Διαβάστε το Μέρος Α’ 

του Κώστα Μελά*

Στο σημείο αυτό θα ασχοληθούμε με μια καλά αναγνωρισμένη περιοχή της αθώας απάτης. Και εδώ βρίσκεται κάτι, το οποίο από νομικής άποψης είναι λιγότερο από αθώο. Είναι ο κόσμος των χρηματοοικονομικών, δηλαδή της τραπεζικής, των εταιρικών χρηματοδοτήσεων, των αγορών χρεογράφων, των αμοιβαίων κεφαλαίων και των χρηματοοικονομικών συμβούλων.
John Kenneth Galbraith

Στα ζητήματα πώλησης ή και τιτλοποίησης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, η κάθε ελληνική συστημική τράπεζα αντιμετωπίζει δύο σημαντικούς περιορισμούς, πρώτον, της κεφαλαιακής επάρκειας και, δεύτερον, του αναβαλλόμενου φόρου (επιστροφές μελλοντικών φόρων από το Ελληνικό Δημόσιο).

***

Ας εξετάσουμε τον πρώτο περιορισμό.

Ο πρώτος περιορισμός επιβάλλεται από τις εποπτικές αρχές και έχει σχέση με τα απαιτούμενα ελάχιστα ποσοστά κεφαλαιακής επάρκειας. Διέπεται από τους λεγόμενους κανονισμούς Βασιλείας. Οι κανονισμοί προσδιορίζουν τα ελάχιστα απαιτούμενα κεφάλαια ως ποσοστό του ενεργητικού, σταθμισμένου ως προς τους κινδύνους που αναλαμβάνει η τράπεζα και μέχρι σήμερα παρουσιάζουν συνεχή αυστηροποίηση. Οι δύο βασικοί δείκτες που έχουν υιοθετηθεί είναι: πρώτον αυτός των ελαχίστων συνολικών εποπτικών κεφαλαίων σταθμισμένων έναντι του ενεργητικού τους, και δεύτερον αυτός των ελαχίστων κεφαλαίων πρώτης ποιοτικής βαθμίδας (CET1- Common Equity Tier 1). Τα ελάχιστα ποσοστά των δύο δεικτών αυξήθηκαν σε 16,0% και 12,5% αντίστοιχα τον Ιανουάριο του 2020, από 13,75% και 10,25% αντίστοιχα το 2019, προφανώς λόγω της δύσκολης κατάστασης στην οποία βρίσκεται το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Με την κρίση της πανδημίας , τον Μάρτιο του 2020, οι εποπτικές αρχές μείωσαν τα απαιτούμενα ποσοστά για τις ελληνικές τράπεζες σε 11,5% και 6,7% αντίστοιχα.

Είναι γνωστόν, ότι η μείωση των ΜΕΑ (Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων – κοινώς κόκκινα δάνεια) συνεπάγεται συνήθως και μείωση των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών. Αυτό συμβαίνει διότι η πώληση ή τιτλοποίηση των ΜΕΑ γίνεται σε τιμές χαμηλότερες από την λογιστική αξία του δανείου αφού σε αυτές προσθέσουμε και την αξία των προβλέψεων που έχει εγγράψει η τράπεζα. Παράδειγμα: έστω ότι ένα μη εξυπηρετούμενο δάνειο έχει λογιστική αξία 60.000 ευρώ καταγραμμένο στο ενεργητικό της τράπεζας. Παράλληλα η τράπεζα έχει προχωρήσει σε προβλέψεις επισφάλειας έναντι του δανείου, αξίας 15.000 ευρώ. Ας υποθέσουμε ότι το δάνειο μαζί με το ενέχυρό του τιτλοποιείται ή πωλείται στην τιμή των 24.000 ευρώ. Η τράπεζα θα υποστεί λογιστική απώλεια ίση με 21.000 (=60.000-24.000-15.000) ευρώ. Αυτό το ποσό αφαιρείται από την ετήσια κερδοφορία της και συνεπώς από τα ίδια κεφάλαιά της. Είναι προφανές ότι η μείωση των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών θα είναι μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος των ΜΕΑ στον ισολογισμό τους ή/και όσο μικρότερο είναι το ποσοστό των προβλέψεων επισφάλειας που έχουν εγγράψει στον ισολογισμό τους. Βεβαίως η μείωση των ιδίων κεφαλαίων εξαρτάται πρωτίστως από την τιμή πώλησης ή τιτλοποίησης των ΜΕΑ. Διαφορετικές θα είναι οι απώλειες αν η τιμή πώλησης είναι 20% ή 40% της λογιστικής αξίας. Επομένως οι βασικές μεταβλητές που επηρεάζουν τα ίδια κεφάλαια όταν μια τράπεζα προχωρά στη μείωση των ΜΕΑ είναι: η τιμή πώλησης, το ποσοστό των ΜΕΑ στο σύνολο των δανείων, το ύψος των προβλέψεων για αυτά, και τα ισχύοντα όρια για την επάρκεια των κεφαλαίων.

Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι το ακόλουθο: η διαδικασία πώλησης/τιτλοποίησης των ΜΕΑ μειώνει τα ίδια κεφάλαια. Άρα χρειάζεται συνεχής αναπλήρωση των ιδίων κεφαλαίων σε συνάρτηση των μεταβολών του θεσμικού πλαισίου περί των ορίων της επάρκειας των κεφαλαίων, ή άλλων παραγόντων που άπτονται της ποιότητας των κεφαλαίων (π.χ. το ποσοστό του «αναβαλλομένου φόρου» στο σύνολο των κεφαλαίων).

Πώς μπορεί να γίνει η αναπλήρωση των «καταναλωθέντων» κεφαλαίων; Είτε με εσωτερική συσσώρευση (δημιουργία κερδών) είτε με εξωτερικό τρόπο (αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου).

Ειδικά όσον αφορά την κερδοφορία, για το έτος 2020, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες εμφάνισαν, συνολικά ζημιές μετά φόρων ύψους -570 εκατομμύρια ευρώ (σύμφωνα με τα στοιχεία της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών). Υπήρξε σε σημαντικό βαθμό αύξηση των καθαρών εσόδων από μη τοκοφόρες εργασίες, κυρίως από μη επαναλαμβανόμενα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις, οι οποίες κατά βάση συνδέονται με το χαρτοφυλάκιο ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου που διακρατούσαν οι τράπεζες. Μείωση παρατηρήθηκε στα καθαρά έσοδα από τόκους, κυρίως λόγω της μείωσης του υπολοίπου των δανείων και της περαιτέρω υποχώρησης του επιτοκιακού περιθωρίου, που υπεραντιστάθμισαν τη θετική για τα έσοδα επίδραση του περιορισμού του κόστους άντλησης ρευστότητας. Υποχώρηση εμφάνισαν τα λειτουργικά έξοδα, κυρίως λόγω της περαιτέρω συρρίκνωσης του προσωπικού και της συνακόλουθης μείωσης των σχετικών δαπανών. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, τα καθαρά έσοδα εμφάνισαν αύξηση.

Λαμβανομένου όμως υπόψη του σχηματισμού αυξημένων προβλέψεων για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, οι τράπεζες συνολικά κατέγραψαν ζημίες. Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι ουσιαστικά μόνο η Τράπεζα Πειραιώς παρουσίασε ζημιές ύψους 726 εκατομμυρίων ευρώ οι οποίες αντιστάθμισαν τα μικρά κέρδη των υπολοίπων τριών τραπεζών.

Επομένως είναι αδύνατον οι ελληνικές τράπεζες να αντικαταστήσουν το «καταναλωμένο κεφάλαιο» λόγω της επιχείρησης μείωσης των ΜΕΑ μέσω της εσωτερικής συσσώρευσης. Μάλιστα σύμφωνα με όλες τις αναλύσεις είναι δύσκολο στα άμεσα προσεχή έτη, οι ελληνικές τράπεζες να μπορέσουν να προβούν σε σημαντική αύξηση της κερδοφορίας τους, γεγονός που δυσχεραίνει το υπάρχον πρόβλημα.

Απομένει η εξωτερική χρηματοδότηση των ιδίων κεφαλαίων η οποία σε χαλεπούς καιρούς όπως οι σημερινοί έχουν πολλές δυσκολίες.

***

Ας προχωρήσουμε στον δεύτερο.

Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν βελτιώσει τη ρευστότητά τους (κυρίως μετά την εισροή πόρων από την ΕΚΤ), διαθέτουν ικανοποιητικούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Αναφορικά με την κεφαλαιακή επάρκεια, σύμφωνα με την ΤτΕ, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση υποχώρησαν ελαφρώς κατά την επισκοπούμενη περίοδο, αλλά παρέμειναν στο τέλος Δεκεμβρίου του 2020 σε ικανοποιητικό επίπεδο (15,0% και 16,6% αντίστοιχα). Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), ο δείκτης CET1διαμορφώθηκε σε 12,5% και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 14,3%. Αυτό οφείλεται: πρώτον, στα κέρδη από τα ομόλογα που, αποτιμώμενα στην εύλογη αξία, καταγράφονται στα λοιπά συνολικά έσοδα και αυξάνουν την καθαρή θέση και, δεύτερον, στη μείωση των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού, λόγω α) της μείωσης των υπολοίπων δανείων και ομολόγων, αλλά και β) της εφαρμογής του Kανονισμού (Ε.Ε.) αριθ. 873/2020 για την κεφαλαιακή επάρκεια προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις από την πανδημία, σύμφωνα με την ΤτΕ. Δηλαδή σε συγκυριακούς παράγοντες και όχι από το λειτουργικό μέρος των τραπεζικών εργασιών.

Όμως, το μεγάλο πρόβλημα αποτελεί η χαμηλή ποιότητα των κεφαλαίων τους, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της κεφαλαιακής βάσης καλύπτεται από πόρους που αντιστοιχούν σε αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις.

Είναι γνωστό, ότι, ποιοτικά κεφάλαια των τραπεζών είναι αυτά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν άμεσα και αποτελεσματικά για να απορροφήσουν πιστωτικές ζημιές. Όμως, στους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών αυτά τα κεφάλαια είναι αρκετά λιγότερα από μια άλλη κατηγορία λογιστικών κεφαλαίων: τις επιστροφές μελλοντικών φόρων από το Ελληνικό Δημόσιο («αναβαλλόμενοι φόροι»). Σύμφωνα με την ΤτΕ, στο τέλος του 2020, τα κεφάλαια αυτά ανέρχονται στο 54,3% των τραπεζικών κεφαλαίων.

Οι αναβαλλόμενοι φόροι («deferred tax assets – DTA») επιτρέπεται να αναγνωρίζονται ως κεφάλαιο όταν θεωρείται βέβαιο ότι μια τράπεζα έχει θεμελιώσει το δικαίωμα επιστροφής φόρου («deferred tax credits – DTC»).

Η αναγνώριση του δικαιώματος επιστροφής φόρου – DTC, ως ενσώματου κεφαλαίου («tangible equity») ήταν μια βολική λύση για να αποφύγουν οι τράπεζες μια ακόμη ανακεφαλαιοποίηση, το 2014, όταν εισήχθη στη χρηματοοικονομική λογιστική το καθεστώς του «αναβαλλόμενου φόρου» επί υπουργίας Χαρδούβελη (Υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός του DTC ψηφίστηκε στη Βουλή των Ελλήνων το φθινόπωρο του 2014 με το Άρθρο 5 του Νόμου 4303/2014 και ουσιαστικά επανάφερε σημαντικό τμήμα των Deferred Tax Assets (DTA) στην κατηγορία των εποπτικών κεφαλαίων, ικανών να εκπληρώσουν τον κανονισμό κεφαλαιακής επάρκειας), και να αποφύγουν την κρατικοποίησή τους, το οποίο αποτελεί το μόνιμο επιχείρημα πάνω στο οποίο στηρίχθηκε ο ιδεολογικός τρόπος επίλυσης του προβλήματος των ελληνικών τραπεζών τα μνημονιακά χρόνια, αλλά συνεχίζει να κυριαρχεί και σήμερα.

Βασική προϋπόθεση για να επιστρέφονται οι φόροι στις τράπεζες, χρειάζεται αυτές να παρουσιάζουν κέρδη. Διαφορετικά σε κάθε χρήση που δεν θα εμφανίσουν κερδοφορία αλλά ζημιές, είναι υποχρεωμένες από το νόμο να εκδίδουν μετοχές υπέρ του Δημοσίου και αυτό καταβάλλοντας το αντίστοιχο τίμημα να τις αγοράζει. Αυτό πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο. Η κρατικοποίηση των τραπεζών εμφανίζεται ως το μεγαλύτερο πρόβλημα που μπορεί να υπάρξει. Πάση θυσία πρέπει να αποφευχθεί.

Η επιτάχυνση της εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών, μέσω της πώλησης/τιτλοποίησης των ΜΕΑ μειώνει εν τοις πράγμασι τα «ενσώματα κεφάλαια» με αποτέλεσμα να αυξάνει το ποσοστό των κεφαλαίων που αναλογεί στους «αναβαλλόμενους φόρους» και να χειροτερεύει ακόμη περισσότερο η ποιότητα των κεφαλαίων των ελληνικών συστημικών τραπεζών. Σύμφωνα με την ΤτΕ, αυτό είναι βέβαιο ότι θα συμβεί, το 2021 και ακόμη περισσότερο όταν θα αποκαλυφθεί το μέγεθος των νέων ΜΕΑ που δημιουργήθηκαν εν μέσω πανδημίας. Συγκεκριμένα αναφέρεται: το ποσοστό που αντιπροσωπεύει η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί στο πλαίσιο της παρούσας στρατηγικής για τη μείωση των ΜΕA.

***

Το συμπέρασμα που φαίνεται να προκύπτει είναι σε γενικές γραμμές το ακόλουθο:

Το σχέδιο «Ηρακλής» αποτελεί μία χρονοβόρα διαδικασία, καθώς από το 2019 έχει ολοκληρωθεί η πλήρης μεταβίβαση (συναλλαγή) μίας τιτλοποίησης, «καταναλώνει» κεφάλαια προκαταβολικά, μειώνει την ποιότητα των κεφαλαίων καθώς η «κατανάλωση» κεφαλαίων προκαταβολικά αυξάνει το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογίας (DTC) στα συνολικά κεφάλαια (σήμερα είναι στο 55% και θα φτάσει πιθανά το 75% με τις επόμενες τιτλοποιήσεις), επιβαρύνονται οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας (εκτιμάται ότι θα μειωθούν κατά 3 μονάδες).

Συνεχίζεται

* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!