Οι βαθύτερες αιτίες της αντιπαράθεσης Λαγκάρντ – Μέρκελ. Της Αλίκης Βεγίρη

Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι στο Eurogroup της περασμένης Δευτέρας Γερμανία και ΔΝΤ, μπλέξανε τα μπούτια τους ή πιο συγκεκριμένα τους πολλαπλασιαστές τους. Ο πολλαπλασιαστής, το αυθαίρετο αυτό νουμεράκι ανάμεσα στο 0 και το άπειρο, που καθορίζει το ποσοστό που αφαιρείται από το ΑΕΠ μιας χώρας άμα τη λήψει μέτρων, μάς έγινε προσφάτως γνωστός με την ανακοίνωση της έκθεσης του ΔΝΤ για το προφίλ της παγκόσμιας οικονομίας και προκάλεσε τεράστιο ντόρο σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους το… σωτήριο έτος 2020.
Το μέγεθος του πολλαπλασιαστή και κατά συνέπεια το μέγεθος του χρέους σε κάποια μεταγενέστερη χρονική στιγμή και το κυριότερο τα μέτρα που θα ληφθούν εξαιτίας αυτού, δεν είναι μια φυσική ποσότητα καθορισμένη από αδήριτους και αμετάκλητους φυσικούς νόμους, αλλά καθορίζεται εκ των υστέρων και κατ’ εκτίμηση, με μια γερή δόση ενόρασης και μαντεψιάς, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να είναι το οποιοδήποτε. Γι’ αυτό το αόριστο και νεφελώδες μέγεθος, λοιπόν, ερίζουν και τραβιούνται απ’ τα μαλλιά Γιούνκερ και Λαγκάρντ, για το αν, δηλαδή, το χρέος της Ελλάδας θα είναι 144% του ΑΕΠ το 2020 και 134% του ΑΕΠ το 2022, όπως υποστηρίζει η Λαγκάρντ, ή 120% του ΑΕΠ το 2020, όπως υποστηρίζει ο Γιούνκερ με τον Σόιμπλε παρέα. Σε τελευταία ανάλυση, όπως γνωρίζουμε από προηγούμενα μαντέματα της τρόικας, τα νούμερα αυτά θα περάσουν από 40 κύματα αναθεωρήσεων κι εκείνο που θα απομείνει θα είναι οι ατελεύτητες υποχρεώσεις της Ελλάδας, οι οποίες θα πρέπει να εκπληρωθούν (στημένες καθώς είναι ποτέ τους να μην εκπληρώνονται) κυνηγώντας κάποια έωλα νούμερα, τα οποία ολοένα και θα αναθεωρούνται προς τα πάνω από κάποιους κάλπικους πολλαπλασιαστές.
Η διάσταση, λοιπόν, ανάμεσα στο ΔΝΤ, (βλέπε ΗΠΑ) και Γερμανία είναι εμφανής και για πρώτη φορά φανερά, όπως τουλάχιστον αποτυπώθηκε κατά τη συνδιάσκεψη της Δευτέρας στις πικρόχολες γκριμάτσες της Κριστίν. Το αίτιο της διαφοράς, όπως εμφανίζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι από τη μια μεριά η απαίτηση του ΔΝΤ από τη Γερμανία να βάλει το χέρι στην τσέπη και να κουρέψει κατά 50% τα περίπου 35 δισ. που έχει δώσει ώς τώρα, (ρευστό και εγγυήσεις), στην Ελλάδα, και από την άλλη, η πρόθεση της Γερμανίας να συνεχίσει στο ίδιο βιολί, βλέποντας και κάνοντας, τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2013.
Κατ’ ουσίαν, όμως, η διαφοροποίηση του ΔΝΤ θα μπορούσε να εκφράζει τη δυσαρέσκεια της ίδιας της Αμερικής για την εντεινόμενη πολιτική λιτότητας στην Ευρώπη, πολιτική, η οποία φτάνει να απειλεί την ακόμα εύθραυστη αμερικανική οικονομία, αλλά και τη δυσαρέσκεια του Λευκού Οίκου για την -στα όρια της περιφρόνησης- συμπεριφορά του Σόιμπλε προς τον Αμερικανό υπουργό Οικονομικών, αλλά και την ανησυχία της για τα αυξανόμενα δείγματα του γερμανικού ηγεμονισμού.

Ζήτημα ηγεμονίας
Η Γερμανία, δεν περιορίζεται πλέον στο να αλωνίζει στα χωράφια των «ανυπόληπτων» και υπερχρεωμένων κρατών του Νότου, αλλά αρχίζει να κουνάει το δάχτυλο και στη Γαλλία, όπως φάνηκε στην έκθεση που συνέταξαν για την οικονομία της πέντε οικονομικοί σύμβουλοι της καγκελαρίας (αν και επισήμως η ίδια αρνείται ότι είχε ανάμειξη), η οποία και κατακεραυνώνει την γαλλική οικονομία, αναγορεύοντάς την, λίγο-πολύ, ως τον ασθενή της Ευρώπης. Κάτι τέτοιο, βέβαια δεν είναι δυνατό να γίνει ανεκτό από τους Γάλλους, οι οποίοι για το συγκεκριμένο περιστατικό εμφανίστηκαν θιγμένοι, και δικαιολογημένα.
Επιπλέον, συνεχίζεται η διαμάχη Γερμανίας-Βρετανίας, αυτή τη φορά με πρόσχημα τον Προϋπολογισμό της Ε.Ε., διαμάχη η οποία αυξάνει τον ευρωσκεπτικισμό στη Βρετανία και την προοπτική ενός Βritexit, ανάλογου του Grexit, που, ας μη το λησμονούμε, ακόμα σοβεί.
Ευρωσκεπτικισμός αναπτύσσεται όμως και στο εσωτερικό της Γερμανίας, για να μην αναφερθούμε και στα κράτη του Νότου, που προηγούνται. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, χλιαρά κηρύγματα και ρητορίες περί της ενότητας της Ευρώπης, συντονίζονται όλο και λιγότερο με το αίσθημα των λαών. Μπορεί στα χαρτιά η Ένωση να βρίσκεται ακόμα εν ζωή, αλλά το γυαλί έχει πλέον ραγίσει και η πέτρα δεν είναι άλλη από την ίδια τη Γερμανία, με τις πολιτικές και τις βλέψεις της.

Η Γερμανία έξω από το ευρώ
Τι θα γινόταν, όμως, αν η Ευρωζώνη παρέμενε ως έχει, και ήταν η Γερμανία αυτή η οποία αποχωρούσε; Ένα τέτοιο σενάριο παρουσίασε ο Γερμανός οικονομολόγος Gustav Horn, του Ιδρύματος Böckler, στην εφημερίδα Die Zeit, (14/11/2012), το οποίο συνοψίζεται στα εξής σημεία:
Εισάγεται το μάρκο με αρχική ισοτιμία 1:1. Ο πρόεδρος της Bundesbank αποχωρεί από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ. Οι χρηματαγορές αντιδρούν και μεγάλα ποσά παίρνουν το δρόμο για τα γερμανικά τραπεζικά ιδρύματα. Το νέο μάρκο σε σχέση με το ευρώ ανατιμάται, ας πούμε, κατά 50%, με αποτέλεσμα τα σε ευρώ επενδυμένα στη Γερμανία περιουσιακά στοιχεία να χάσουν αρκετή από την αξία τους. Την ίδια στιγμή πέφτει και η αξία, σε ευρώ, των γερμανικών καταθέσεων και εγγυήσεων στα EFSF και ESM, οι οποίες και θα επιστραφούν, πιθανόν στο 1/3 της αρχικής τους αξίας. Αυτό σημαίνει ζημιές για την Bundesbank και φούσκωμα του γερμανικού χρέους.
Οι ευρωπαϊκές χρηματαγορές δονούνται, η ΕΚΤ μεταφέρει το στρατηγείο της, πιθανόν, στο Παρίσι, και ανακοινώνει άμεσα, επαναγορά ευρωπαϊκών ομολόγων. Τα γερμανικά αυτοκίνητα, ακριβαίνουν. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες εγγράφουν ζημιές και προβαίνουν σε απολύσεις. Λόγω ακρίβειας, η γερμανική ανταγωνιστικότητα αρχίζει να πέφτει και ως αντιστάθμισμα αρχίζουν οι μειώσεις μισθών. Το πλεονασματικό ισοζύγιο πληρωμών αρχίζει κι αυτό να υποχωρεί. Κάποιες αυτοκινητοβιομηχανίες αρχίζουν να σκέφτονται να αλλάξουν έδρα, μια και η γερμανική αγορά αποδεικνύεται αρκετά στενή. Το αποτέλεσμα είναι η Γερμανία να χάνει, παράλληλα με τις δουλειές, και έσοδα από φόρους. Έτσι, ένα χρόνο μετά από την αποχώρηση από το ευρώ, η Γερμανία βρίσκεται με βαθιά ύφεση, μεγάλη ανεργία και αποψιλωμένη από τις μεγάλες βιομηχανίες της.
Εν τω μεταξύ η υπόλοιπη Ευρωζώνη, με κουτσουρεμένη τη γερμανική ανταγωνιστικότητα, αρχίζει σιγά-σιγά να σταθεροποιείται. Το δημοσιονομικό σύμφωνο καταργείται και αντικαθίσταται από ένα σύμφωνο σταθερότητας, με στόχευση τον υψηλό πληθωρισμό. O ESM αλλάζει χαρακτήρα και χρηματοδοτείται από ένα μέρος των πλεονασμάτων που επιτυγχάνονται. Η δραστηριότητα ξαναρχίζει και, σε αντίθεση με τη Γερμανία, η οικονομία εμφανίζει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης κ.λπ., κ.λπ. Τότε, 200 διακεκριμένοι Γερμανοί οικονομολόγοι απευθύνουν δραματική έκκληση στην όποιο καγκελάριο για την ανάγκη λήψης μέτρων προς ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας. Η γερμανική αγορά εργασίας, όπως διατείνονται, είναι πολύ ανελαστική, οι μισθοί πολύ υψηλοί και τα προνόμια χλιδάτα…
Έτσι, ενώ στο Βιλαμπάχο ακόμα τρίβουν, στις νότιες πεδιάδες της Βιλαρίμπα τέλειωσαν και το διασκεδάζουν…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!