Τα πεδία στα οποία θα δοκιμαστεί η σχέση κυβέρνησης και δανειστών – Στην ημερήσια διάταξη παλιοί και νέοι ακραίοι γερμανικοί πειραματισμοί

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

 

Στις 8 Ιανουαρίου, όταν πια οι συμπαθείς καλικάντζαροι θα έχουν αποσυρθεί πάλι στα έγκατα της γης, για να συνεχίσουν να πριονίζουν το Δέντρο της Ζωής, στην Αθήνα θα αναμένονται οι εκπρόσωποι του κουαρτέτου. Θα κάνουν περίπου τη δουλειά των καλικάντζαρων, αλλά χωρίς το σκανταλιάρικο στυλ τους. Θα μελετήσουν εξονυχιστικά το κυβερνητικό σχέδιο για το Ασφαλιστικό, θα ζητήσουν ανάλογα σχέδια για τα κόκκινα δάνεια και τους όρους πώλησής τους και θα απαιτήσουν να προσδιοριστούν μέτρα ύψους 2,9 δισ. ευρώ για την τριετία 2016-2018. Τα οποία θα πρέπει να αποτυπωθούν στο νέο Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα (2016-2019) που θα τεθεί με άλλα μνημονιακά νομοθετήματα στη δοκιμασία της κοινοβουλευτικής έγκρισης.

Θεωρητικά, αυτή η «επιθεώρηση λόχου» θα αποτελέσει το εισιτήριο για την έναρξη της πρώτης αξιολόγησης του 3ου Μνημονίου, από την οποία εξαρτάται η εκταμίευση δανειακών δόσεων άνω των 10 δισ. μέσα στο πρώτο τρίμηνο του έτους. Και η υποδοχή που θα επιφυλάξουν οι εκπρόσωποι των δανειστών ειδικά στο κυβερνητικό σχέδιο για το Ασφαλιστικό θα αποτελέσει τεστ για το πολιτικό κλίμα στις σχέσεις της κυβέρνησης με το κουαρτέτο και, κατ’ επέκταση, με την ευρωπαϊκή και ειδικά τη γερμανική ηγεσία.

Υπάρχουν τέσσερα πεδία, στενά συναρτημένα μεταξύ τους, τα οποία θα αποτελέσουν βαρόμετρα για τις σχέσεις αυτές στη διάρκεια του 2016.

 

Η πρώτη αξιολόγηση

Πρώτο πεδίο είναι η διάρκεια της αξιολόγησης. Τυπικά, μπορεί να αποτελέσει υπόθεση λίγων ημερών. Στην πράξη, μπορεί να εξελιχθεί σε ένα μακρόχρονο θρίλερ, που να συρθεί ακόμη και μέχρι το καλοκαίρι, με όλες τις παρενέργειες στο πρόγραμμα, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτικών. Το μέτωπο των δανειστών δεν είναι αρραγές στο πεδίο αυτό, αν και καμιά συνιστώσα τους δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «σύμμαχος» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Είναι, όμως, σαφής και σταθερά καταγραφόμενη η στάση του κέντρου περί τον Β. Σόιμπλε ο οποίος όχι μόνο διατηρεί, αλλά διευρύνει την απειλή του Grexit με εκδοχές που απορρέουν και από το Προσφυγικό. Ο ίδιος έχει επιτύχει να αντιστρέψει πλήρως την προσπάθεια της κυβέρνησης για έναν ευνοϊκό συμψηφισμό προσφυγικής και δημοσιονομικής πίεσης, επαναφέροντας μέσω του Γερμανού προέδρου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος Μ. Βέρνερ το δίλημμα: «Ή παράδοση των συνόρων σας στη Frontex ή αποβολή από τη Σένγκεν».

Ανεξάρτητα από τις θορυβώδεις κυβερνητικές αντιδράσεις στις δηλώσεις Βέρνερ, το γεγονός είναι ότι η Frontex βρίσκεται ήδη, με διευρυμένη αποστολή, στα ελληνικά νησιά και στα σύνορα με τη FYROM, και μάλιστα με αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης. Όμως, και αυτό καθεαυτό το Grexit δεν έχει φύγει καθόλου από την ατζέντα των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις του επικεφαλής του Οικονομικού Συμβουλίου του CDU, του ισχυρού επιχειρηματικού κλαμπ στο κόμμα της Μέρκελ. Αν, λοιπόν, εντός του κουαρτέτου επικρατήσει η γερμανικής επιρροής τακτική, η κυβέρνηση θα πρέπει να προετοιμάζεται για μακρόσυρτη, σκληρή αξιολόγηση.

 

Η ρύθμιση του χρέους

Δεύτερο πεδίο-βαρόμετρο στις σχέσεις κυβέρνησης και δανειστών είναι το χρέος. Κι αυτό εξαρτάται απολύτως από την έκβαση της πρώτης αξιολόγησης, επομένως το χρονοδιάγραμμα διευθέτησής του είναι ανοικτό. Η γερμανική σκιά πέφτει κι εδώ βαριά, μια και το σύνολο των Ευρωπαίων δανειστών έχει αποκλείσει κάθε άλλη λύση πλην της επιμήκυνσης του χρέους. Παραδόξως, μάλιστα, η πλευρά Σόιμπλε έχει επιτύχει να μετατρέψει σε πλεονέκτημα το μειονέκτημα του ΔΝΤ και της «απειλής» εξόδου του από το ελληνικό πρόγραμμα, την οποία εμφανίζεται να διεκδικεί και η ελληνική κυβέρνηση, Το γερμανικό σχέδιο φιλοδοξεί να χρησιμοποιήσει την Ελλάδα ως μοντέλο διαχείρισης για το ευρωπαϊκό χρέος, με τον ESM σε ρόλο ευρωπαϊκού ΔΝΤ. Δηλαδή, αφενός έσχατου δανειστή και αφετέρου υπεράνω ελέγχου δημοσιονομικού επιτηρητή. Το αντάλλαγμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια επιμήκυνση της αποπληρωμής για τις χρονιές με αυξημένη δαπάνη τοκοχρεολυσίων και μια διευθέτηση επιτοκίων με μερική κεφαλαιοποίησή τους.

 

Η θέση του ΔΝΤ

Τρίτο πεδίο, η σχέση με το ΔΝΤ. Δεν επηρεάζεται ευθέως από το χρονοδιάγραμμα της πρώτης αξιολόγησης, μια και το Ταμείο συμμετέχει στο 3ο Μνημόνιο μόνο ως «τεχνικός σύμβουλος». Εξαρτάται, όμως, από τη διευθέτηση του χρέους. Όσο οι Ευρωπαίοι δανειστές δεν δίνουν στο ΔΝΤ τη «λύση» που απαιτεί, το Ταμείο θα μένει «μακριά κι αγαπημένο». Αν, ωστόσο, η λύση που δώσουν οι Ευρωπαίοι αντιστοιχεί στο γερμανικό σενάριο, πρέπει να θεωρείται δεδομένο το «βελούδινο διαζύγιο». Μια ισχυρή ένδειξη γι’ αυτό δίνει το δημοσιονομικό νομοσχέδιο που ψηφίστηκε προ ημερών στο αμερικανικό Κογκρέσο, το οποίο περιλαμβάνει διατάξεις για τη μεταρρύθμιση του ΔΝΤ. Πέρα από τον διπλασιασμό του «κουμπαρά» του και την αναδιάταξη των δικαιωμάτων ψήφου υπέρ των αναδυόμενων οικονομιών, οι διατάξεις περιλαμβάνουν αυστηρότερα κριτήρια για τη βιωσιμότητα του χρέους των υποψήφιων για ενίσχυση χωρών και άρση των «έκτακτων όρων» με τους οποίους το ΔΝΤ δάνεισε την Ελλάδα το 2010. Κάθε μελλοντική ενίσχυση προϋποθέτει έγκριση του αμερικανικού Κογκρέσου. Η εξέλιξη αυτή, αν και αφορά εκκρεμότητα πέντε ετών, μπορεί να διαβαστεί και σαν οδικός χάρτης εξόδου του ΔΝΤ από Ελλάδα και Ευρώπη. Το γιατί σ’ αυτό το στόχο μπορεί να συμπίπτουν η Ουάσιγκτον, το Βερολίνο, αλλά και η Αθήνα είναι υπόθεση ενός αρκετά περίπλοκου παρασκηνίου, με γεωπολιτικό και γεωοικονομικό υπόστρωμα.

 

Η στάση της ΕΚΤ

Τέταρτο πεδίο στο οποίο θα κριθούν οι σχέσεις κυβέρνησης- δανειστών το 2016 είναι η στάση της ΕΚΤ απέναντι στην Ελλάδα. Η ηγεσία της ΕΚΤ αντιμετωπίζει το ελληνικό ζήτημα εργαλειακά – και όχι ως διαρθρωτικό πρόβλημα της Ευρωζώνης. Καθώς έχει στα χέρια της την καυτή πατάτα της διόλου αποδοτικής ποσοτικής χαλάρωσης, επιβαρυμένης από την αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων από τη μία πλευρά και την κινεζική επιβράδυνση από την άλλη, είναι υποχρεωμένη να εξαντλήσει τα όρια της νομισματικής πολιτικής, με την ελπίδα να προσελκύσει κεφάλαια -προφανώς κερδοσκοπικά- που εγκαταλείπουν ΗΠΑ, Κίνα και αναδυόμενες οικονομίες. Σ’ αυτό το πλαίσιο δεν αποκλείεται η ΕΚΤ να μπει στον πειρασμό να επαναλάβει το «πείραμα» του 2014, οπότε επένδυσε στο εικονικό success story της κυβέρνησης Σαμαρά, ευνοώντας την πρώτη και τελευταία από το 2010 έξοδο στις αγορές. Ο Μ. Ντράγκι, αν και πανταχόθεν βαλλόμενος για το αμφιλεγόμενο πρόγραμμά του, έχει ήδη προδιαθέσει για αποδοχή των μειωμένης εγγύησης ελληνικών ομολόγων έναντι ρευστότητας, ενώ σε δεύτερο χρόνο θα πρέπει να δώσει χρονοδιάγραμμα ένταξής τους στην ποσοτική χαλάρωση. Θα περιμένει την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης ή θα το κάνει ανεξάρτητα από αυτήν και σε «συνομιλία» με τις αγορές, επιχειρώντας με ένα νεύμα να κάνει κάπως ελκυστικότερα τα ελληνικά ομόλογα; Και θα το κάνει με την ανοχή ή σε αντίθεση με το Βερολίνο, με το οποίο έχει ήδη ανοικτά μέτωπα στα θέματα του ευρωπαϊκού χρέους και της τραπεζικής ένωσης;

Όλα αυτά, φυσικά, δεν αποτελούν παρά σενάρια. Με αρκετές ενδείξεις, αλλά πάντα σενάρια. Είναι άγνωστο αν, έστω και σ’ αυτό το θεωρητικό επίπεδο, απασχολούν τις επεξεργασίες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ή κάποιο στενότερο επιτελείο της. Η ιλαρότητα με την οποία περιδινούνται τα κυβερνητικά στελέχη στη «Λεβεντιάδα», για παράδειγμα, δεν επιτρέπει καμιά αισιοδοξία. Τα τέσσερα πεδία-βαρόμετρα προϊδεάζουν για αντίστοιχα χαμηλά βαρομετρικά το 2016.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!