Παρά την κοινή καταγωγή τους, η πολιτική και ο πολιτισμός δεν φτιάχνουν αρμονικό ζευγάρι. Είναι γνωστά τα παράπονα του πολιτισμού για μια πολιτική που δεν τον νοιάζεται ούτε τον τιμά, παρά τον θέλει μόνο για βιτρίνα· αλλά και της πολιτικής, για έναν πολιτισμό όλο λόγια, λούσο και ιδέα, ανίκανο να περάσει στην πράξη. Η Αριστερά βάλθηκε να διαλύσει αυτές τις παρεξηγήσεις: να πολιτικοποιήσει τον πολιτισμό ευαισθητοποιώντας τον στα οράματα της απελευθέρωσης, της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης· και να εκπολιτίσει την πολιτική αναθέτοντάς της το διαφωτισμό του λαού.

Στην αρχή τα πήγε αρκετά καλά. Όσο η επίσημη κουλτούρα κρατούσε τις μάζες μακριά από τους γυάλινους πύργους της, η Αριστερά ήταν εκεί για να τους ανοίγει πλατύτερους ορίζοντες, να αναδεικνύει δημιουργούς ισάξιους των «αστών» (Ρώτας, Τσίρκας, Ρίτσος, Αλεξάνδρου…) και να στήνει πρωτοποριακούς θεσμούς, από τις λέσχες προλεταριακής κουλτούρας μέχρι το Θέατρο του Βουνού ή την Επιθεώρηση Τέχνης. Τα πράγματα μπερδεύτηκαν όταν ήρθε ο ανταγωνισμός: την ώρα που το σύστημα άρχισε να ανοίγει στην κατεύθυνση της μαζικής κοινωνίας και κουλτούρας, πολλοί αριστεροί καλλιτέχνες τραβούσαν το χαρτί του «εκπολιτισμού» των μαζών και μεγαλοπιάνονταν με την «έντεχνη» δημιουργία. Έτσι όχι μόνο δεν παρακολούθησαν τη στροφή της θεωρίας από τον πολιτισμό ως κόσμημα («γράμματα και τέχνες») στον πολιτισμό ως τρόπο ζωής, αλλά και έχασαν από το οπτικό τους πεδίο μια μεγάλη μετάλλαξη που έλαβε χώρα στον Δυτικό κόσμο: την κατακόρυφη άνοδο στη ζήτηση του μαζικού αγαθού της κουλτούρας από μικρομεσαία στρώματα και την είσοδο της πολιτιστικής βιομηχανίας και των μαζικών μέσων σ’ αυτή τη διευρυμένη αγορά.

Ο Δρόμος είναι καλό παράδειγμα όλης αυτής της περιπλοκής. Από τη μια, βρίσκουμε εδώ τις καλύτερες παραδόσεις της αριστερής κουλτούρας. Γύρω από έναν κορμό υψηλού επιπέδου άρθρων για την πολιτική, την οικονομία, την κοινωνία και τις διεθνείς σχέσεις, υπάρχουν δυναμικές στήλες πολιτιστικού περιεχομένου: από τον αιχμηρό σχολιασμό του Ηρόστρατου και τις ερεθιστικές συνεντεύξεις πνευματικών ανθρώπων μέχρι τις γενναιόδωρες ποιητικές επιλογές του Λ. Αξελού, τις μεστές κινηματογραφικές κριτικές της Ι. Καλαντζή ή τους θησαυρούς εμπειριών και ιδεών του «περιπτερά» Στ. Ελληνιάδη (κι ας μην ξεχάσουμε την αμίμητη εκείνη σειρά κειμένων τής πρόσφατα χαμένης Έ. Πατρικίου). Διόλου άσχημα λοιπόν για ένα εβδομαδιαίο έντυπο. Από την άλλη, οι στήλες αυτές βρίσκονται στεγανά διαχωρισμένες από την κεντρική αρθρογραφία, δεν αλληλεπιδρούν με τον πυρήνα της εφημερίδας και δεν μπολιάζουν το γενικό της πνεύμα, θυμίζοντας μάλλον το παλιό μοντέλο του πολιτισμού-ντεκόρ που δεσπόζει ακόμη σε αριστερό και δεξιό τύπο. Είναι ενδιαφέρον ότι δύο τολμηρά «ανοίγματα», η στήλη «Παρεκκλίσεις» (αργότερα «Ιδέες») που οργάνωνε ο Στ. Μαυροειδής και το μηνιαίο ένθετο που έστηνε η ομάδα «Νόστιμον ήμαρ», διεύρυναν τον πολιτικο-πολιτισμικό ορίζοντα, αλλά δεν μπόρεσαν να περάσουν τα σύνορα.

Αν η θέση των «πολιτιστικών» στα μετόπισθεν μιας μαχητικής πολιτικής εφημερίδας είναι δικαιολογημένη (κι από μια άποψη ευνοεί την ελεύθερη έκφραση γνώμης), η έλλειψη ανταπόκρισης με την πρώτη γραμμή της είναι ίσως σύμπτωμα παιδικών ή γεροντικών ασθενειών (οικονομισμός, υπερπολιτικοποίηση) της αριστερής –συχνά και της φιλελεύθερης– σκέψης. Γίνεται δε ακόμη πιο κρίσιμη σήμερα που μια νέα τεχνοεπιστημονική επανάσταση, αυτή της τεχνητής νοημοσύνης και της βιοτεχνολογίας, εισβάλλει στην καθημερινή ζωή (από τα αλγοριθμικά προφίλ προσωπικών προτιμήσεων μέχρι τις βιομετρικές τεχνικές επιτήρησης) και η Αριστερά, που αγνόησε παλιότερα την επανάσταση των μαζικών μέσων, είναι έτοιμη τώρα να χάσει κι αυτήν.

Πολιτική και πολιτισμός κινδυνεύουν λοιπόν να απομείνουν ομοιώματα του εαυτού τους καθώς οι «έξυπνες», «καθαρές» καινοτομίες τούς στραγγίζουν το αίμα. Στο μεταξύ φαίνεται να κινούνται σε ασύμπτωτες τροχιές, αφήνοντας τους παλιούς λογαριασμούς τους σε εκκρεμότητα. Έτσι κι αλλιώς, υπήρχε κάτι που ο πολιτισμός δεν θα αποκτούσε ποτέ: την ικανότητα της πολιτικής να συμπυκνώνει σε μια σπάνια στιγμή αιτήματα, καημούς και όνειρα χρόνων, και την τρελή ελπίδα της να γκρεμίσει την τάξη του κόσμου για να τον ξαναφτιάξει απ’ την αρχή. Όπως υπήρχε κάτι που η πολιτική δεν θα έφτανε ποτέ: τη φοβερή δύναμη ενός στίχου, μιας μουσικής φράσης ή ενός πλάνου να ανακαλεί μεμιάς όλα όσα αξίζουν σ’ αυτό τον κόσμο, όσα ονειρευόμαστε να έρθουν κι όσα χάνονται ανεπανόρθωτα από αυτόν.

* Ο Κώστας Λιβιεράτος είναι εκδότης, δοκιμιογράφος και υπεύθυνος σεμιναρίων

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!