του Νίκου Σταθόπουλου* 

Νάτο πάλι το 1821! Ακίνητο λες, μέσα στην ακαδημαϊκή του «γυάλα», περίπου «άκυρο» σε μια εποχή θυελλώδους διάχυσης του «καινούργιου». Όλοι θα «ασχοληθούν» με τα μορφολογικά του «μεγαλεία» και άρον-άρον θα το ξαναβάλουν στη ναφθαλίνη καλοτυλιγμένο σε βελούδο πολυτελείας. Το μέγα παράδοξο της απαξίωσης της πατρίδας ενώ το «κακό» σύστημα βασίζεται σ’ αυτό τον μηδενισμό για να οργανώσει τη μεταβιομηχανική του φαντασμαγορία, μοιάζει να περνά απαρατήρητο!

Ο Κούλης της στυγνά θατσερικής «θυσίας στα Τέμπη για την πρόοδο», ο Αλέξης του αναρχοgoldenboy «στη θάλασσα δεν υπάρχουν σύνορα», η δικαιωματίστρια κολωνακιώτισσα ΠτΔ με τα «καλαθάκια γαρδένιες» (τι, όχι;…) από τα σπασμένα τζάμια του τρένου πάνω σε διαμελισμένα παιδιά, ο «ούλτρα πατριώτης» Άδωνις του «εθνικισμού» που κυκλοφορεί με τιμοκατάλογο και όχι με υπουργική καρτ βιζίτ: Όλο το οικτρό σινάφι της «πολιτικής διαχείρισης», που ξεχάστηκε στις σουίτες του Χίλτον κι από κει πια «άρχει», θα μας «πάρει τ’αυτιά» με τυποποιημένες ψευτιές που θα εντείνουν τον διασυρμό του Αγώνα εντός σχημάτων «ιστορικής επανένταξης» με όρους «ευρωυπέρβασης». Το ‘21 ή θα αποκατασταθεί σαν συστατικό μιας «λαοκρατικής» επιστροφής στην «διαλεκτική της ρίζας», οπότε θα δρομολογούνται αυτόματα αντιστάσεις κυτταρικού χαρακτήρα και όχι εγκεφαλικής φενακισμένης «συνείδησης», ή θα μουσιοποιηθεί ολοσχερώς σε μια συντριπτική καθημερινοποίηση του Θεάματος όπου θα συνδυάζονται οι «φιλοσοφικές τεχνοκρατίες» της Διαφήμισης και οι «καθημερινοαντιεξουσιαστικές» μηχανικές του Φουκώ, που δίνουν στην ενσωμάτωση το κύρος μιας «διαρροής».

ΕΜΕΙΣ, ΠΑΛΙ, λιγότερο ή περισσότερο προσδιορισμένοι στο αναπαλλοτρίωτο της εθνικής λαϊκής μνήμης, θα εξαντληθούμε σε μια «παραπονιάρικη» επίκληση της «επαναστατικής αιωνιότητας» γονιμοποιημένης στην επιτακτική επικαιρότητα της «πάλης για την κυριαρχία και την ακεραιότητα της πατρίδας». Και σωστά θα πράξουμε, περιφρουρώντας τα διηνεκή ριζώματα της συλλογικής μας ύπαρξης. Μας έχει καταπιεί η τερατώδης γητειά της «προόδου», αυτή η αχόρταγη λάμια της «γραμμικότητας» όπου ακυρώνεται κάθε συνέχεια, δηλαδή κάθε «παραγωγικός» δεσμός με τον χωρόχρονο. Και έτσι «εξορθολογισμένοι» (κατά το ίδιο μοντέλο με το οποίο θρυμματίζεται το περιβάλλον και αντικειμενοποιείται ο άνθρωπος), περιφρονούμε αμαθώς τον ανατρεπτικό πλούτο των «μεταφυσικών» του οικείου μας αντιστασιακού φρονήματος: «Πατρίδα, πατρίδα, ήσουν άτυχη από ανθρώπους να σε κυβερνούν», κλαίει σχεδόν ο Μακρυγιάννης, και συμπληρώνει «μόνο ο Θεός σε κυβερνάει και σε διατηρεί ακόμα», η «σπίθα» δηλαδή, το Θαύμα μιας απροσκύνητης άρνησης. Αν δεν σήκωναν κεφάλι δεκάδες χιλιάδες που αψηφούσαν θάνατο κι έβαζαν τις αρχές τους πάνω απ’ όλα, ποια Εθνική Αντίσταση και ποια Οκτωβριανή και ποια Βαστίλη; Η «σπίθα»! Κι αυτή δεν «φυτρώνει» αλλά καλλιεργείται, στα χαρακώματα και στα ταμπούρια, στα οδοφράγματα και στα μύρια ‘Όχι του έντιμου ατομικού βίου.

Ωστόσο, είναι μια διαφοροποιημένη εποχή, είναι ειδική όψη ενός πολιτισμού που εξελίσσεται σχεδόν με αινιγματική μαγεία προς κανείς δεν ξέρει πού: Σε αυτό το κάδρο πρέπει να στερεωθεί το ’21, στο κάδρο των επίκαιρων αναγκών μας. Και αυτές οι ανάγκες πρέπει να εννοηθούν διττά: Και συνειδητοποιημένες αλλά και λανθάνουσες, και εγγεγραμμένες στον «σκληρό δίσκο» της ιστορικής υπόστασης αλλά και διάσπαρτες και ασαφείς σε ένα διαταραγμένο φαντασιακό από αυτά που ακόμα δεν έχουν μελετηθεί εντός μιας Οργανικής Αποικίας υπό την καταλυτική επίδραση του Θεάματος, της Επικοινωνίας, της Κατανάλωσης. Είμαστε αμόρφωτοι και απλώς «φατριαστικά καταρτισμένοι»! Είναι ηλίθιο να επικαλείσαι συγκινημένος και σε έξαρση το Εμείς της κοινωνικής εμπειρίας και να το απορρίπτεις σαν «ιδεοληψία» στο εθνικό πεδίο: Κάτι είναι «φαντασιακό» παντού ή πουθενά! Και τι που «είμαι κι εγώ εργάτης», αυτό διασφαλίζει μια «ταξική ομοιογένεια»; Και δεν παράγει βαθιά πολιτισμική ενότητα η ταυτότητα γλώσσας, ηθών και εθίμων, μοντέλων καθημερινότητας, θρησκείας, ιστορικών αναφορών και εμπνεύσεων;

Είναι μια σκληρή και περίπλοκη εποχή κατά την οποία ό, τι αναλύουμε επί χρόνια εν Ελλάδι ως «σύζευξη εθνικού με κοινωνικό» τώρα το ζούμε στην πλήρη του πραγμάτωση και (τραγική) επενέργεια στη συλλογική μοίρα. Μόνο μια ξοφλημένη Αριστερά της «ταξικότητας», του «διεθνισμού» και των «παραγωγικών σχέσεων», δε μπορεί να αντιληφθεί την τρέχουσα τραγωδία του λαού και του τόπου σε απόλυτη συνάρτηση με τις «παράγωγες» αποδομήσεις της Παγκοσμιοποίησης και τις σχεδιασμένες καταστροφές της δανειακής αποικιοποίησης. Μια ξοφλημένη Αριστερά και μια νεοφιλελεύθερη Δεξιά που έτσι κι αλλιώς ανέκαθεν ήταν ο «στρατός» του «Αμερικάνου στρατηγού» στον άνωθεν φορεμένο μεταπρατισμό που καθόρισε το «ανολοκλήρωτο ‘21».

Το «αθάνατο κρασί του 21» παραμένει μεθυστικό, αλλά όλα πια είναι ρευστά και «αναθεωρημένα», γι’ αυτό και το φλεγόμενο πάθος για την πατρίδα ξεπέφτει σε φασίζοντα εθνικιστικά καμώματα τριτοκλασάτης «σοβαρότητας». Είναι ένας καθαρός αρχέγονος εθνικισμός που ναι μεν εκφράζει μια τίμια και ζωτικής αξίας φιλοπατρία, αλλά θεμελιώνεται σε έναν ημιμαθή και πρωτόγονο διαχωρισμό του εθνικού από το κοινωνικό. Να γιατί στις παρούσες συνθήκες η «πατριωτική παρόρμηση» είναι άσφαιρη: Η «μάχη των ταυτοτήτων» δεν αναγνώστηκε στην κοινωνική της διάσταση (σαν μεταρρυθμίσεις εποικοδομήματος, που άνοιγαν το δρόμο σε μια νέα «εκσυγχρονιστική ευρωσυνείδηση» και δι’ αυτής στην οικονομική υποτέλεια με όρους πλανητικής ενσωμάτωσης), και κατάντησε μια γραφική προγονοπληξία ρασοφόρων και γριών που με τη «μαυρίλα» τους έπνιξαν την κρισιμότητα του πολιτικοποιημένου πατριωτικού αντίλογου. Μην ξεχνάμε ότι στον 19ο αιώνα, ίσως η πιο σοβαρή μαζική ρήξη με το πλέγμα ξενοκρατίας εκδηλώθηκε στο πλαίσιο μιας τρομερής θρησκοληψίας (κίνημα Παπουλάκου). Αν δεν καταλαβαίνουμε, καλύτερα να σκίσουμε το «Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία» όπου ο Ένγκελς ξυπνάει με σφαλιάρες τους δογματικούς άσχετους με τη «δαιμονική» διαλεκτική της ιστορίας.

Η εθνική συνείδηση, σαν οργανική συνιστώσα μιας σφαιρικής αντίληψης του συλλογικού, είναι η δικλίδα ασφαλείας σε μια «κοινωνική συνείδηση» που παγιδευόμενη στις μερικοποιημένες «ταυτότητες» του μεθοδικά προαγόμενου κατακερματισμού θα θραυσματοποιηθεί και έτσι θα εκλείψει σε μια παραμορφωτική «ανθρωπολογία» χωρίς κανένα αναγνωριστικό στοιχείο παρά μόνο την (ελεγχόμενη) «λειτουργία»

ΤΟ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ δεν είναι να μην ξεχαστεί ο Κολοκοτρώνης και η Μαντώ, αλλά η μνήμη τους να πυροδοτεί επίκαιρους συνειρμούς πολιτικής «οικοδομής» με καθαρή στόχευση την απόκρουση των θανάσιμων απειλών εναντίον μας: Άλλωστε, άλλο είναι η ισότιμη διεθνής συνεργασία κι άλλο η κατάληψη του τόπου και της ζωής μας από την κερδοσκοπική και βίαιη μονομέρεια των «επενδύσεων». Ο Ατλαντισμός, η Ευρωμαφία, το ληστρικό Επιχειρείν, ο τούρκικος Επεκτατισμός (και όχι μονοδιάστατα «νεοοθωμανισμός» οπότε εύκολα μπορεί να στηθεί ένας ξεπουληματικός συμβιβασμός με τους «μη νεοοθωμανούς»…), η πολιτισμική αποπροσωποποίηση, είναι τα θανάσιμα παρόντα μιας νέου τύπου Κατάκτησης ενάντια στην οποία πρέπει να κινητοποιηθεί μια Νέα Συνείδηση, δηλαδή ένα νέο σύστημα αξιακών φίλτρων και ερμηνευτικών παραστάσεων που θα διαμεσολαβούν το βίωμα με ευκρίνεια και συνέχεια εν χρόνω.

Δεν χρειαζόμαστε ένα νέο «κρυφό σχολειό» ούτε μια «αποφασισμένη πρωτοπορία από νέους Βελεστινλήδες», αλλά χρειαζόμαστε, με τραγική αμεσότητα, έναν αντιγραφειοκρατικό μεταακτιβισμό που θα «επαναλαμβάνει» το πνεύμα της Φιλικής Εταιρείας και θα «εκτελείται» από ένα σύνθετο κλεφταρματολισμό νέου τύπου: Καμιά μετωπική σύγκρουση δε μπορεί να ευδοκιμήσει, στην καλύτερη περίπτωση θα αυτοαναλωθεί σε μια «στιγμιαία ηρωική εξέγερση» που και αυτή θα διαβαστεί σαν «θυσία» για να «πάμε μπροστά». Στη Γαλλία αγκομαχάει το ωραίο τρένο της άμεσης κοινωνικής σύγκρουσης και παρόλα αυτά οι ελίτ επέβαλαν και την κατάργηση της συνταγματικής προτεραιότητας και την μεταρρύθμιση που ήθελαν. Χρειαζόμαστε μια εκπαίδευση στην ρήξη με προοπτική αλλιώς απλώς ανακυκλώνουμε αυταπάτες τύπου Τσίπρα σε μια ευάλωτη πολιτική μιζέρια. Το ‘21 περιφρόνησε, κατά την ιστορική του διαμόρφωση και «έκρηξη», τους «χαλασοχώρηδες» με τα φαναριώτικα φράκα, αλλά γρήγορα παγιδεύτηκε στην «αναγκαιότητά» τους και «το πήρε και το σήκωσε»!

Πέρα από τα τυπικά, η Μνήμη του ‘21 αναζητά έναν «εκσυγχρονισμό» βασισμένο στα αδιέξοδα του παρόντος: Καμιά ιστορική επίκληση δεν πρόκειται να λειτουργήσει συγκινησιακά και πυροδοτικά αν δεν ανταποκρίνεται στο όντως είναι του λαού μας, και αυτός έχει αφεθεί κατάμονος να διαχειριστεί εμπλοκές, χειριστικότητες, φενακισμούς, στρεβλώσεις. Αυτή η πολιτισμική μοναξιά του λαού μας θυμίζει την αίσθηση εγκατάλειψης και τέλους που επικράτησε το 1453: Τότε όμως η υπαρξιακή μας κρίση «απαντήθηκε» ουσιαστικά με το «πάλι με χρόνους με καιρούς…» που στερέωσε την ελπίδα και ανανέωσε το κουράγιο, κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο μέχρι την ολοένα και πιο δυνατή πρακτική αντίσταση. Στα 1940 οι συνειδησιακές γραμμές και παρακαταθήκες ήταν καθαρές, το «κρασί του ‘21» ήταν κάθε Κυριακή στο οικογενειακό τραπέζι και η πατρίδα δεν είχε ρευστοποιηθεί σε μια Μαζική Δημοκρατία εξαναγκαστικού ευρωπαϊσμού και οργανωμένης αλλοτριωτικής αναθεώρησης.

Σήμερα όλα είναι μπερδεμένα, ακαθόριστα, ομιχλώδη, αβέβαια, η πιο ξεφτιλισμένη και εξωνισμένη ακαδημαϊκή διανόηση όλων των εποχών «σβήνει» την πατρίδα από τον Νου και τον Λόγο επιβάλλοντας (με το «κύρος» του θεοποιημένου επιστημονισμού) όχι λήθη ή έστω μερικότητα αναφορών, αλλά ολική διαγραφή, υποτίμηση και παραμόρφωση: Σε μια εξοργιστική εποχή «δικαιωματικής επανεξέτασης» του παρελθόντος (εκφραζόμενη στο παρόν ως άτυποι «δεκάλογοι του ορθώς σκέπτεσθαι»), το ‘21, υπό την δυσβάστακτη πίεση μιας «πραγματικότητας του αεθνικού πανπολιτισμού», περιθωριοποιείται, όχι αναγκαστικά σαν μνημόνευση αλλά σίγουρα σαν επίδραση και συναισθηματική διάθλαση.

Είναι πολλά και δύσκολα αυτά που πρέπει να γίνουν. Η «επιστροφή στον συλλογικό εαυτό» είναι το πιο σημαντικό κι αυτό προϋποθέτει απεξάρτηση από τα ψυχαναγκαστικά «απαγορεύεται» που εγείρει μια Αριστερά τυφλωμένη πια από τη «λάμψη» των «προόδων» που «αντικειμενικά» επιτυγχάνει ο καπιταλισμός κι εμείς πρέπει απλώς να τις επενδύσουμε με τη «δυναμική ανατρεπτικού μέλλοντος» των «σοσιαλιστικών παραγωγικών σχέσεων»! Ο διεθνισμός των εκάστοτε «συμμαχιών των προθύμων», των ανεμπόδιστών τραπεζικών και επιχειρηματικών ροών, των κατευθυνόμενων «μεταναστευτικών κυμάτων» και των «οικουμενικών προτύπων κ μοτίβων ζωής», αντιπαρατίθενται στην εμβάθυνση στο συλλογικό ιστορικό Πρόσωπο που, στα καθ’ ημάς, βρίσκει τη γενέθλια επικαιροποίησή του στον ασύγκριτο άθλο του ’21. Το «καινούργιο» είναι εν μέρει το «παλιό» δια του οποίου ενδυναμώνει η συνοχή της συλλογικής πνευματικότητας και αναμεταδίδεται η ψυχολογία της αντίστασης: «Τι Ρήγας, τι Ρηγόπουλα! Είν’ ο καινούριος κύρης / που πλάκωσε με ξένο βιό να γένη νοικοκύρης. / Παλιόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια, / εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς τ’ αγρίμια» θα αφήσει πολύτιμη υπόδειξη ο Βαλαωρίτης στο «Φωτεινό» του!

ΕΠΕΙΓΕΙ, σαν ανοιχτό διακύβευμα μιας απειλούμενης ιστορικότητας, μια ενεργός πρακτική πολιτική μνήμης και ανατρεπτικής ανάδρασης. Τα πάντα μαρτυρούν την αναπότρεπτη συστημικότητα κάθε διάχυσης σε συνθήκες τεχνολογικής αναδόμησης της εμπειρίας. Κι αν το –όποιο– «σοσιαλιστικό αίτημα» διυπάρχει δυναμικά μόνο ως «πανανθρώπινο και καθολικό», αυτό αφορά στον «μέλλοντα αιώνα» μετά την ‘Εσχατη Κρίση των επαναστατημένων κοινωνιών. Η εθνική συνείδηση, σαν οργανική συνιστώσα μιας σφαιρικής αντίληψης του συλλογικού, είναι η δικλίδα ασφαλείας σε μια «κοινωνική συνείδηση» που παγιδευόμενη στις μερικοποιημένες «ταυτότητες» του μεθοδικά προαγόμενου κατακερματισμού θα θραυσματοποιηθεί και έτσι θα εκλείψει σε μια παραμορφωτική «ανθρωπολογία» χωρίς κανένα αναγνωριστικό στοιχείο παρά μόνο την (ελεγχόμενη) «λειτουργία».

* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!