Διαβάστε τα προηγούμενα Μέρος Α’  | Μέρος Β΄

του Κώστα Μελά*

Σε συνέχεια των προηγουμένων βλέπουμε ότι η αρνητική λογιστική κερδοφορία ενός τραπεζικού ιδρύματος, στο θεσμικό καθεστώς ισχύος του κανονισμού του «αναβαλλόμενου φόρου», επιβάλλει την έκδοση μετοχών υπέρ του δημοσίου (το δημόσιο αγοράζει τις μετοχές σε τιμή αγοράς) και συνεπώς αυξάνει το βάρος του στη διοίκηση του ιδρύματος. Εξέλιξη ανεπιθύμητη για τις ελληνικές κυβερνήσεις (όλες) και φυσικά για τους ιδιώτες μεγαλομετόχους.

Ένας τρόπος αποφυγής της αρνητικής κερδοφορίας (ζημιές) ανακαλύφθηκε και εφαρμόστηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2018, με τη βοήθεια της χρηματοοικονομικής μηχανικής. Εφαρμόστηκε η μέθοδος απόσχισης των τραπεζικών δραστηριοτήτων (hive-down).

«Η έννοια του εταιρικού μετασχηματισμού (hive-down) συνίσταται στην απόσχιση των τραπεζικών δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος σε επίπεδο Ομίλου και στη μεταβίβαση αυτών σε νέο υπό ίδρυση πιστωτικό ίδρυμα. Η υφιστάμενη τραπεζική άδεια δεν μεταβιβάζεται στο διάδοχο σχήμα και ανακαλείται κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, ενώ ενεργοποιείται η διαδικασία χορήγησης νέας σύμφωνα με τον κανονισμό του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (Single Supervisory Mechanism).

Αναλυτικά, ο εταιρικός μετασχηματισμός επιτυγχάνεται ως εξής:

– Οι τραπεζικές δραστηριότητες του Ομίλου διαχωρίζονται (απόσχιση κλάδου) και μεταβιβάζονται σε νέα υπό ίδρυση εταιρεία, η οποία λαμβάνει άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος και είναι 100% θυγατρική της υφιστάμενης. Η “Νέα Τράπεζα” που προκύπτει από τον εταιρικό μετασχηματισμό λαμβάνει επιλεκτικά μέρος του συνόλου του ενεργητικού και το σύνολο του παθητικού της υφιστάμενης τράπεζας, συμπεριλαμβανομένων των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων έναντι του Δημοσίου (DTC).

– Οι μη τραπεζικές δραστηριότητες διατηρούνται στη μητρική εταιρεία του Ομίλου, η οποία παύει να είναι πιστωτικό ίδρυμα και μετατρέπεται σε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών (HoldingCompany), ενώ στη περίπτωση που αυτή είναι εισηγμένη και διαπραγματεύεται στο Χρηματιστήριο Αθηνών, οι μετοχές της συνεχίζουν να διαπραγματεύονται χωρίς μεταβολή.

– Επιπρόσθετα, η τιτλοποίηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) πραγματοποιείται με την εταιρεία συμμετοχών (Hold Com) να διακρατεί το μεγαλύτερο ποσοστό των τίτλων μειωμένης εξασφάλισης (mezzanine και juniortranche), ενώ αντίθετα η “Νέα Τράπεζα” διακρατεί τους νέους υπό έκδοση τίτλους υψηλής εξασφάλισης (senior tranche), καθώς και ένα μικρό ποσοστό των τίτλων μειωμένης εξασφάλισης. Διευκρινίζεται, ότι οι senior τίτλοι λαμβάνουν μηδενική στάθμιση κινδύνου στο ενεργητικό της “Νέας Τράπεζας” και προσμετρούνται στα εποπτικά κεφάλαια, εάν έχουν λάβει την εγγύηση του Δημοσίου.

Ο εταιρικός μετασχηματισμός διευκολύνει επομένως τη διαδικασία της τιτλοποίησης των δανείων χωρίς να δημιουργείται μεταβολή της μετοχικής σύνθεσης της τράπεζας, εφόσον φυσικά προκύπτουν πρόσθετες ζημίες λόγω των συναλλαγών της τιτλοποίησης. Ουσιαστικά επιτυγχάνεται η απομάκρυνση των ΜΕΔ από τους ισολογισμούς των τραπεζών, χωρίς την ενεργοποίηση μετατροπής των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων σε οριστική απαίτηση υπέρ του Δημοσίου, καθώς οι ζημίες που προκύπτουν από την τιτλοποίηση επιβαρύνουν τις “παλαιές” τράπεζες, οι οποίες είναι πλέον εταιρείες συμμετοχών (Hold Com). Συμπερασματικά, επιτυγχάνεται βελτίωση του δείκτη των ΜΕΔ των τραπεζών, καθώς και σταδιακή μείωση του κόστους πιστωτικού κινδύνου. Ταυτόχρονα, επιδεινώνεται θεαματικά το ποσοστό συμμετοχής της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC) στο ύψος των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων. Σημειώνεται, ότι τα εν λόγω κεφάλαια δεν έχουν καταβληθεί, εντούτοις υπάρχει η αμετάκλητη δέσμευση του Ελληνικού Δημοσίου να τα καταβάλει άμεσα ή έμμεσα (με τη μη καταβολή φόρου από τα πιστωτικά ιδρύματα) και χωρίς το Δημόσιο να λαμβάνει κάποια αμοιβή.

Τέλος, αξίζει αναφοράς ότι το Δημόσιο σε περίπτωση καταγραφής ζημιών και ενεργοποίησης της νομοθεσίας για την αναβαλλόμενη φορολογία, κατόπιν της ολοκλήρωσης του εταιρικού μετασχηματισμού δεν λαμβάνει μετοχές της Hold Com, ήτοι της εισηγμένης στο χρηματιστήριο, αλλά της “Νέας Τράπεζας”. Αποτέλεσμα είναι να αποζημιώνεται το Δημόσιο με ποσοστό συμμετοχής στο εταιρικό σχήμα αναντίστοιχο με το ποσό καταβολής του, δεδομένου ότι ο μηχανισμός μετατροπής προβλέπει ως βάση υπολογισμού την εσωτερική τιμή της μετοχής της “Νέας Τράπεζας” και όχι την τρέχουσα τιμή της Hold Com στο χρηματιστήριο.»(Τράπεζα της Ελλάδος).

 *** 

Τρεις ελληνικές τράπεζες –Eurobank, Alpha και Πειραιώς– προχώρησαν στη διαδικασία «απόσχισης δραστηριοτήτων», αποφεύγοντας την αρνητική κερδοφορία και επακόλουθη τη μερική κρατικοποίηση λόγω του κανονισμού του «αναβαλλόμενου φόρου».

Η Eurobank ήταν η πρώτη τράπεζα που την χρησιμοποίησε. Η Eurobank προχώρησε σε συγχώνευσής της με την Grivalia, καθώς και σχέδιο μεγάλης τιτλοποίησης 7,5 δισ. ευρώ στη διάρκεια του 2019 μέσω hive-down, η οποία ολοκληρώθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2020. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, η τιτλοποίηση θα επέφερε μεγάλες λογιστικές απώλειες της τάξης των €1,2 δισ., και θα την εξανάγκαζε σε πώληση νέων μετοχών της προς το ελληνικό Δημόσιο, προκαλώντας έτσι τη μερική επανακρατικοποίησή της. Με την επιλεχθείσα μέθοδο αυτό αποφεύχθηκε.

Το ίδιο συνέβη και με την Alpha η οποία μετατράπηκε σε θυγατρική της Αlpha Υπηρεσιών και Συμμετοχών Ανώνυμη Εταιρεία (με διακριτικό τίτλο Alpha Services and Holdings) και προχώρησε σε τιτλοποίηση Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων, ύψους 10,8 δισ. ευρώ το 2020.

Όπως και η «Τράπεζα Πειραιώς Ανώνυμος Εταιρεία» μετετράπη σε θυγατρική της «Πειραιώς Financial Holdings A.E.», σκοπεύοντας σε τιτλοποίηση περίπου 13 δισ. ευρώ εντασσόμενα στο κρατικό σχέδιο «Ηρακλής».

Οποιαδήποτε χρηματοοικονομική μηχανική εφαρμόζεται για την αναδιάρθρωση των στοιχείων του ισολογισμού των τραπεζών αποβλέπει στη αποφυγή των υποχρεώσεων έναντι του Δημοσίου και των πολιτών και λειτουργεί υπέρ των ιδιωτών μετόχων

Οι μελλοντικές εξελίξεις δεν είναι ευνοϊκές για τις συστημικές τράπεζες και για τα φιλόδοξα σχέδιά τους τα οποία συμμερίζεται η κυβέρνηση αναφορικά με τη μείωση των ΜΕΑ σε μονοψήφιο αριθμό το 2022. Υπάρχουν βασικοί παράγοντες από τους οποίους θα εξαρτηθούν και είναι όσοι έχουν αναφερθεί στο Μέρος 2. Δηλαδή: ο όγκος των νέων ΜΕΑ κατά την πανδημία, η τιμή πώλησης των ΜΕΑ και η διατήρηση των ευνοϊκών όρων για τα εποπτικά κεφάλαια που έχει θέσει ο Ευρωπαϊκός Εποπτικός Μηχανισμός. Επίσης, ίσως ο σημαντικότερος, η εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας στην ελληνική οικονομία.

Συγχρόνως με όλα όσα έχουν αναφερθεί αναφορικά με τα ΜΕΑ έχει ενδιαφέρον να ρίξουμε μια ματιά και στη συμβολή των τραπεζών (2020) στη χρηματοδότηση της οικονομίας.

Εκείνο όμως που πρέπει να ειπωθεί είναι ότι την περίοδο της πανδημίας εισέρρευσαν σημαντικότατο ύψος κεφαλαίων στα ταμεία των τραπεζών από την ΕΚΤ – μέχρι και τον Μάρτιο 2021, η συνολική τους «έκθεση» στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έφθασε τα 44,6 δισ. ευρώ από 7,65 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος Δεκεμβρίου 2019 ακριβώς την περίοδο που άρχιζε η πανδημία. Τα κεφάλαια αυτά, που «δανείζονται» οι ελληνικές τράπεζες από την ΕΚΤ, χορηγούνται με αρνητικό επιτόκιο στο πλαίσιο του προγράμματος για την ενίσχυση της ρευστότητας του πιστωτικού συστήματος στην Ευρωζώνη που εφαρμόζει η Κεντρική Τράπεζα (το λεγόμενο (Pandemic Emergency Purchase Programme, PEPP) στο πλαίσιο αντιμετώπισης της πανδημίας. Στην ουσία, η ΕΚΤ επιδοτεί με επιτόκιο που φθάνει το 1% τις τράπεζες για τη ρευστότητα που τους παρέχει, προκειμένου, το μεγαλύτερο μέρος να διοχετευτεί στις εθνικές οικονομίες με τη μορφή δανείων.

Επίσης, η σωρευτική 12μηνη καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις ΜΧΕ ανήλθε σε 6,7 δισ. ευρώ το 2020 (2019: 1,3 δισ. ευρώ) και η σωρευτική ροή νέων τραπεζικών δανείων τακτής λήξης προς τις ΜΧΕ διπλασιάστηκε σε 16,2 δισ. ευρώ το 2020 (2019: 8,0 δισ. ευρώ). Η μέση μηνιαία καθαρή ροή χρηματοδότησης ανήλθε σε 558 εκατ. ευρώ το 2020, ήταν δηλαδή πενταπλάσια εκείνης του 2019 (110 εκατ. ευρώ).

Την παροχή πιστώσεων διευκόλυνε σημαντικά η αυξημένη άντληση εκ μέρους των τραπεζών χρηματοδοτικών πόρων από το Ευρωσύστημα, με βελτιωμένους όρους. Ακόμη, η άνοδος της εισροής τραπεζικών καταθέσεων επαύξησε τα συνολικά κονδύλια των τραπεζών τα οποία είναι διαθέσιμα προς αναδανεισμό προς την οικονομία.

***

Στην ανοδική εξέλιξη της πιστωτικής επέκτασης προς τις ΜΧΕ συνέβαλαν καθοριστικά τα προγράμματα ενίσχυσης της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις (σε κλάδους της οικονομίας οι οποίοι έχουν πληγεί από τις επιπτώσεις της πανδημίας), τα οποία διαχειρίζεται η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα: το πρόγραμμα εγγυήσεων του Ταμείου Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων COVID-19 και το πρόγραμμα συγχρηματοδότησης και επιδότησης επιτοκίου του Ταμείου Επιχειρηματικότητας (ΤΕΠΙΧ ΙΙ). Τα εν λόγω προγράμματα ενθάρρυναν την προσφορά δανείων από τις τράπεζες, καθώς περιόρισαν τον πιστωτικό κίνδυνο του σχετικού χαρτοφυλακίου τους. Η σωρευτική ροή δανείων τα οποία εκταμιεύθηκαν το 2020 προς τις ΜΧΕ (και τους ελεύθερους επαγγελματίες) μέσω των δύο προγραμμάτων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας ανήλθε σε 6,4 δισ. ευρώ (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2021: 0,6 δισ. ευρώ). Δεν πρέπει να παραβλεφθεί όμως ότι, αν και η συμβολή των εν λόγω προγραμμάτων ήταν σημαντική, τα 3/5 περίπου της σωρευτικής ροής νέων δανείων τακτής λήξης προς τις ΜΧΕ (και τους ελεύθερους επαγγελματίες) το 2020 διοχετεύθηκαν στην οικονομία χωρίς τη στήριξη των προγραμμάτων εν μέσω οικονομικής κρίσης, χάρη στην αξιοποίηση από τα πιστωτικά ιδρύματα των θετικών παραγόντων οι οποίοι προαναφέρθηκαν.

Συμπληρωματικά προς την παροχή νέων δανείων από τις τράπεζες λειτούργησε το μέτρο της αναστολής πληρωμών χρεολυσίων από τους οφειλέτες, σε συμφωνία με τις τράπεζες. Η αναβολή της αποπληρωμής των δανείων από τους πιστούχους προς τις τράπεζες προσαυξάνει προσωρινά το ύψος της καθαρής ροής των δανείων και αντιστοίχως των ετήσιων ρυθμών μεταβολής τους.

Εξετάζοντας την πιστωτική επέκταση κατά μέγεθος επιχείρησης, ο ετήσιος ρυθμός ανόδου των δανείων προς τις μεγάλες επιχειρήσεις επιταχύνθηκε σε 13,9% τον Δεκέμβριο του 2020 (Δεκέμβριος 2019: 4,3%, Ιανουάριος 2021: 13,6%), το υψηλότερο ποσοστό το οποίο έχει παρατηρηθεί από το 2010. Αντίστοιχα ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης προς τις ΜΜΕ μετά τον Ιούλιο του 2020 μεταστράφηκε σε θετικά και συνεχώς αυξανόμενα ποσοστά και έφθασε σε 6,4% τον Δεκέμβριο του 2020 (Δεκέμβριος 2019: -0,5%, Ιανουάριος 2021: 7,4%). Ως εκ τούτου, συνολικά, οι τράπεζες συνέχισαν να κατευθύνουν συγκριτικά μεγαλύτερο μερίδιο των δανείων τους προς τις μεγάλες επιχειρήσεις, δεδομένου ότι αυτές συνδέονται με χαμηλότερο πιστωτικό κίνδυνο από ό,τι οι ΜΜΕ. Παράλληλα, αύξησαν την παροχή χρηματοδότησης προς τις ΜΜΕ μέσω των προγραμμάτων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (κατά σχεδόν τα 4/5 της ετήσιας ακαθάριστης ροής δανείων τακτής λήξης προς ΜΜΕ, με βάση τις εγκρίσεις δανείων).

Όσον αφορά τα δάνεια προς τα νοικοκυριά, ο ετήσιος αρνητικός ρυθμός μεταβολής των καταναλωτικών δανείων εντάθηκε και έφθασε το -2,2% τον Δεκέμβριο του 2020 (Ιανουάριος 2021: -2,5%), έναντι -1,6% τον Δεκέμβριο του 2019, ενώ ο αντίστοιχος ρυθμός των δανείων για αγορά κατοικίας περιορίστηκε σε -2,7% τον Δεκέμβριο του 2020 (καθώς και τον Ιανουάριο του 2021) από -3,4% τον Δεκέμβριο του 2019.

* O Kώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!