του Νίκου Σταθόπουλου*

Ο νέος διοικητής της ΕΥΠ δηλώνει το αυτονόητο, ότι κάθε πολιτικός είναι δυνάμει παρακολουθούμενος. Παλιότερα, ένας μεγαλοβαθμοφόρος της Αστυνομίας, σε συγκέντρωση στα Προπύλαια, είχε ξεκαθαρίσει ότι «έτσι κι αλλιώς είστε όλοι κρατούμενοι».

Η γενικευμένη ηλιθιότητα του συστημικού ρεαλισμού αδυνατεί να αντιληφθεί ότι αυτό σημαίνει κράτος: μια διαχωρισμένη δομή βίας που αρθρώνεται στην τελεολογία της ταξικής μονομέρειας. Από κει και πέρα, το κράτος, αντικείμενο διαχείρισης από το «πολιτικό προσωπικό» θα εκδηλώσει τα εγγενή του με μια ποικιλία όψεων, αποχρώσεων και βαθμών έντασης.

ΟΙ ΥΠΟΚΛΟΠΕΣ είναι μια σταθερή παράμετρος του δομικού άρχειν στην ταξική κοινωνία, είναι μια ανάγκη και «ανάγκη» που συνδέεται με την «αρχή της ασφάλειας» σε όλο το φάσμα της, ασφάλεια από «τον Τούρκο» και ασφάλεια «από τον Κουφοντίνα». Στο ενδιάμεσο, οι μηχανισμοί και οι τεχνολογίες χρησιμοποιούνται «δια πάσαν χρήσιν» σχετιζόμενη και με ιδιαίτερες κομματικοκυβερνητικές ανάγκες. Όπως υπάρχει η (διαλεκτική) αυτονομία του Πολιτικού έτσι υπάρχει και η αυτονομία του Κομματικού-Διαχειριστικού. Δηλαδή μέσω των υποκλοπών και οι κομματικές ζυμώσεις θα ελεγχθούν από την κυβέρνηση, και η υπόθεση Novartis θα «παρακολουθείται» (π.χ. συζητήσεις δικαστικών-ερευνητών).

Χιλιοειπωμένα αυτά, σαν μια τετριμμένη «θεωρία» εμβάθυνσης στο «πολιτικό φαινόμενο». Ωστόσο, με μια πλευρά όχι σωστά και ενδελεχώς μελετημένη στην παρούσα συγκυρία, κατά την οποία –με την ευνόητη ταχυδακτυλουργία του Θεάματος– η πολυοργανική κρίση του συστήματος και η διαλεκτική των στρατηγικών του, παραμορφώνονται σαν «κρίση δημοκρατίας και πλιατσικολόγησης του άρχειν από συμμορίες». Η ξεπεσμένη «πολιτική συνείδηση» του «λαού» τροφοδοτείται με «σκάνδαλα» που τελικά αφορούν «διεφθαρμένους» και όχι συστημικά έθη και σχέδια.

Το «πρόβλημα της Δημοκρατίας» απολυτοποιείται με όρους και εξιδανίκευσης και παραπλάνησης, επιβάλλοντας ένα πεδίο αντιθέσεων εντελώς αδιάφορο και βλακώδες. Δηλαδή μια «κλίκα» παρακολουθούσε έναν «δημοκράτη» ο οποίος υποστήριξε παντοιοτρόπως την κατάλυση των δημοκρατικών ουσιών εν ονόματι «μνημονιακής ανάκαμψης». Κι εμείς, τώρα, πρέπει να διαρρήξουμε τα ιμάτιά μας από ιεράν αγανάκτησιν και να αναλώσουμε χρόνο, ενέργεια και ζήλο για «ένα πουκάμισο αδειανό…». Θα πρέπει να αναγορεύσουμε σε «μείζον κίνητρο» της πολιτικής σύγκρουσης μια ακόμα ενδοσυστημική έριδα λιγότερο ή περισσότερο αποπλανητική και προσχηματική.

ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ το κρίσιμο σημείο ενδιαφέροντος στην υπόθεση; Είναι η σχέση της κοινωνίας με την «προτεραιοτητολογία» του οργανωμένου συστημικού φενακισμού: Τόνοι μελάνης και αμέτρητες εργατοώρες πληκτρολόγησης, για «αναλύσεις βάθους» περί των υποκλοπών, οι οποίες-αναλύσεις-ακόμα και οι «αμφισβητησιακές – ανατρεπτικές» υποβάλλουν μια «δημοκρατική ευλάβεια» και μοιραία συνιστούν «αλλαγή διαχειριστή. Έτσι ο καπιταλισμός μετατρέπεται σε «απλώς ένα σύστημα» το οποίο μια «χρηστή διαχείριση» μπορεί να το κάνει έως και ωφέλιμο! Ο ρεφορμισμός, πλέον, αναβαθμίζεται σε «πολιτισμική στρατηγική».

Έτσι, ο «υποκειμενικός παράγων», οι «κάτω» βρε αδελφέ, εσωτερικεύουν μια διαχειριστική πολιτική αίσθηση που όλο και πιο εκλογικευμένα εστιάζει τυφλωτικά σε επιλεγμένες πλευρές του «εποικοδομήματος» απομακρυνόμενη ιλιγγιωδώς από τους ριζικούς προσδιορισμούς. Το δόγμα είναι «το σύστημα είναι οι πλευρές του» οπότε και το ΄Ολον εξαφανίζεται (άρα ματαιώνεται a priori κάθε κοινωνική σύγκρουση σχεδιασμένης επέμβασης στο γίγνεσθαι) και ο «συντελεστής-Μεσσίας» παγιώνεται σαν «πολιτικό πρόγραμμα» : είναι το λυκόφως της πολιτικής σκέψης και η πρακτική «αποκινηματοποίηση» κάθε αγώνα.

Κι αν κάποιος καλοθελητής της παλιομοδίτικης «ανοιχτής σκέψης» αντείπει ότι «οι μαξιμαλισμοί και οι μονοσήμαντοι αναγωγισμοί ευνουχίζουν την επαναστατική διαλεκτική», θα του πούμε ότι στο σύγχρονο καπιταλισμό (ακόμα και τον εγχώριο «μεταβλάχικο») το «ταξικό μοντέλο των λειτουργιών – υπηρεσιών» (και όχι το «κλασικό» της Παραγωγής-Κατανάλωσης) δεν στεγανοποιεί τις αντιθέσεις και, επομένως, όταν διαχειρίζεται «λεπτομέρεια» μοντάρει σχεδιασμένα ολική «ψευδή συνείδηση».

Η «μαρινάκεια» άρχουσα τάξη περιφρονεί κάθε πολιτικό και πολιτισμικό ιερό επιβάλλοντας τη χυδαιότητα, το «κράτος εν κράτει» της πιο ξεφτιλισμένης δημοσιογραφίας του κόσμου μοντάρει με ωμή ξετσιπωσιά όποια «πραγματικότητα» θέλει, η ανομία διαχέεται σαν μεταστατική κακοήθεια εκτός ελέγχου, η εθνική υπόσταση είναι πια στο χρονοδιάγραμμα για «αναδιάταξη», οι τηλεχειριζόμενοι ανόητοι και «απόκληροι» δημιουργούν εστίες μελλοντικής πολυδιάσπασης του εθνικού χώρου

Ήγουν, το «δημοκρατικό πρόβλημα» δεν είναι όπως επί «Τις πταίει;», αλλά είναι οργανωμένη λειτουργία αναπαραγωγής του όλου «συγκροτήματος». Είναι όπως στη σύγχρονη εταιρική δομή : η εκδρομή του προσωπικού δεν είναι ένα «κατ’ εξαίρεσιν» όπως της Βουγιουκλάκη στο «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», αλλά είναι μια οργανωτικά και λογιστικά συνεκτιμώμενη άρθρωση της εταιρικής ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, υπάρχει πια μια «συμμετοχή», ένα «ανθρώπινο πρόσωπο», μια «κοινότητα υποκειμένων εν υπηρεσία». Όπου τα όντως αυτονόητα «καίγονται» και ως μόνο αληθές ισχύει οτιδήποτε δημιουργεί μια δυσλειτουργία εδώ και τώρα..το αόρατο βάθος της εταιρείας «μας» είναι πια στα συνειδησιακά αζήτητα και μόνο τα καθέκαστα της λειτουργικότητας έχουν κύρος πραγματικού. Αυτό, ακόμα, στην Ελλάδα δεν είναι ιδεολογικοποιημένο στην «κουλτούρα του καθημερινού» αλλά πλέον είναι ολοφάνερο στο αυθόρμητο των fbκικών αντιδράσεων.

Και όλα αυτά, τοποθετημένα στην Υπεροθόνη του γενικευμένου Θεάματος, «κατασκευάζουν» ένα σύγχρονο Υπήκοο με γνώμη, συμμετοχική βούληση, αίσθηση μερίδιου στην «κοινή κληρονομιά», άποψη για τα «μοντέλα διοίκησης», συναισθηματική αφοσίωση στη «μαμά Εταιρεία»(σε πολλές μεγάλες επιχειρήσεις των ΗΠΑ, μια φορά την εβδομάδα, οι εργαζόμενοι μαζεύονται σε αίθουσες, και με το συντονισμό «ειδικών ψυχολόγων» λέει καθένας μια «ιστορία από τη ζωή του στην εταιρική μας Οικογένεια»! Κι έτσι, όπως στις «ομαδικές θεραπείες», χαλκεύονται εσωτερικοί δεσμοί με πολλαπλούς αντίκτυπους…).

Το «σκάνδαλο των υποκλοπών» εν Ελλάδι είναι απλώς ένα συγκυριακό εργαλείο για την ανακατανομή της πολιτικής εξουσίας. Εδώ η δημοκρατία έχει εκπνεύσει από καιρό, γιατί η ακύρωσή της ήταν το ζωτικό προαπαιτούμενο για την οργανική αποικιοποίηση. Έτσι, τώρα το να προωθείς «δημοκρατικό αίτημα» είναι πιο άτοπο κι απ’ το να θέτεις «επαναστατικό πρόταγμα». Αν κάτι μπορεί να προβληθεί, είναι η «κοινωνική κατάρρευση»: Αυτό που διακυβεύεται είναι η απόρριψη της επιβίωσης ως αυτονόητου μιας πολιτισμένης κοινωνίας, και η «αυτονοητοποίηση» της ριζικής αβεβαιότητας με όρους απόλυτης ατομικής ευθύνης. Η κοινωνία «ιδιωτικοποιείται» ραγδαία, δηλαδή επαναθεσμίζεται ως «άθροισμα ατομικών ευθυνών». Εδώ είναι η ρίζα του κακού και όχι στην «απειλή για τη δημοκρατία».

Το «σκάνδαλο» είναι μια καλοστημένη απάτη που και τη «δημοκρατικότητα» του συστήματος θα «επαναβεβαιώσει» (ενάντια σε τυχάρπαστες «κλίκες παραχαρακτών») και την «δημοκρατική αντισυσπείρωση» θα υποστηρίξει (ως δοκιμασμένο ανάχωμα στις όποιες  κοινωνικές αναφλέξεις ή μάλλον στην αποτροπή τους μέσω δραστικού φενακισμού της διάτρητης «κοινωνικής συνείδησης»).

Οι υποκλοπές αναδεικνύουν το βάθος της συνειδησιακής και πνευματικής παρακμής των «κάτω». «Κάτω» με ταυτότητα πρώην μικροϊδιοκτήτη που είτε «φιλισταίος» είτε «σκεπτόμενος» παραμένει έρμαιο της «ανάθεσης» και για χάρη της θα κάνει ακόμα και «εξεγέρσεις». Δηλαδή ένα σικέ ματσάκι χωρίς ελπίδα και σοβαρότητα!

ΌΛΑ «βγαίνουν στο σφυρί», όλα απαξιώνονται και λεηλατούνται και προσβάλλονται, η «μαρινάκεια» άρχουσα τάξη περιφρονεί κάθε πολιτικό και πολιτισμικό ιερό επιβάλλοντας τη χυδαιότητα, το «κράτος εν κράτει» της πιο ξεφτιλισμένης δημοσιογραφίας του κόσμου μοντάρει με ωμή ξετσιπωσιά όποια «πραγματικότητα» θέλει, η ανομία διαχέεται σαν μεταστατική κακοήθεια εκτός ελέγχου, η εθνική υπόσταση είναι πια στο χρονοδιάγραμμα για «αναδιάταξη», οι τηλεχειριζόμενοι ανόητοι και «απόκληροι» δημιουργούν εστίες μελλοντικής πολυδιάσπασης του εθνικού χώρου: Και ο «δημοκρατικός λαός» ασχολείται με αποκλειστική εστίαση με την παρακολούθηση ενός πολιτικού παλιάτσου από το «διαρκές βαθύ κράτος» όπου αυτός παρέχει τις υπηρεσίες του, συγχέοντας λόγω ολοσχερούς αλλοτρίωσης και παρακμής τα πρακτοριλίκια της ανταγωνιζόμενης πελατειακότητας με τα διεθνή μεγαλοσκάνδαλα «χρήσης της πληροφορίας». Αυτή η διανοητική και συνειδησιακή κατάπτωση του «υποκειμενικού παράγοντα» είναι το πρόβλημα κι από δω πρέπει να ξεκινάει κάθε συζήτηση για σχεδιασμό πολιτικής.

* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!