Οι συντηρητικοί συντάσσονται ένθερμα με τον Ντόναλντ Τραμπ, τον αλλοπρόσαλλο πολυεκατομμυριούχο και οι προοδευτικοί νέοι υποστηρίζουν με εντυπωσιακές συγκεντρώσεις τον γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς, που λανσάρεται ως σοσιαλιστής! Ανεξάρτητα από το ποιος θα πάρει τελικά το χρίσμα των Δημοκρατικών και ποιος των Ρεπουμπλικάνων, γιατί πέρα από τον ενθουσιασμό και τον αυθορμητισμό των πολιτών, υπάρχει και το σύστημα με τους μεγαλοχορηγούς, την τηλεόραση και τις ασφαλιστικές δικλείδες των κομμάτων, γεγονός είναι ότι οι προτιμητέοι των κύκλων εξουσίας για πρώτη φορά ζορίζονται τόσο πολύ απέναντι στα αουτσάιντερ που αναδείχτηκαν σε πρωταγωνιστές και σοβαρούς διεκδικητές από την ίδια την κοινωνία.

Αλλά γιατί συμβαίνει αυτό στη μεγαλύτερη και πλουσιότερη δύναμη στον κόσμο; Αμέτρητα άρθρα γράφονται για το φαινόμενο της δυσαρέσκειας του κόσμου που δεν ανταποκρίνεται στην εικόνα της υπερδύναμης. Οι αξίες στα χρηματιστήρια είναι στα ύψη, η ανεργία σε χαμηλό επίπεδο και η Αμερική παραμένει πρώτη στην καινοτομία. Γιατί, λοιπόν, οι πιο ενεργοί και δραστήριοι πολίτες προτιμούν υποψήφιους που εμφανίζονται σαν ριζοσπάστες αρνητές της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων; Για πρώτη φορά, σ’ αυτή την κλίμακα, οι ηγεσίες των κομμάτων, οι μεγαλοχορηγοί και οι τηλεοράσεις δεν ελέγχουν εξ ολοκλήρου την επιλογή των υποψηφίων για το χρίσμα. Για πρώτη φορά, δύο υποψήφιοι με μεγάλο προσωπικό ρεύμα καταγγέλλουν τόσο εμφατικά το πολιτικό κατεστημένο, ακόμα και το ίδιο τους το κόμμα, και εξαγγέλλουν αλλαγές που ξεφεύγουν από τα όρια του επιτρεπτού.

Είναι φανερό ότι δεν πρόκειται απλώς για μια στροφή σε πολιτικούς που τα λένε έξω από τα δόντια. Εκφράζει περισσότερο μια αποστροφή σε μια κατάσταση πραγμάτων και σε ένα κατεστημένο που νοσούν βαθιά και έχουν κάνει τη ζωή των πολιτών πολύ χειρότερη απ’ ό,τι θα μπορούσε κανείς να υποθέσει από τα στατιστικά στοιχεία και τις εκτιμήσεις των ειδικών αναλυτών, των κρατικών φορέων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

Είναι γνωστό ότι κοντά πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι τρώνε με κουπόνια, αλλά αυτοί που συρρέουν στις συγκεντρώσεις του Τραμπ και του Σάντερς γεμίζοντας στάδια των είκοσι χιλιάδων ανθρώπων και υπολογίζονται σε πολλά εκατομμύρια ψηφοφόρους δεν ανήκουν -στην πλειοψηφία τους- σ’ αυτούς που δεν έχουν να φάνε. Ανήκουν κυρίως στα μεσαία στρώματα που αποτελούν τον κορμό της αμερικάνικης κοινωνίας, από νοικοκυραίους, υπαλλήλους και ελεύθερους επαγγελματίες, μέχρι φοιτητές και αποφοίτους πανεπιστημίων με πτυχία και περγαμηνές.

Αυτός ο κορμός έχει φτάσει και έχει ξεπεράσει τα όρια της αγανάχτησης. Από τα δυσβάσταχτα δάνεια για τις σπουδές, σαν μαζικό καρκίνωμα περιγράφονται, που σε ακολουθούν μέχρι τα βαθιά γεράματα ή από την πολύχρονη στασιμότητα των μισθών και από ένα εκτεταμένο πλέγμα κοινωνικών προβλημάτων που αποτελούν βραχνά δημιουργώντας τεράστια ανασφάλεια στους πολίτες. Όλες οι κατακτήσεις και τα επιτεύγματα είναι εύθραυστα. Η εμπιστοσύνη στους πολιτικούς βρίσκεται στο ναδίρ. Τεράστια τμήματα του πληθυσμού έχουν προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας, εξάρτησης από νόμιμες και παράνομες ναρκωτικές ουσίες, επιπτώσεις από τη μόλυνση του περιβάλλοντος, πτώση ηθικού από το φιάσκο στην εξωτερική πολιτική, φόβο για τους ξένους και πολλά άλλα. Και, στην καρδιά των προβλημάτων, η υπόνοια ότι όλο το οικονομικό οικοδόμημα της Αμερικής δεν είναι τόσο στέρεο όσο το παρουσιάζουν οι επίσημοι, σπρώχνει τη σιωπηλή πλειοψηφία στα κάγκελα!

 

Καπιταλισμός εν. καπιταλισμού

Η Rana Foroohar, σε σειρά άρθρων, εκθέτει τις σοβαρές αδυναμίες της αμερικάνικης οικονομίας αποκαλύπτοντας την πραγματική κατάσταση που βιώνουν οι πολίτες και προβλέπει την τεκμηριωμένη πιθανότητα μίας επερχόμενης μέγα-κρίσης που θα εξαφανίσει πλούτο και θα υποβαθμίσει ακόμα περισσότερο τη ζωή των πολιτών. «Επτά χρόνια μετά την οικονομική κρίση, με τρισεκατομμύρια δολάρια να έχουν διοχετευτεί στην παγκόσμια οικονομία από τους κεντρικούς τραπεζίτες, θα περίμενε κανείς περισσότερη ανάπτυξη και μεγαλύτερο πληθωρισμό», επισημαίνει η εξαιρετική οικονομική συντάκτρια του περιοδικού Time. Η ανάπτυξη, όμως, είναι ισχνή και ο μικρός πληθωρισμός δείγμα αδύνατης οικονομίας. «Ο ‘’Αμερικάνικος Δείκτης Οικονομικής Εμπιστοσύνης’’ έχει κάνει βουτιά και οι οικονομολόγοι έχουν αναθεωρήσει τις προσδοκίες ανάπτυξης προς τα κάτω» εντείνοντας την αβεβαιότητα για το άμεσο μέλλον. «Το πρόβλημα για τους καταναλωτές στις ΗΠΑ είναι ότι οι χαμηλότερες τιμές στα τρόφιμα και στο πετρέλαιο δεν έχουν εξισορροπήσει τους στάσιμους μισθούς και οι καταναλωτές δεν έχουν χρήματα για να ξοδέψουν.»

«Το βασικό χαρακτηριστικό στην παγκόσμια οικονομία είναι το ίδιο με αυτό που επέφερε την κρίση του 2008: πολύ, μα πάρα πολύ κακό χρέος. Υπάρχει ένα χωρίς προηγούμενο ποσό δημόσιου, ιδιωτικού και καταναλωτικού χρέους παγκοσμίως που ανέρχεται σύμφωνα με το McKinsey Global Institute στο συγκλονιστικό μέγεθος των 199 τρισεκατομμυρίων δολαρίων! Κατά 57 τρισ. μεγαλύτερο από το χρέος πριν από την κρίση.» Κι αυτό σημαίνει ότι «έχουμε μια παγκόσμια οικονομία που κινείται περισσότερο από το χρέος παρά από την παραγωγική επένδυση».

Σε μια οικονομία που στηρίζεται κατά 70% στην εσωτερική κατανάλωση, η ανασφάλεια, η στασιμότητα στους μισθούς και η γήρανση του πληθυσμού περιορίζουν τις δαπάνες των καταναλωτών. Επίσης, «οι κάτοχοι των μετοχών και της έγγειας ιδιοκτησίας αποτελούν ένα μικρό κομμάτι του πληθυσμού. Το πλουσιότερο 20% έχει στην κατοχή του περίπου το 80% του συνόλου των μετοχών.» Κι αυτή η κατάσταση χειροτερεύει με κάθε «ευκαιρία». Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι εταιρίες ιδίων κεφαλαίων αγόρασαν πάρα πολλές ιδιοκτησίες που είχαν βγει στο σφυρί από αδυναμία αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων, εντείνοντας τη συγκεντροποίηση του πλούτου υπέρ των ολίγων και την παραπέρα φτωχοποίηση των πολλών.

Αυτή η ανισότητα που συνεχώς μεγαλώνει εμποδίζει την ανάκαμψη της αμερικάνικης οικονομίας. Εντωμεταξύ, «το ρευστό και οι επενδύσεις μεταφέρονται στο εξωτερικό, ενώ στο εσωτερικό μεγαλώνει το χρέος. Περίπου το μισό των διαθεσίμων των μεγάλων αμερικανικών εταιριών φυλάσσεται στο εξωτερικό για να μην πληρώνουν τους υψηλότερους φόρους στις ΗΠΑ.» Επιπλέον, «οι εταιρίες θέλουν να επενδύουν εκεί όπου η ανάπτυξη θα είναι μεγαλύτερη και όχι μόνο οι φορολογικοί συντελεστές χαμηλότεροι».

Αλλά και το χρέος των εταιριών είναι πελώριο, αγγίζοντας το 30% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. «Οι οντότητες που ελέγχουν αυτό το χρέος δεν είναι οι γνωστές τράπεζες της Wall Street, αλλά ο μη ρυθμιζόμενος κανονιστικά σκιώδης τραπεζικός τομέας, που περιλαμβάνει αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου, διαχειριστές επενδυτικών αγαθών και επενδυτές χρηματαγοράς, των οποίων το μερίδιο αυξήθηκε παγκοσμίως κατά 18 τρισεκατομμύρια δολάρια από το 2007 για να φτάσει τα 80 τρισ. το 2014. Αυτό το χρέος δεν εξαφανίστηκε, απλά είναι δυσκολότερο να το ανιχνεύσεις. Το μεγαλύτερο μέρος απ’ αυτά τα δανεισμένα χρήματα κατέληξε στις τσέπες των επενδυτών και όχι στους μισθούς των εργαζομένων ή σε επενδύσεις στην πραγματική οικονομία όπως είναι τα νέα εργοστάσια και η έρευνα και ανάπτυξη. Αυτή η συνταγή είναι διπλά προβληματική επειδή ενθαρρύνει τον κύκλο της ανισότητας.» Συνταγή που πηγάζει από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. «Το υπουργείο Οικονομικών επέτρεψε στους επενδυτές να επιδιώκουν μεγαλύτερες αποδόσεις για τα κεφάλαια που διαχειρίζονται, επενδύοντας σε μετοχές υψηλού ρίσκου, που σημαίνει ότι, πραγματικά, είναι πολλές οι πιθανότητες τα χρήματα από τα οποία εξαρτώνται οι συντάξεις να βρίσκονται σε κεφάλαια χαμηλής ασφάλειας, με δεδομένο ότι τα συνταξιοδοτικά κεφάλαια έχουν τοποθετηθεί μαζικά σε τέτοιες επενδύσεις τα τελευταία χρόνια.»

Αλλά παράλληλα αυξάνεται και το κρατικό χρέος, φτάνοντας στο 74% του ΑΕΠ με πρόβλεψη να φτάσει το 100% μέσα σε δύο δεκαετίες, το υψηλότερο στην ιστορία των ΗΠΑ. Αυτό το επίπεδο χρέους θα κάνει όλο και πιο δύσκολη την πληρωμή των τόκων του. Αυτό, με τη σειρά του, θα υπονομεύσει τη θέση των ΗΠΑ στη χρηματοπιστωτική αγορά με ανυπολόγιστες συνέπειες για την ισχύ του δολαρίου, τη μείωση του συσσωρευμένου πλούτου κ.λπ. Εντωμεταξύ, πολιτικές που θεωρούνταν σωτήριες έχουν δοκιμαστεί με μικρή έως καμία επιτυχία, όπως η μείωση των φόρων επί θητείας George W. Bush, αλλά και επί Ομπάμα μετά την κρίση.

 

Πλήρης μπαχαλοποίηση

Οι προτάσεις που γίνονται από πολλούς οικονομολόγους και πολιτικούς, αλλά και δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, για βαθιά αλλαγή του μοντέλου, με περιορισμό των ανισοτήτων, απομάκρυνση από την εξάρτηση του χρέους και ενθάρρυνση της αποταμίευσης, στροφή στην πραγματική οικονομία, αύξηση των μισθών, μεγαλύτερη φορολόγηση του πλούτου, κατάργηση ενός πλέγματος επιδοτήσεων υπέρ των ολιγοπωλίων κ.λπ., ενώ γενικά θεωρούνται σωστές, αναγκαίες και επείγουσες, οι δυσκολίες για την εφαρμογή τους είναι αξεπέραστες επειδή το σύστημα έχει δομηθεί μ’ αυτό τον τρόπο και οι κερδοσκόποι όντας πανίσχυροι καθορίζουν τους όρους λειτουργίας των αγορών. Και, βέβαια, δεν μιλάμε για σοσιαλισμό, αλλά για προσπάθεια επιδιόρθωσης και διάσωσης του καπιταλισμού από τον ίδιο τον εαυτό του.

«Τίποτα απ’ αυτά δεν μπορεί να γίνει εύκολα, καθώς υπάρχουν τα πανίσχυρα λόμπι που θα πολεμήσουν για να διατηρηθεί το ισχύον καθεστώς», τονίζει η Rana Foroohar. «Το πιο αποκρουστικό γεγονός είναι ότι εκείνοι που βγάζουν λεφτά από τα λεφτά φορολογούνται με χαμηλότερους συντελεστές απ’ αυτούς που κάνουν μια εργασία για να κερδίσουν λεφτά. Η φορολογία των μισθών είναι μεγαλύτερη από τη φορολογία για τα κέρδη από επενδύσεις. Αυτό το σύστημα επιδοτεί τους πλούσιους.»

Μπορεί οι πολίτες να μην καταλαβαίνουν τον δαιδαλώδη κόσμο της οικονομίας της αγοράς, αλλά αντιλαμβάνονται βιωματικά, έχουν εντονότατη την αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά. Εξ ου και η στροφή δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, που δεν είναι αντικαπιταλιστές, σε υποψήφιους που υπόσχονται μια σημαντική αλλαγή. Στροφή προς τα δεξιά ή τα αριστερά που αποτελεί έκφραση της ίδιας γενικευμένης δυσαρέσκειας, αλλά εκδηλώνεται με αντίθετες επιλογές. Από τη μια με την απαίτηση για πιο αυταρχική διακυβέρνηση, μεγαλύτερη σκληρότητα στους ξένους, τους διαφορετικούς και τους πιο αδύναμους και από την άλλη με μεγαλύτερη ισότητα και δικαιοσύνη.

Συμπερασματικά, η κορωνίδα του καπιταλισμού είναι πολύ ισχυρή και πολύ σαθρή ταυτόχρονα. Με την κοινωνία φοβισμένη και αγαναχτισμένη και την ολιγαρχία αποφασισμένη να διατηρήσει τα προνόμια της μέχρις εσχάτων.

Για τους πολίτες στην Ευρώπη, είναι πολύ ανησυχητικό ότι εάν κλείσει η Συμφωνία Διατλαντικού Εμπορίου (TIIP) που μαγειρεύεται μυστικά μεταξύ ΗΠΑ-Ε.Ε., αυτή η καπιταλιστική μπαχαλοποίηση που εξυπηρετεί τις άρχουσες ολιγαρχίες θα εφαρμοστεί εξίσου άγρια στην ευρωπαϊκή ήπειρο με καταστροφικά αποτελέσματα για όλες τις κοινωνίες.

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!