Ξεπούλημα

Για πούλημα ό,τι δεν πούλησαν οι Εβραίοι, ό,τι δεν γεύτηκε
η τάξη των ευγενών, ούτε το έγκλημα,
ό,τι αγνοεί ο καταραμένος έρωτας
και η σατανική εντιμότητα των μαζών.
Ό,τι ούτε ο χρόνος, ούτε η γνώση δε χρειάζεται ν’ αναγνωρίσουν.
Οι Φωνές ανασυγκροτημένες. Η αδελφική έγερση
όλων των χορωδιακών και ορχηστρικών ενεργητικοτήτων
και οι εφαρμογές τους αυτοστιγμεί.
Η ευκαιρία, μοναδική, ν’ αποδεσμεύσουμε τις αισθήσεις μας.
Για πούλημα τα ανεκτίμητα Κορμιά, έξω από την όποια ράτσα,
τον όποιο κόσμο, το όποιο φύλο, την όποια κληρονομιά!
Αφού τα πλούτη αναβλύζουν σε κάθε διάβημα!
Ξεπούλημα ανεξέλεγκτο διαμαντιών!
Για πούλημα η αναρχία για τις μάζες.
Και η ακατάσχετη ικανοποίηση για τους υψηλούς αγαπώντες.
Ο φρικαλέος θάνατος για τους πιστούς και τους εραστές!
Για πούλημα τα σπίτια και οι αποδημίες,
άθληση, μαγικά θεάματα και τέλειες ανέσεις,
κι ο θόρυβος, κι η κίνηση και το μέλλον που κατασκευάζουν!
Για πούλημα οι εφαρμογές υπολογισμού
και τα ανείπωτα άλματα αρμονίας.
Τα ευρήματα και τα ανυποψίαστα τέρμινα, άμεση πρόσκτηση.
Ορμή αλόγιστη κι ατέρμονη με τις αόρατες λαμπράδες,
τις ανεπαίσθητες απολαύσεις
–και τα μυστικά της να ξετρελαίνουν κάθε βίτσιο–
και τη φοβερή στο πλήθος ευθυμία της.
Για πούλημα τα Κορμιά, οι φωνές,
η άπειρη, η ανερώτητη χλιδή,ό,τι δε θα πουληθεί ποτέ.
Οι πωλητές, δε έσωσαν τα ρετάλια.
Οι πλασιέδες δεν υποχρεώνονται να δώσουν
τόσο σύντομα πίσω την προμήθειά τους.

 

Μια εποχή στην κόλαση

Άλλοτε, αν θυμάμαι καλά, η ζωή μου ήταν γιορταστικό τραπέζι
όπου ανοίγονταν όλες οι καρδιές, πίνονταν όλα τα κρασιά.
Ένα βράδυ, κάθισα την Ομορφιά, στα γόνατά μου
–και τη βρήκα πικρή– και την έβρισα.
Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη.
Και τράπηκα σε φυγή.
Ω μάγισσες, ω μιζέρια, ω μίσος,
στη φύλαξή σας, δόθηκε ο θησαυρός μου!
Κατάφερα να σβήσει μεσ’ στο πνεύμα μου
όλη η ανθρώπινη ελπίδα.
Πάνω σε κάθε χαρά, για να τη στραγγαλίσω,
πήδησα αθόρυβα, όπως τ’ αγρίμια.
Κάλεσα τους δήμιους για να δαγκώσουν,
πεθαίνοντας από βίαιο θάνατο,
τα κοντάκια των τουφεκιών τους.
Κάλεσα τις μάστιγες για να με πνίξουν με την άμμο, το αίμα.
Η δυστυχία ήταν ο θεός μου.
Πλάγιασα μέσα στη λάσπη.
Στέγνωσα στον άνεμο του εγκλήματος.
Κι έπαιξα έξυπνες φάρσες στην τρέλα.

Κι η άνοιξη μου έφερε το φριχτό γέλιο του ηλίθιου.
Έτσι, εντελώς πρόσφατα, ενώ ήμουνα έτοιμος να τα τινάξω,
σκέφτηκα να αναζητήσω το κλειδί από το παλιό γιορτάσι,
ίσως και μου ανοιγόταν πάλι η όρεξη.
Το έλεος είναι τούτο το κλειδί.
–Κι αυτή η έμπνευση αποδεικνύει ότι ονειρεύτηκα.
Θα παραμείνεις ύαινα, κτλ… ανέκραξε ο δαίμονας,
που με είχε στέψει με τόσο ευγενικές παπαρούνες.
Θα καταχτήσεις το θάνατο με όλες τις ορμές σου,
και τον εγωισμό σου, και όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα
.
Αχ! πήρα μεγάλη δόση:-Μα, αγαπητέ μου Σατανά,
σε καθικετεύω, μη με αγριοκοιτάς τόσο!
Και εν αναμονή κάποιων καθυστερημένων μικροδειλιών,
εσείς που αγαπάτε στον συγγραφέα την απουσία
των περιγραφικών ή διδακτικών ικανοτήτων,
κόβω για σας αυτά τα λίγα φύλλα
από το σημειωματάριό μου ως κολασμένου.

Μετάφραση: Γιώργος Σπανός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!