν με συμβόλαια ορισμένης διάρκειας, χρηματοδοτούσαν τις ηχογραφήσεις, την εκτύπωση και την κυκλοφορία του έργου και είχαν την ευθύνη της διαφημιστικής προβολής και προώθησής του. Υπήρχε, δηλαδή, σε κάθε εταιρία ένας ενσωματωμένος μηχανισμός που πρόσφερε στον καλλιτέχνη αυτά που ο ίδιος είχε ανάγκη αλλά δεν διέθετε. Κι αυτό δεν ήταν καθόλου απλό, όχι μόνο γιατί ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος, αλλά και γιατί το βασικό υλικό, η μουσική, ο στίχος, το τραγούδι, είναι πνευματικό, άυλο, που για να αποκτήσει «σώμα» χρειαζόταν γνώσεις, εμπειρίες, έμπνευση, αισθητικό κριτήριο κι αυτό που λέμε μεταφορικά «όσφρηση» που δεν μπορεί να είναι ξεκομμένη από την κοινωνία στην οποία απευθύνεται το καλλιτεχνικό έργο. Κάθε εταιρία είχε έναν ή περισσότερους παραγωγούς, ανάλογα με το μέγεθός της, που αναλάμβαναν τα «προξενιά» και τους «γάμους», ενίοτε και τους χωρισμούς και τα διαζύγια.

Ο παραγωγός

Ο παραγωγός, producer αγγλιστί, είχε την ευθύνη για τη δημιουργία των δίσκων. Δηλαδή, δουλειά του ήταν να βρει τα κατάλληλα έργα για να ηχογραφηθούν και να βγουν σε δίσκο. Για να το κάνει αυτό έπρεπε να διασφαλίσει τους καλλιτέχνες που ήταν αναγκαίοι για να συνθέσουν τα έργα και για να τα ερμηνεύσουν. Μπορεί να ξεκινούσε από τον ή τους δημιουργούς και να κατέληγε στον ή τους ερμηνευτές, αλλά και το ανάποδο, δηλαδή να έχει τον ερμηνευτή και να ψάχνει να του βρει τα κατάλληλα τραγούδια απευθυνόμενος σε δημιουργούς. Σε κάθε περίπτωση ο παραγωγός έπρεπε να εξασφαλίσει τα τραγούδια για τον ερμηνευτή και το δίσκο. Πολλές φορές  διάλεγε από το υλικό που μπορεί να είχε έτοιμο ο δημιουργός ή να ζητούσε νέο με βάση τις προδιαγραφές που έθετε ανάλογα με τις αντιλήψεις του για το πού ήθελε να κατευθύνει τον καλλιτέχνη που εκπροσωπούσε. Συχνά, έπαιρνε την πρωτοβουλία να φέρει σε επαφή τον συνθέτη με τον στιχουργό για να φτιάξουν καινούργια τραγούδια και στη συνέχεια τα έδινε στον τραγουδιστή για να τα ερμηνεύσει, με την προϋπόθεση βέβαια ότι κι αυτός θα συμφωνούσε με τις επιλογές του παραγωγού. Κατά κανόνα, η διαδικασία αυτή ήταν πιο περίπλοκη απ’ ό,τι φαίνεται σε μια απλή περιγραφή της, καθώς επίσης και πιο «επικίνδυνη», γιατί από τις επιλογές αυτές εξαρτιόταν η επιτυχία ή η αποτυχία του εγχειρήματος. Η έκβαση είχε θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις στους καλλιτέχνες και την εταιρία, οπότε η πίεση στους παραγωγούς ήταν εκ των πραγμάτων πολύ μεγάλη. Όμως, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, από την ίδια τη δισκογραφία, μπορούμε με αρκετή βεβαιότητα να πούμε εκ των υστέρων ότι οι παραγωγοί των εταιριών δίσκων ήταν ικανοί και έκαναν καλά τη δουλειά τους.

Οι περισσότεροι ακροατές δεν γνωρίζουν τους παραγωγούς των εταιριών δίσκων και ίσως δεν αντιλαμβάνονται ότι πίσω από κάθε τραγούδι, πίσω από κάθε δισκογραφική δουλειά, πίσω από κάθε καλλιτέχνη, υπάρχει ένας άνθρωπος που επωμίστηκε μια μεγάλη ευθύνη για τη συναρμολόγηση ενός δίσκου που έπρεπε να διεκπεραιωθεί με επιτυχία. Υπάρχουν πολλές παρανοήσεις στους μη γνωρίζοντες και είναι φυσικό εφ’ όσον ο ρόλος του παραγωγού δεν αναδείχτηκε δημόσια στην Ελλάδα. Τη δόξα μονοπώλησαν, όχι εκούσια, οι σπουδαίοι εταιριάρχες που ενεργούσαν και σαν παραγωγοί, όπως ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος, ο Αλέκος Πατσιφάς, ο Μίνως Μάτσας, το ζεύγος Μαρίκα και Μαρτέν Γκεσάρ κ.ά. Αλλά στις εταιρίες τους, ο μεγάλος όγκος της εργασίας του παραγωγού ήταν στις πλάτες του Αχιλλέα Θεοφίλου, του Γιώργου Μακράκη, του Φίλιππα Παπαθεοδώρου, του Τάσου Φαληρέα, του Νίκου Καραγιάννη, του Γιώργου Μανίκα, της Κατερίνας Γεωργή, του Στέλιου Φωτιάδη, του Σπύρου Ράλλη, του Νίκου Κιάου, του Άγγελου Σφακιανάκη, του Γιώργου Κυβέλου, της Ντόρας Ρίζου κ.ά.

Ένας ρόλος μαγευτικός, προνομιακός, αλλά με τεράστιες απαιτήσεις.

Από δεξιά: Ο εταιριάρχης Μαρτέν Γκεσάρ, ο συνθέτης και ενορχηστρωτής Νάκης Πετρίδης, ο Μανώλης Αγγελόπουλος και ο παραγωγός Στέλιος Ελληνιάδης στα γραφεία της δισκογραφικής Music Box… (φωτό Μ. Καλογερόπουλος, στούντιο Προβολή)

Η πρώτη ύλη

Αυτή δεν ήταν η μοναδική πτυχή μιας εταιρίας δίσκων. Όταν περαιωνόταν η ηχογράφηση των τραγουδιών και παραδίδονταν οι ταινίες με τα κομμάτια στο εργοστάσιο, για να χαραχτεί, να τυπωθεί και να κυκλοφορήσει ο δίσκος, ενεργοποιούνταν τα τμήματα πωλήσεων και προώθησης. Το ένα φρόντιζε να αποσταλούν οι δίσκοι σε καταστήματα δίσκων σε όλη τη χώρα και το άλλο να γίνει γνωστή η κυκλοφορία του δίσκου με τη διαφήμισή του από κάθε διαθέσιμο μέσο. Αλλά η πτυχή της παραγωγής ήταν η σημαντικότερη γιατί αφορούσε το ίδιο το περιεχόμενο του δίσκου. Το προϊόν προς διάθεση ήταν ο δίσκος, αλλά η τύχη του ως προϊόντος εξαρτιόταν κύρια, αποκλειστικά τις περισσότερες φορές, από την ποιότητα, από το είδος, από τα συστατικά του περιεχομένου του, δηλαδή του ηχογραφήματος που μπορεί να ήταν σκέτη μουσική σύνθεση, μόνο με όργανα, ή πλήρες τραγούδι με στίχο και μουσική, μεμονωμένα ή ως μέρος ενός συνολικότερου κύκλου ή έργου.  Εάν το περιεχόμενο δεν άρεσε στους ακροατές, ο δίσκος δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει ικανοποιητικές πωλήσεις όσο μεγάλη κι αν ήταν η διαφήμιση που τον υποστήριζε, όσα και να ήταν τα καταστήματα που τον είχαν προμηθευτεί. Η εντύπωση ότι οι εταιρίες μπορούσαν να επιβάλλουν οτιδήποτε και οποιονδήποτε είναι λανθασμένη.

Βέβαια, η μεγάλη προώθηση, το βαρύ πυροβολικό, βελτίωνε τις πωλήσεις, αλλά σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις μπορούσε να επιβάλλει ένα τραγούδι ή ένα δίσκο που δεν είχε τα φόντα. Ένας πολύ δημοφιλής καλλιτέχνης, από κεκτημένη ταχύτητα, θα έκανε κάποιες πωλήσεις ακόμα και με ένα μέτριο ποιοτικά δίσκο, αλλά η διαφήμιση δεν θα μπορούσε να τον απογειώσει. Ακόμα κι αν τα καταστήματα δίσκων είχαν προκαταβολικά προμηθευτεί μεγάλες ποσότητες παρασυρμένα από τη δημοτικότητα του καλλιτέχνη και τη διαφήμιση, θα αναγκάζονταν να ανακρούσουν πρύμναν, μέχρι και να επιστρέψουν στην εταιρία, αν είχαν αυτό το δικαίωμα, τις απούλητες «πλάκες».

Αντιθέτως, έχει επίσης αποδειχτεί στατιστικά ότι ένα καλό τραγούδι, με ποιοτικά χαρακτηριστικά που ανταποκρίνονται στην αισθητική και την ανάγκη του ακροατηρίου στο οποίο βασικά απευθύνεται, μπορούσε να ανεβάσει εμπορικά ένα δίσκο ακόμα κι αν δεν είχε μεγάλη διαφήμιση, ακόμα κι αν ο καλλιτέχνης που το ερμήνευε δεν ήταν πολύ διάσημος, ίσως ούτε ιδιαίτερα σπουδαίος σαν ερμηνευτής. Έχουμε αφθονία τραγουδιών που έγιναν από σπόντα μεγάλες επιτυχίες. Σε κάθε περίπτωση, όλα συντείνουν στη διαπίστωση ότι το σημαντικότερο στη δισκογραφία είναι να έχεις την καλύτερη δυνατή πρώτη ύλη, το ίδιο το τραγούδι ή το μουσικό κομμάτι. Γι’ αυτό ο ρόλος του παραγωγού, που αυτή ήταν η ουσιαστικότερη δουλειά του, να ανακαλύψει, να προκαλέσει, να εντοπίσει, να αποσπάσει την καλύτερη δυνατή για την κάθε περίπτωση πρώτη ύλη, είναι πάνω από κάθε άλλον στη δισκογραφία.

Αλλά για να μπορεί ο παραγωγός να παίζει αποδοτικά το ρόλο του, ζει με ανάλογο τρόπο. Δεν πάει στη δουλειά του όπως οι περισσότεροι εργαζόμενοι, που έξω απ’ αυτήν μπορεί τα ενδιαφέροντά τους να είναι τελείως διαφορετικά. Προσωπικά, είχα μια ολιστική σχέση με το χώρο της μουσικής. Δεν ήταν μόνο το γραφείο και το στούντιο, ήταν και οι τακτικές επισκέψεις στα κέντρα διασκέδασης , ήταν οι σχέσεις με τους συνθέτες, τους στιχουργούς και τους ποιητές, τους μουσικούς και τους τραγουδιστές, τους καλλιτεχνικούς συντάκτες, τους ιδιοκτήτες των κέντρων διασκέδασης, τους δημοσιογράφους κ.λπ.∙ ήταν ένα πελώριο δίκτυο ανθρώπων μέσα από το οποίο αντλούσα ιδέες και υλικό και έκανα δεσμούς. Και, βέβαια, επιτακτική ήταν η ανάγκη για παρακολούθηση όλης της παραγωγής απ’ όλες τις εταιρίες, ακόμα και των ξένων τάσεων που επηρέαζαν τα εσωτερικά ρεύματα και πολλά άλλα χωρίς τα οποία είναι πολύ δύσκολο, όσο ένστικτο κι αν έχεις, να διατηρείς την επαφή σου με την πραγματικότητα χωρίς ταυτόχρονα να περιορίζεις τη φαντασία σου. Εν κατακλείδι, ήταν ένας τρόπος ζωής δημιουργικής.

Οι ενορχηστρωτές

Μεγαλώνοντας με την ποπ και ροκ μουσική που ήταν στα φόρτε της στη δεκαετία του ’60, διαβάζοντας ξένα περιοδικά και εφημερίδες, από πολύ νωρίς είχε πέσει στην αντίληψή μου η ύπαρξη και ο ρόλος του παραγωγού πίσω από τους καλλιτέχνες που θαύμαζα και τα τραγούδια που άκουγα. Οι Μπιτλς είχαν τον George Martin, οι Ρόλινγκ Στόουνς τον  Andrew Loog Oldham, ο Μπομπ Ντίλαν τον John Hammond κι εγώ έψαχνα να καταλάβω ποια ήταν ακριβώς η δουλειά τους για την οποία άξιζαν μια τέτοια φήμη. Αργότερα, διαπίστωσα εξ ιδίων ότι η δική μας συμμετοχή είχε κάποιες αντιστοιχίες, αλλά και κάποιες ουσιαστικές διαφορές. Δεν είχαμε πολλά από τα μέσα που διέθεταν οι ξένοι και δεν αναμιγνυόμασταν όσο αυτοί στη διαμόρφωση της τελικής μορφής του υλικού.

Εκεί που οι ρόλοι μας ταυτίζονταν, κι αυτό ήταν το πιο κρίσιμο, ήταν στη σημασία που δίναμε όλοι στο καθ’ εαυτού πρωτογενές υλικό του δημιουργού. Ιδιαίτερα όταν δουλεύαμε με ερμηνευτές που δεν έγραφαν οι ίδιοι τα τραγούδια που ερμήνευαν. Μετά από τόσα πολλά χρόνια μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι είναι πολύ λίγοι οι τραγουδιστές που έχουν το κριτήριο να επιλέγουν οι ίδιοι τα καταλληλότερα τραγούδια για τις φωνητικές τους δυνατότητες και το είδος τους, για να συγκινήσουν το ακροατήριο. Αυτή την έλλειψη μόνο ένας καλός παραγωγός μπορεί να καλύψει διαλέγοντας τα τραγούδια, χωρίς να παραβλέπουμε τα λάθη και τους συμβιβασμούς που κι αυτός κάνει. Βέβαια, υπάρχουν πάντοτε μερικοί τραγουδιστές που έχουν το ταλέντο να είναι παραγωγοί του εαυτού τους, αλλά κι αυτοί χρειάζονται μια δεύτερη έγκυρη γνώμη που μπορεί να προσφέρει ένας δοκιμασμένος παραγωγός.

Τελικά, ο παραγωγός διαχειρίζεται όλη τη διαδικασία, από την εύρεση των τραγουδιών και τη σύζευξη των συντελεστών μέχρι την οργάνωση της ηχοληψίας και την οριστική κρίση για το ηχητικό αποτέλεσμα. Αυτός επιλέγει τον ενορχηστρωτή και μαζί του επιλέγει τους μουσικούς που θα παίξουν και τα χρήματα που θα πάρουν, κλείνει το στούντιο για τις ηχοληψίες, επιστατεί στο μιξάζ και δίνει το πράσινο φως για να πάει το ηχογράφημα στο εργοστάσιο για χάραξη.

Συμπερασματικά, ο παραγωγός, τηρουμένων των αναλογιών, είναι σαν τον σκηνοθέτη στο σινεμά. Στην πλήρη του λειτουργία, διαλέγει το σενάριο, τους ηθοποιούς, τους οπερατέρ και γενικά όλους τους καλλιτεχνικούς συντελεστές του εγχειρήματος.

Οι εταιρίες είχαν παραγωγούς από πολύ νωρίς, απλά ονομάζονταν καλλιτεχνικοί διευθυντές, όπως οι Τούντας, Περιστέρης, Τσιτσάνης, Χιώτης, Μηλιόπουλος κ.ά.  Ορισμένοι επειδή ήταν και οι ίδιοι μουσικοί ή/και συνθέτες, συχνά ενορχήστρωναν και τα υποψήφια για ηχογράφηση κομμάτια. Στα μεταγενέστερα χρόνια, στις ηχογραφήσεις των τραγουδιών και στη διαμόρφωση της τελικής μορφής τους, σημαντικός ήταν κι ο ρόλος των ενορχηστρωτών που έγραφαν τις παρτιτούρες και διεύθυναν τις ορχήστρες στις ηχοληψίες, όπως οι Χάρης Ανδρεάδης, Κώστας Κλάβας, Νάκης Πετρίδης, Τάσος Καρακατσάνης, Γιώργος Κοντογιώργος κ.ά. Και, βέβαια, πολλοί συνθέτες που είχαν τις μουσικές γνώσεις για να ενορχηστρώνουν οι ίδιοι τα κομμάτια τους, όπως οι Μάνος Χατζιδάκις, Μίκης Θεοδωράκης, Σταύρος Ξαρχάκος, Γιάννης Μαρκόπουλος, Νίκος Μαμαγκάκης, Θόδωρος Δερβενιώτης, Τάκης Μουσαφίρης, Σπύρος Παπαβασιλείου, Θάνος Μικρούτσικος, Γιώργος Χατζηνάσιος, Γιώργος Κατσαρός, Βαγγέλης Πιτσιλαδής, Σταμάτης Σπανουδάκης, Νίκος Ιγνατιάδης κ.ά.

Η αποδόμηση

Ακόμα και σ’ αυτή την πτυχή των εταιριών δίσκων αν περιοριστεί κανείς, στον τομέα της παραγωγής, του A@R (Artists and Repertoire), αντιλαμβάνεται πόσο δυσαναπλήρωτη είναι η έλλειψή του σήμερα. Όλοι οι σύγχρονοι καλλιτέχνες παγκόσμιας εμβέλειας έχουν πίσω τους μια εταιρία κι έναν τουλάχιστον παραγωγό πλαισιωμένο από ένα ολόκληρο πολυμορφικό «συνεργείο». Στην Ελλάδα, μετά τη διάλυση της δισκογραφίας μέσα στα τελευταία είκοσι χρόνια, η έλλειψη αυτή δεν μπορεί με τίποτα να αναπληρωθεί. Πλέον, οι καλλιτέχνες αναγκαστικά λειτουργούν χωρίς αυτό το οικοσύστημα. Δεν υπάρχει η εταιρία που θα τους προσφέρει αυτό το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούν να ευδοκιμήσουν. Ακόμα και οι εταιρίες που παρέμειναν σε λειτουργία αποτελούν μικρογραφίες της πρότερης τους κατάστασης , οι δε καινούργιες δεν έχουν παρά ελάχιστες από τις προδιαγραφές των παλιών και δεν μπορούν να αναπληρώσουν τα ολοκληρωμένα σύνολα που είχαν όλους τους τομείς οργανωμένους σε συνεργασία και αλληλεξάρτηση. Με τη συρρίκνωση και διάλυση των εταιριών δίσκων, ο κόσμος της μουσικής και του τραγουδιού έχασε το φυσικό χώρο καλλιέργειας, προσανατολισμού και αναπαραγωγής του.  Δεν μηδενίζω το ρόλο των μικρών ανεξάρτητων εταιριών, αλλά το δάσος έχει χαθεί…

Οι εταιρίες με τους κατάλληλους ανθρώπους κρατούσαν σε συνοχή και δράση ένα τεράστιο δίκτυο. Με την αποσύνθεση ή υποβάθμισή τους επήλθε ξεχαρβάλωμα και ο χώρος αποδομήθηκε. Η φτώχεια και η ασχήμια στο σημερινό τραγούδι δεν είναι άσχετα με τη εξάρθρωση της δισκογραφίας, αλλά κι αυτή είναι μόνο μία από τις σοβαρές αιτίες που μας οδήγησαν άτσαλα και αντιαισθητικά στη σημερινή κατάσταση, με το φάλτσο να έχει αναγορευθεί σε θεσμό και με τα τηλεοπτικά κανάλια να έχουν αναλάβει το ρόλο του «προστάτη» στο ελληνικό τραγούδι με τα αντιληπτά δι’ όλων των αισθήσεων αποτελέσματα, που βλάπτουν σοβαρά την υγεία του τόπου, του λαού και του πολιτισμού μας. Υπάρχουν αξιόλογες εξαιρέσεις, αλλά προς το παρόν δεν επαρκούν για μια καινούργια άνοιξη…

Συνεχίζεται

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!