Στη δίνη της κρίσης οι λέξεις «Γερμανία» και «γερμανικός» προκαλούν συχνά αρνητικούς συνειρμούς. Ιδιαίτερα όταν συνοδεύονται από δηλώσεις της καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ και του υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ή από δημοσιεύματα γερμανικών εφημερίδων και περιοδικών με διόλου συμπαθητικά για την Ελλάδα σχόλια. Σ’ αυτές τις ταυτίσεις ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός εθνικισμού μέσα στον οποίο χάνεται η ταξική ουσία των πολιτικών που υπερασπίζεται η πολιτική και η οικονομική ελίτ, συχνότατα υπεράνω πατρίδων και «εθνικών συμφερόντων».
Η βουλευτής του γερμανικού κόμματος Die Linke (Η Αριστερά) Ζάρα Βάγκενκνεχτ, με τη συνέντευξή της στο Δρόμο της Αριστεράς αποκαθιστά την πολιτική και ταξική μας ματιά στα πράγματα, αποκαλύπτοντας τη φωνή και το πρόσωπο της άλλης Γερμανίας.
Μας θυμίζει ότι με τον τρόπο που διαχειρίζονται οι πολιτικές ηγεσίες της Γερμανίας και όλης της Ε.Ε. την κρίση της ευρωζώνης «δεν είναι “οι Γερμανοί” που κερδίζουν και “οι Έλληνες” που χάνουν. Σε όλη την Ευρώπη, εκείνοι που κερδίζουν είναι οι πλούσιοι κι εκείνοι που πληρώνουν είναι οι φτωχοί». Μ’ αυτό το κριτήριο η Ζάρα Βάγκενκνεχτ περνά από ψιλό κόσκινο το «μηχανισμό ελεγχόμενης χρεοκοπίας» που προωθεί η Ε.Ε., τη στάση της γερμανικής επιχειρηματικής ηγεσίας και τον πειρασμό των εθνικισμών που συχνά επηρεάζει και τον κόσμο της εργασίας σε όλη την Ε.Ε.
Στην Ε.Ε. συνεχίζεται η συζήτηση για την αντιμετώπιση της κρίσης του χρέους. Υπάρχει η γερμανική πρόταση για ευρωπαϊκό μηχανισμό με συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών στην αναδιάρθρωση του χρέους, που έγινε και απόφαση της τελευταίας Συνόδου Κορυφής, και η πρόταση για το ευρωομόλογο. Πώς τοποθετείται η Die Linke απέναντι στις προτάσεις αυτές;
Θα ήταν λάθος να σκεφτούμε ότι η Γερμανίδα καγκελάριος θέλει πράγματι οι τράπεζες και οι ιδιώτες πιστωτές να συμμετέχουν στο κόστος της κρίσης. Αντίθετα, χρησιμοποίησε τη συγκεκριμένη πρόταση προκειμένου να αυξήσει τους τόκους για τα υπερχρεωμένα κράτη της ευρωζώνης. Πιστεύει ότι μέσω του υψηλού κόστους δανεισμού θα μπορέσει να μειωθεί ο δανεισμός και να αυξηθούν τα μέτρα λιτότητας. Με δεδομένη την οικονομική κατάσταση που επικρατεί σε χώρες όπως η Ελλάδα, αυτό αποτελεί οικονομικό παραλογισμό. Φυσικά είναι απαραίτητο οι τράπεζες και οι ιδιώτες πιστωτές να επωμισθούν το κόστος της κρίσης χρέους. Αυτό πρέπει να το δούμε όχι σαν «κούρεμα» αλλά σαν «ξύρισμα» του χρέους. Δηλαδή, σαν εξαναγκαστική παραίτηση από τα τοκογλυφικά δικαιώματά τους. Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ ενώ θα πρέπει να υπάρξει εγγύηση ότι ο μελλοντικός δανεισμός δεν θα εξαρτάται από τις κεφαλαιαγορές. Σε διαφορετική περίπτωση, οι αγορές θα μετατρέπουν διαρκώς το υψηλό ρίσκο δανεισμού σε υψηλότερους τόκους. Όσο για το ευρωομόλογο, η προσωπική μου άποψη, είναι ότι δεν θα αλλάξει κάτι βασικό στην κρίση του χρέους. Η εξάρτηση των κρατών από τις κεφαλαιαγορές θα παραμένει δεδομένη. Και δεδομένο θα παραμένει επίσης το κέρδος των τραπεζών που θα αγοράσουν αυτό το ευρωομόλογο και μέσω αυτού θα εξασφαλίσουν φτηνό χρήμα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Από πολλούς θεωρείται γρίφος η στάση της γερμανικής πολιτικής ηγεσίας, τη στιγμή μάλιστα που ένα μέρος του επιχειρηματικού κόσμου, ιδιαίτερα οι τράπεζες, αντιτίθενται στις προτάσεις της. Πού το πάει τελικά η Μέρκελ; Τι είδους Ευρώπη θέλει;
Γενικά δεν έχω την εικόνα ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις και τράπεζες είναι δυσαρεστημένες από την πολιτική της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Τα κέρδη των μεγάλων ομίλων αυτή τη χρονιά ήταν μεγαλύτερα από ποτέ. Κάτι που ισχύει ιδιαίτερα στον αναπτυγμένο τομέα εξαγωγών της Γερμανίας. Ενδεχομένως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά, αν τα προγράμματα λιτότητας που επιβάλλει η Μέρκελ στην ευρωζώνη είχαν ήδη αρνητική επίδραση στη γερμανική οικονομία. Τι να απασχολεί πραγματικά τις τράπεζες; Μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων διάσωσης που διαπραγματεύτηκαν έχουν κερδίσει άμεσα. Η πιστοληπτική τους ικανότητα έχει διασωθεί. Οι τράπεζες και οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι δεν έχουν λόγο να γκρινιάζουν.
Η Γερμανίδα καγκελάριος επιθυμεί μια Ευρώπη στην οποία όλα θα είναι όπως τα τελευταία δέκα χρόνια – και το ευρώ επίσης. Άρα, ο πλεονασματικός εξαγωγικός τομέας της Γερμανίας πρέπει να παραμείνει ως έχει. Και οι υπερχρεωμένες χώρες πρέπει να έχουν μικρότερη πίστωση. Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα: όλα αυτά δεν μπορούν να συνδυαστούν.
Και η άρχουσα τάξη της Γερμανίας; Οι επιχειρήσεις, οι τράπεζες, η ελίτ είναι ενιαίες στην αντίληψή τους για τη σχέση Γερμανίας και Ε.Ε.; Αληθεύει ότι υπάρχει ένα τμήμα τους που δεν θα έβλεπε με κακό μάτι το ενδεχόμενο διάσπασης της ευρωζώνης ή και εξόδου της Γερμανίας από το ευρώ;
Η αλαζονεία της γερμανικής οικονομικής και πολιτικής ελίτ προς τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχει φτάσει σε επικίνδυνο σημείο. Υπάρχει η άποψη ότι οι άλλες χώρες πρέπει να εστιάσουν στη Γερμανία, γιατί η ευρωζώνη θα σωθεί με γερμανικά χρήματα. Οι συζητήσεις στα ΜΜΕ για το ερώτημα, αν θα λειτουργούσε αρνητικά για την ισορροπία της γερμανικής οικονομίας η κατάρρευση της ευρωζώνης, διέπονται από περιαυτολογία.
Οι επιπτώσεις μίας συνδεόμενης με αυτές τις αντιλήψεις ανατίμησης του ενιαίου νομίσματος υποτιμούνται, για παράδειγμα, με την αναφορά στην απαράμιλλη ποιότητα των προϊόντων της γερμανικής εξαγωγικής βιομηχανίας. Αλλά είμαι σίγουρη ότι τα μεγάλα αφεντικά των επιχειρήσεων το βλέπουν διαφορετικά. Γιατί γνωρίζουν ότι η δομή της ευρωζώνης ήταν τέλεια για τις γερμανικές επιχειρήσεις. Αυτό δείχνουν και οι αριθμοί. Πριν από την είσοδο του ευρώ το εμπορικό ισοζύγιο της Γερμανίας ήταν για πολλά χρόνια αρνητικό. Από το 2001 εξελίσσεται σε θετική τροχιά. Αθροιστικά το πλεόνασμα του εμπορικού ισοζυγίου έφτασε τα επόμενα χρόνια, μέχρι το 2009, την αξία των 750 δισ. ευρώ. Ως αντανάκλαση σε άλλες χώρες, από την είσοδο του ευρώ, αυξήθηκε το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Ο λόγος είναι απλός. Πολλές μη ανταγωνιστικές χώρες δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα να υποτιμήσουν το δικό τους νόμισμα. Αντίθετα, η γερμανική εξαγωγική βιομηχανία πλούτισε ακόμη πιο κυνικά με αυτόν τον τρόπο, καθώς η ισορροπία της ευρωζώνης σχεδόν εξομάλυνε τα ελλείμματα των εμπορικών ισοζυγίων άλλων χωρών. Με αυτόν τον τρόπο το ευρώ δεν μπερδεύτηκε με την πίεση της ανατίμησης, κάτι που διαφορετικά θα επηρέαζε την ανταγωνιστικότητα των τιμών σε αντίθεση με τους εμπορικούς εταίρους στον υπόλοιπο κόσμο.
Μήπως η ευρωζώνη είναι πια πολύ στενή για τις φιλοδοξίες της γερμανικής άρχουσας τάξης; Μήπως η Γερμανία βλέπει ότι τα συμφέροντά της μετατοπίζονται προς Ανατολάς, προς τη Ρωσία, την Ασία, την Κίνα, τις άλλες αναπτυσσόμενες χώρες;
Όπως είπα, η γερμανική ελίτ γνωρίζει ποια πλεονεκτήματα έχει το ευρώ προς όφελός της. Την ίδια στιγμή αναζητά να διευρύνει τα γερμανικά συμφέροντα και σε άλλες περιοχές. Οι εξαγωγές σε Κίνα και Ρωσία αυξάνονται συνεχώς τα τελευταία χρόνια. Το γεγονός αυτό είναι πιθανό να έχει σχετικοποιήσει την οικονομική σημασία της Ευρώπης στα κεφάλια Γερμανών μάνατζερ και πολιτικών.
Και οι Γερμανοί πολίτες; Οι Γερμανοί εργαζόμενοι, που έχουν υποστεί ήδη μια μακρόχρονη πολιτική λιτότητας, πώς αντιμετωπίζουν τις βασικές επιλογές της γερμανικής πολιτικής ελίτ;
Η πλειοψηφία των Γερμανών πολιτών έχει δικαίως την άποψη ότι το ευρώ έφερε μειονεκτήματα όπως, για παράδειγμα, ακριβότερο επίπεδο ζωής. Επιπλέον, οι καθαρές αποδοχές παραμένουν στάσιμες εδώ και δέκα χρόνια, η εργασιακή ανασφάλεια διογκώνεται και η άνιση κατανομή εισοδήματος μεγαλώνει. Έτσι, η ανεκτικότητα, ιδιαίτερα προς τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είναι όλο και μικρότερη. Τέτοιες φωνές επανέρχονται τακτικά και μέσα από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Έχετε μπροστά σας, το 2011, επτά εκλογικές αναμετρήσεις σε ομόσπονδα κρατίδια. Μπορεί να υπάρξουν πολιτικές εξελίξεις που θα ανατρέψουν τις επιλογές της κυβέρνησης Μέρκελ και των συμμάχων της;
Τα τοπικά κοινοβούλια παίζουν σημαντικό ρόλο στις πολιτικές αποφάσεις, καθώς σε αυτά νομοθετούνται πολλά από τα μέτρα που περνούν. Αυτός είναι και ο λόγος που η ομοσπονδιακή κυβέρνηση περιμένει την κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση στο κρατίδιο Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας το Μάη, πριν προχωρήσει σε αντιλαϊκά μέτρα – όπως και στην Ελλάδα περίμεναν να περάσει ένα διάστημα μετά τις εκλογές.
Αλλά η συντηρητική κυβέρνηση στη Βεστφαλία φαίνεται ότι δεν θα επανεκλεγεί και θα αντικατασταθεί από συνασπισμό του SPD και των Πράσινων. Προς το παρόν, στα περισσότερα κρατίδια ο συσχετισμός στα τοπικά κοινοβούλια φαίνεται ότι θα είναι μαυροκίτρινος (συνασπισμός του CDU και του FDP).
Αυτός ο συσχετισμός θα μπορούσε να οξύνει τα πράγματα κατά τον επόμενο χρόνο και να οδηγήσει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση ακόμη και σε συμβιβασμούς προκειμένου να εξασφαλίσει ότι θα έχει τη δυνατότητα να νομοθετεί στο μέλλον στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο. Γι’ αυτόν το λόγο οι τοπικές εκλογές είναι κρίσιμες, όχι μόνο για τα κρατίδια αλλά συνολικά για την πολιτική της Γερμανίας.
Η ευρωπαϊκή Αριστερά εμφανίζεται μάλλον αμήχανη μπροστά στην κρίση του χρέους. Και οι αντιδράσεις των συνδικάτων και των κινημάτων στις πολιτικές λιτότητας, ακόμη κι όταν είναι δυναμικές, είναι αποσπασματικές και μεμονωμένες. Πώς μπορεί να αλλάξει αυτό; Τι πρωτοβουλίες μπορεί να πάρει η Αριστερά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο; Και γύρω από ποιους ενιαίους στόχους και αιτήματα;
Όσο διαφορετική είναι η κρίση από χώρα σε χώρα, τόσο όμοιες είναι οι επιπτώσεις της παντού. Τα δραστικά προγράμματα λιτότητας που επιβάλλει κάθε κυβέρνηση πλήττουν κυρίως τους συνταξιούχους, τους σπουδαστές, τις οικογένειες, τους ανέργους – με λίγα λόγια τους αδύναμους της κοινωνίας. Αυξάνεται η φορολογία, καταργούνται επιδόματα, αποδυναμώνονται κοινωνικές υπηρεσίες. Είναι σωστό ότι η Γερμανία, ως ισχυρή οικονομία, κερδίζει από το ευρώ. Όμως, δεν κερδίζουν «οι Γερμανοί» και χάνουν «οι Έλληνες». Σε όλη την Ευρώπη, εκείνοι που κερδίζουν είναι οι πλούσιοι κι εκείνοι που πληρώνουν είναι οι φτωχοί. Στην κρίση πρέπει να τεθεί το ζήτημα της ταξικής πάλης – κι αυτό να γίνει παντού. Αυτό πρέπει να τονιστεί από την Αριστερά στην Ευρώπη. Η προσπάθεια της Δεξιάς να εκμεταλλευτεί την κρίση, ώστε να ενισχύσει τον εθνικισμό, δεν πρέπει να περάσει. Είναι καθήκον των αριστερών να δυναμώσουν την αλληλεγγύη στην Ευρώπη και να αποκαλύψουν και να παλέψουν ενάντια στις πραγματικές αιτίες της κρίσης. Σε αυτό πρέπει να επικεντρωθούν οι διαδηλώσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη!
Και πώς μπορεί να ξεπεραστεί ο «πειρασμός» των εθνικών ανταγωνισμών; Πώς θα πειστεί ο Γερμανός ή ο Ολλανδός πολίτης να μοιραστεί τα οφέλη από τα πλεονάσματα των χωρών τους με τους πολίτες των ελλειμματικών χωρών;
Οι πολίτες της Γερμανίας και της Ολλανδίας έχουν μάθει να πιστεύουν ότι η ευμάρειά τους εξαρτάται από το υψηλό πλεόνασμα των εξαγωγών. Παρ’ όλα αυτά είναι σαφές ότι το επίπεδο ζωής τους μπορεί να διασφαλιστεί επίσης μέσω μιας δίκαιης εισοδηματικής και αναδιανεμητικής πολιτικής, γεγονός που θα μείωνε την εμμονή στην ανταγωνιστικότητα.
Τι πιστεύετε για την Ελλάδα; Θα αποφύγει την απειλή της χρεοκοπίας; Ή θα είναι ο πρώτος «πελάτης» της ελεγχόμενης χρεοκοπίας που προτείνει η Μέρκελ;
Χωρίς πραγματική οικονομική ανάπτυξη η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να ξεφύγει από τα χρέη. Αυτό όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω των αντικοινωνικών και αντιπαραγωγικών επιταγών λιτότητας του ΔΝΤ και των Βρυξελλών. Ο ελληνικός εξαγωγικός τομέας είναι πολύ μικρός ώστε να έχει αξιοσημείωτη επίδραση στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου. Οι διαρθρωτικές περικοπές, όπως τις περιέγραψε η Μέρκελ, δεν αποτελούν λύση. Κατ’ αρχάς, πρέπει επιπρόσθετα η μελλοντική οικονομική διαχείριση των κρατικών χρεών να ανεξαρτητοποιηθεί από την κεφαλαιαγορά προκειμένου να επιτευχθούν χαμηλότεροι τόκοι. Δεύτερον, είναι αναγκαίος ένας ενιαίος μηχανισμός, ο οποίος θα ωθεί τις χώρες με πλεονασματικό ισοζύγιο να αυξάνουν την εγχώρια ζήτηση. Σε αυτό κρύβεται η τάση για την εξομάλυνση της ανισορροπίας. Έτσι, η Ελλάδα θα μπορούσε να παραμείνει στην ευρωζώνη χωρίς να την καταβροχθίσουν τα «τευτονικά τέρατα της λιτότητας».