Φωτ: Έργο του Κωστή Βελώνη

Του Κώστα Λιβιεράτου

 

Δεν μου πέφτει λόγος σ’ ό,τι αφορά ενδοπανεπιστημιακές διενέξεις, φυλές, επικράτειες και σύνορα. Το κείμενο της φίλης Σίσσυς Βελισσαρίου «Ιδεολογικός ιμπεριαλισμός και πανεπιστήμιο: οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές σπουδές»[i] κινείται εντός αλλά και εκτός τέτοιων ορίων, ανοίγοντας ένα θέμα που αξίζει να συζητηθεί, μαζί με τις αρετές και τις αστοχίες της επιχειρηματολογίας του. Στις πρώτες συγκαταλέγεται δίχως άλλο η υπεράσπιση των ανθρωπιστικών σπουδών απέναντι στην απαξίωσή τους ή την προσαρμογή τους στα αγοραία πρότυπα του πανεπιστημίου που επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη αμερικανική ηγεμονία. Στις αστοχίες περιλαμβάνεται ακριβώς ο αντίπαλος που μπαίνει στο στόχαστρο: οι πολιτισμικές σπουδές σαν μεταλλαγμένος ιός που εξαπλώνεται από την Αμερική στην Ευρώπη αφομοιώνοντας τις ανθρωπιστικές στο δικό του σύστημα. Η παρανόηση γίνεται φανερή αν σταθεί κανείς λίγο στην ιστορία, το χαρακτήρα και τα ζητούμενα αυτού του σχετικά νέου γνωστικού πεδίου.[ii]

Αντίθετα προς την εντύπωση που αφήνει το κείμενο της Σ.Β., οι πολιτισμικές σπουδές ξεκίνησαν από την Αγγλία, πολύ πριν περάσουν στις ΗΠΑ. Το πρώτο μεταπτυχιακό ερευνητικό Κέντρο Σύγχρονων Πολιτισμικών Σπουδών (CCCS) συστάθηκε το 1964 στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμινχαμ, με διευθυντή τον Ρίτσαρντ Χόγκαρτ. Τα έργα του τελευταίου, μαζί μ’ εκείνα του Ρέυμοντ Γουΐλιαμς και του Έντουαρντ Π. Τόμσον, αφορούσαν τη σχέση πολιτισμού και κοινωνίας απ’ όλες τις όψεις της (υψηλή, μαζική, λαϊκή-εργατική κουλτούρα – παραγωγή, διάδοση και πρόσληψή τους) και υπήρξαν η πρώτη πηγή απ’ όπου άντλησε το νέο πεδίο σπουδών. Η Σ.Β. αναγνωρίζει εν παρόδω (και μεταχρονολογημένη) αυτή την αφετηρία, λέγοντας ότι οι πολιτισμικές σπουδές «έχουν τις ρίζες τους στην Αγγλία του 1970 στο έργο του μεγάλου μαρξιστή θεωρητικού Raymond Williams» (τα πρώτα, καθοριστικά έργα του τελευταίου χρονολογούνται πάντως στα τέλη της δεκαετίας του ’50), μόνο και μόνο για να επισημάνει ως «τραγική ειρωνεία» ότι, ενώ τότε «προέκυψαν ως μία ριζοσπαστική κίνηση της μελέτης του πολιτισμού της εργατικής τάξης και του σπασίματος των αδιαπέραστων ταξικών φραγμών στην αγγλική εκπαίδευση … ο σημερινός ταξικός τους ρόλος είναι αντίστροφος. Απευθύνονται κατά κανόνα και καλύπτουν της αναζητήσεις και ευαισθησίες των παιδιών της μεσαίας τάξης». Αυτή η συνοπτική αναφορά όχι μόνο δεν αντισταθμίζει την παραπλανητική εικόνα ενός αμερικανόπνευστου εγχειρήματος, αλλά και σπέρνει τη σύγχυση. Διότι η διάρρηξη των ταξικών φραγμών έχει μάλλον να κάνει με την πολύ παλιότερη πρωτοποριακή δουλειά του Γουΐλιαμς στην επιμόρφωση ενηλίκων, παρά με τις νεαρές πολιτισμικές σπουδές. Όσο ανοιχτές κι αν ήταν αυτές σε μέλη λαϊκών στρωμάτων, λίγο μπορούσαν να ξεφύγουν από την προνομιακή απεύθυνση του πανεπιστημίου στη μεσαία και ανώτερη τάξη. Κι αυτό βέβαια ισχύει ακόμη περισσότερο για τις συμβατικές ανθρωπιστικές σπουδές, οπότε αναρωτιέται κανείς τι ακριβώς προσάπτει στις πολιτισμικές η Σ.Β.

Σύντομα, με πρωτοβουλία του δεύτερου διευθυντή του ΚΣΠΣ (1969-79), του Τζαμαϊκανού Στιούαρτ Χολ, το αρχικό ρεύμα της αγγλικής κριτικής διασταυρώθηκε με μια διαφορετική ροή καινοτόμων θεωρητικών προσεγγίσεων από την ηπειρωτική Ευρώπη, σύγχρονων και παλαιότερων: από την Κριτική θεωρία της Σχολής της Φρανκφούρτης (Μπένγιαμιν, Αντόρνο, Μαρκούζε κ.ά.) μέχρι το στρουκτουραλισμό και την αποδόμηση στη Γαλλία (Μπαρτ, Λεβί-Στρως, Λακάν, Αλτουσέρ, Ντεριντά, Φουκώ κ.ά.), αλλά και με μοναχικές συμβολές όπως του Γκράμσι ή του Μπαχτίν. Τα θέματά τους -διαλεκτική φύσης και πολιτισμού, εικόνες και μύθοι της νεωτερικότητας, σχέσεις συγγένειας και μυθολογικά συστήματα, πολυφωνικές μυθοπλασίες, σημεία, μέσα και μηνύματα, οργανικοί διανοούμενοι, ιδεολογικοί μηχανισμοί, επιστημονικοί και ιδρυματικοί λόγοι- κινούνταν στο μεταίχμιο πολιτισμού και κοινωνίας, εμπνέοντας πρωτοποριακά προγράμματα έρευνας και διδασκαλίας. Ο κίνδυνος του εκλεκτισμού και μιας ισοπέδωσης τύπου φαστ-φουντ, που τόσο φοβάται η Σ.Β., δεν είναι βέβαια αμελητέος. Ωστόσο, πολύ πιο γόνιμος από την παλινόρθωση των καθιερωμένων στεγανών θα ήταν ο δρόμος που άνοιξε υποδειγματικά ο Χολ, διερευνώντας με περισσή φροντίδα την αναμέτρηση «κουλτουραλισμού» και «στρουκτουραλισμού» των ημερών του.[iii]

Η τρίτη συμβολή προήλθε από τα κινήματα της μεταπολεμικής περιόδου και ιδιαίτερα της δεκαετίας του 1960: φεμινιστικό, φοιτητικό, αντιπολεμικό, αντικουλτούρα, Νέα Αριστερά, Μαύρη Δύναμη… Όλα αναπτύχθηκαν παράλληλα, κάποτε δε και ανταγωνιστικά, προς το επίσημο εργατικό και αριστερό κίνημα, αναδεικνύοντας προβλήματα που είτε έλειπαν εντελώς είτε υποβαθμίζονταν από την ατζέντα του. Οι ρηξικέλευθες εμπειρίες και πρακτικές τους δεν άργησαν να διαποτίσουν τις πολιτισμικές σπουδές, επιβεβαιώνοντας τον εναλλακτικό χαρακτήρα τους. Περιέργως εδώ στρέφεται η αιχμή της κριτικής της Σ.Β. Από τη μια, διαπιστώνει ότι, ενώ τα θέματά τους «προέκυψαν από πραγματικές συγκρούσεις και αγώνες», με τη μετατροπή τους σε γνωστικά αντικείμενα «ελάχιστη επίδραση έχουν στον πραγματικό κόσμο των φυλετικών διακρίσεων, της έμφυλης βίας, της καταπίεσης και της οικονομικής εξαθλίωσης». Όμως, αν αυτό είναι έτσι κι αλλιώς μια αλήθεια για όλο το πανεπιστήμιο, οι πολιτισμικές σπουδές εξελίχθηκαν τουλάχιστον σε θεματοφύλακες αναζητήσεων που είχαν ξεκινήσει σε πιο ακτιβίστικο πλαίσιο. Κι αν τα πράγματα πήραν έτσι μια πιο «εξημερωμένη», ακαδημαϊκή τροπή, δεν είναι βέβαια αυτό που φταίει για την υποχώρηση των κινημάτων. Απ’ την άλλη μεριά, η Σ.Β. διαμαρτύρεται επειδή ο μαρξισμός εμφανίζεται εδώ «ως μία από τις πολλές θεωρίες ισοδύναμη, για παράδειγμα, με το δομισμό και μεταδομισμό, την αποδόμηση, το φεμινισμό κ.λπ.», η δε έννοια της τάξης, «ως άλλη μία κοινωνική ταυτότητα όπως αυτή του φύλου και της φυλής». Παραγνωρίζει έτσι την εσωτερική λογική κάθε τέτοιου κινήματος: την αξίωσή του να ακολουθεί τις δικές του προτεραιότητες, να παράγει εν δυνάμει το ίδιο τη θεωρία του και να συναντιέται πλέον στην πορεία με άλλες δυνάμεις, θεωρήσεις και κινήσεις εφόσον μοιράζεται μαζί τους έναν ευρύτερο αντισυστημικό προσανατολισμό. Απέναντι σ’ αυτή την ιστορικά κατακτημένη αυτονομία, αλλά και δυνατότητα σύγκλισης, των κινημάτων και των συναφών σπουδών, οι αξιώσεις πρωτοπορίας και θεωρητικής ορθοδοξίας δεν κάνουν άλλο από να αναβιώνουν τις σεπτές παραδόσεις του τριτοδιεθνισμού.

Πώς μπορεί, λοιπόν, να αποτιμηθεί το φαινόμενο των πολιτισμικών σπουδών; Από μια άποψη, οι θεσμοί είναι θεσμοί και το σύστημα κάνει τελικά τη δουλειά του. Ορισμένα παραδείγματα δείχνουν πάντως ότι η πορεία προς την ενσωμάτωση δεν είναι τόσο ευθύγραμμη: Πρώτον, στην Αγγλία, η τύχη του ίδιου του ΚΣΠΣ που, έχοντας προσελκύσει εξαρχής τα πυρά του βρετανικού ακαδημαϊκού κατεστημένου, οδηγήθηκε σε κλείσιμο το 2002. Δεύτερον, στην Αμερική, η διαμάχη για τον Δυτικό Κανόνα στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, όπου η σχετική μεταρρύθμιση πέρασε τελικά το 1988 κατόπιν γενναίου συμβιβασμού με τους πολέμιους των πολιτισμικών σπουδών. Τρίτον, η διεθνώς εξελισσόμενη αναμέτρηση των πολιτισμικών σπουδών με τις θετικές επιστήμες και τις γνωσιακές εκλαϊκεύσεις τους (τον λεγόμενο Τρίτο Πολιτισμό) για την πρωτοκαθεδρία στη σύλληψη του κόσμου αλλά και την αξιοποίηση πόρων και θεσμών.

Δεν ξέρω αν η Σ.Β. είναι ενήμερη για άλλες, πιο πρόσφατες εξελίξεις που θα επιβεβαίωναν τη γενική καταγγελία της – το συγκεκριμένο κείμενο αρκείται σ’ αυτήν. Πολιτικά πάντως μου φαίνεται άστοχο να αρνείται κανείς μια τόσο γόνιμη πνευματική και παιδαγωγική πρόκληση, ιδίως σε μια χώρα όπου το στοίχημά της δεν έχει ακόμη παιχτεί.

 

[i] Δημοσιεύτηκε ολόκληρο στο www.rproject.gr. Απόσπασμά του στον προηγούμενο Δρόμο της Αριστεράς, 2/4/2016.

[ii] Εδώ, στην εμπειρία μου ως υπεύθυνου σεμιναρίων στις πολιτισμικές σπουδές, στο πλαίσιο της Εταιρείας Διαπολιτισμικών Σπουδών, εντοπίζεται και το προσωπικό μου κίνητρο για το σχολιασμό που ακολουθεί.

[iii] Βλ. το εξαιρετικό άρθρο του Cultural studies: two paradigms, Media, Culture and Society, 1980 2.

 

 

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!