της Γιάννας Γιαννουλοπούλου*

Στις 10 Μαρτίου 2020 τα ελληνικά πανεπιστήμια ανέστειλαν την δια ζώσης λειτουργία τους λόγω της πανδημίας. Έκτοτε, με την εξαίρεση ορισμένων εξεταστικών διαδικασιών και ορισμένων κλινικών μαθημάτων στις ιατρικές σχολές, τα πανεπιστήμια της χώρας λειτουργούν εξ αποστάσεως σε όλες τις πλευρές τους: διδακτικές, ερευνητικές, διοικητικές. Οι δεκατρείς μήνες είναι πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα (βαδίζουμε ήδη το τρίτο εξάμηνο εξ αποστάσεως διδασκαλίας) και επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων τόσο για το πώς η πανδημία λειτούργησε ως επιταχυντής σε διαδικασίες που είχαν από πριν δρομολογηθεί, όσο και για την ποιότητα του προβληματισμού που ανέπτυξαν όσοι φοιτούν και εργάζονται στο «πανεπιστήμιο-πλατφόρμα». Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο μακρόχρονη διακοπή της δια ζώσης λειτουργίας των πανεπιστημίων (όπως και των υπόλοιπων εκπαιδευτικών βαθμίδων) δεν παρατηρήθηκε στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες με κάποιους τρόπους αναζήτησαν μια έστω μερική επαφή των φοιτητών με τα αμφιθέατρα.

Το παρόν κείμενο θα αναφερθεί κυρίως στην διάσταση της επιτάχυνσης και δευτερευόντως (ή υπαινικτικά) στη δεύτερη διάσταση του εξαιρετικά χαμηλού προβληματισμού στη χώρα μας από τις συνιστώσες της πανεπιστημιακής κοινότητας.

Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ και η αντιμετώπισή της με τα λοκντάουν και την φυσική αποστασιοποίηση χτύπησε την καρδιά του πανεπιστημίου ως κοινότητας. Το πανεπιστήμιο είναι κοινότητα ανθρώπων, κατά βάση νέων ανθρώπων, είναι κοινότητα γνώσης, είναι κοινότητα έρευνας, είναι δημόσιος χώρος. Η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία στην Ευρώπη των τελευταίων δεκαετιών είχε ως βασική στόχευση την διάλυση όλων των κοινωνικών διαστάσεων του πανεπιστημιακού θεσμού και την μετατροπή αφενός των πανεπιστημίων σε ιδιωτικοποιημένες δομές παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών, αφετέρου της γνώσης και της επιστήμης σε ατομοκεντρικές διαδικασίες κατά τις οποίες τα άτομα-διδάσκοντες, τα άτομα-ερευνητές, τα άτομα-φοιτητές θα λειτουργούν ανταγωνιστικά επιδιώκοντας υποτιθέμενες «καινοτομίες» υποθετικά «αριστεύοντας». Υπό αυτήν την έννοια, η πανδημία ως πραγματικό παγκόσμιο πρόβλημα πρόσφερε μια θαυμάσια ευκαιρία επιτάχυνσης της εμπέδωσης της ατομοκεντρικής και κατακερματισμένης θεώρησης της επιστήμης και του πανεπιστημίου. Καμιά «καθολικότητα», κανένα universalium (από όπου το universitas) δεν επιτυγχάνεται από απομονωμένους σπουδαστές μπροστά στις οθόνες τους με πρόσβαση στις βιβλιογραφικές πηγές, μόνο εάν είναι ψηφιοποιημένες (και ελεύθερες στην πρόσβαση).

Ειδικά στην Ελλάδα, όπου για ιστορικούς, πολιτικούς και πιθανόν πολιτισμικούς λόγους η ατομοκεντρική θεώρηση και το «πανεπιστήμιο-επιχείρηση» δεν είχε επιβληθεί εντελώς, η περίοδος της πανδημίας πρόσφερε και μια χρυσή ευκαιρία για να νομοθετηθούν (τουλάχιστον!) εκείνες οι προϋποθέσεις που θα μας απάλλασσαν από τους «αναχρονισμούς» του μαζικού πανεπιστημίου, των πολλών θεωρητικών σχολών, της δυνατότητας πρόσβασης μέσω εξετάσεων ελέγχου κάποιων θεμελιωδών γνώσεων και όχι μέσω διδάκτρων. Έτσι, η κυβέρνηση μεσούσης της πανδημίας, τον χειμώνα του 2021 και με κλειστά τα πανεπιστήμια και τα σχολεία ψήφισε τον νόμο 4777/2021, με τον οποίο επιβλήθηκαν: α) το σώμα της πανεπιστημιακής αστυνομίας στα κεντρικά ιδρύματα της χώρας (πανευρωπαϊκή πρωτοτυπία αλλά κοινή πρακτική στη γειτονική «δημοκρατική» Τουρκία), β) η μείωση των εισακτέων μέσω της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής και γ) πειθαρχικό δίκαιο για τα αδικήματα των φοιτητών που τοποθετεί σε ρόλο ανακριτή τους πανεπιστημιακούς δασκάλους.

Η γνώση είναι συλλογικό προϊόν, παράγεται στην κοινότητα, πρέπει να είναι προσβάσιμη σε  όλους, ανεξάρτητα από ταξική καταγωγή, γιαυτό το δημόσιο πανεπιστήμιο δεν θα σβήσει τόσο εύκολα. Γιατί ελεύθερο πανεπιστήμιο είναι το πανεπιστήμιο που απελευθερώνει

Παράλληλα με τον νόμο 4763/2020 έδωσε το δικαίωμα σε ένα «Αυτοτελές Τμήμα Εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας» (sic) του Υπουργείου Παιδείας να εντέλλει τα πανεπιστημιακά τμήματα να αποδίδουν, κατόπιν ορισμένων εξετάσεων, επαγγελματική ισοτίμηση σε αποφοίτους κολλεγίων της ημεδαπής (τα γνωστά κολλέγια με δικαιόχρηση) ή της αλλοδαπής, δηλαδή να εξισώνουν τα πτυχία των κολλεγίων με εκείνα των ελληνικών πανεπιστημιακών τμημάτων.

Με άλλα λόγια, το Υπουργείο Παιδείας άλλαξε το σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια μεσούσης της χρονιάς (πρωτοφανές για τα τελευταία 40 χρόνια) και μάλιστα στους φετινούς μαθητές της Γ’ Λυκείου, οι οποίοι διέκοψαν την Β’ Λυκείου τον Μάρτη του 2020 και έκαναν μαθήματα επί πέντε μήνες στην Γ’ Λυκείου μέσω webex. Μειώνει  φέτος τους εισακτέους κατά περίπου 15 με 20 χιλιάδες σε αυτήν την τόσο επιβαρυμένη γενιά υποψηφίων, με βασικό επιχείρημα ότι δεν μπορούν να εισάγονται φοιτητές με βαθμούς κάτω από τη βάση. Όμως, την ίδια στιγμή θέλει να επιβάλει στα πανεπιστημιακά τμήματα να εξισώνουν «χαρτιά» κολλεγίων (που δεν αξιολογούνται, όπως κατά κόρον αξιολογούνται τα πανεπιστημιακά τμήματα), στα οποία οι σπουδαστές φοιτούν μόνο με δίδακτρα και προφανώς χωρίς εξετάσεις εισαγωγής. Αυτή η πολιτική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με πολλούς τρόπους. Κυρίως, είναι θρασύδειλη.

ΑΠΟ ΟΛΕΣ αυτές τις διαστάσεις της νομοθετικής μανίας, τον δημόσιο διάλογο απασχόλησε κυρίως η πανεπιστημιακή αστυνομία. Δικαιολογημένο, ως έναν βαθμό, λόγω του εξωφρενικού του πράγματος. Από ένα σημείο και μετά, όμως, η καταγγελία της αστυνομίας από τους δημοκρατικούς ανθρώπους και την Αριστερά εν γένει λειτούργησε και ως άλλοθι για την βασική συμφωνία –ή στην καλύτερη περίπτωση την αμηχανία– μπροστά στις άλλες διαστάσεις της κυβερνητικής πολιτικής. Άλλωστε, η «εξίσωση» με τα κολλέγια, η ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημιακών δομών, η ταξινόμηση των σχολών σε υψηλής και χαμηλής ζήτησης υπήρξαν συστατικά στοιχεία της πολιτικής όλων των κυβερνήσεων (με αποχρώσεις) την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία. Επομένως, η αυτονόητη καταγγελία της πανεπιστημιακής αστυνομίας συγκάλυψε την βασική συμφωνία στις άλλες πλευρές της διάλυσης του δημόσιου πανεπιστημίου, από άλλες πολιτικές δυνάμεις αλλά και από ακαδημαϊκούς κύκλους που υλοποιούν την εμπορευματοποίηση της γνώσης και της έρευνας. Σήμερα, τόσο στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όσο και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών λειτουργούν ήδη αγγλόφωνα τμήματα με δίδακτρα για μη Έλληνες φοιτητές, ενώ από χρόνια με δίδακτρα λειτουργούν πολλά Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών. Εάν δεν αναφερθούμε προς στιγμή στο ποιες επιστημονικές προδιαγραφές πρέπει να πληροί ένα πανεπιστημιακό τμήμα και στο τι το διαφοροποιεί από σεμινάριο κατάρτισης, το σίγουρο είναι ότι το τοπίο που διαμορφώνεται για τα επόμενα χρόνια είναι: διαρκής υποχρηματοδότηση των δημόσιων δομών (π.χ. ενώ ο μέσος όρος φοιτητών   ανά διδάσκοντα στην Ευρώπη είναι 13,2, στην Ελλάδα είναι 44,4, στοιχεία 2018) και ιδιωτικοποιημένες δομές (εντός και εκτός των ΑΕΙ) που θα πουλάνε εκπαιδευτικές υπηρεσίες.

Σε αυτά τα συμφραζόμενα, η εκκωφαντική σιωπή των πανεπιστημιακών δασκάλων για την επιστροφή στη δια ζώσης διδασκαλία (εκτός από τους λογικούς και αναμενόμενους φόβους μπροστά στο άγνωστο της πανδημίας) δεν μπορεί να ερμηνευτεί παρά μόνο ως αποδοχή (λόγω ωφελημάτων ή λόγω αδυναμίας διατύπωσης μιας βιώσιμης εναλλακτικής) των βασικών πυλώνων του «πανεπιστημίου-πλατφόρμα», ως τμήματος της προσαρμογής στην μεταμοντέρνα παγκοσμιοποιητική παραγωγή γνώσης και επιστήμης και των «παραφυάδων» της στον βαλκανικό νότο. Ίσως δεν έχουμε αντιληφθεί ότι η καταστολή δεν αφορά μόνο τα σώματα της πανεπιστημιακής αστυνομίας, αλλά σε λίγο θα αφορά το τι επιτρέπεται να διδάσκουμε.

Όμως… Η γνώση είναι συλλογικό προϊόν, παράγεται στην κοινότητα, πρέπει να είναι προσβάσιμη σε  όλους, ανεξάρτητα από ταξική καταγωγή, γιαυτό το δημόσιο πανεπιστήμιο δεν θα σβήσει τόσο εύκολα. Γιατί ελεύθερο πανεπιστήμιο είναι το πανεπιστήμιο που απελευθερώνει. Με δυο λόγια, επιστροφή στα βασικά!

* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!